Σε μια πρόσφατη επιδημιολογική μελέτη από τη Δυτική Αυστραλία, οι ερευνητές εξέτασαν τη σχέση μεταξύ του βάρους γέννησης ενός ατόμου και του βάρους που αποκτά το άτομο αυτό κατά την ενηλικίωση.
Συγκεκριμένα, οι ερευνητές παρακολούθησαν πάνω από 1,000 κορίτσια από τη γέννηση έως και την ηλικία των 17 ετών, λαμβάνοντας μετρήσεις βάρους, περιφέρειας μέσης, χοληστερίνης και σακχάρου ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Παρατήρησαν ότι τα κορίτσια που ήταν παχύσαρκα με αυξημένους μεταβολικούς δείκτες, ήταν τα ίδια που είχαν γεννηθεί και με μεγαλύτερο βάρος.
Ένα αξιοπερίεργο εύρημα της ίδιας μελέτης ήταν ότι ένας τέτοιος συσχετισμός δε φαίνεται να ισχύει για τα αγόρια, τα οποία συνήθως γεννιούνται περίπου 200γρ. βαρύτερα από τα κορίτσια.
Παλαιότερες μελέτες έχουν βρεί ότι το μεγάλο βάρος γέννησης επηρεάζει την πιθανότητα εμφάνισης παχυσαρκίας και διαβήτη στην ενήλικη ζωή. Παρόλα αυτά, η συγκεκριμένη μελέτη υποδεικνύει ότι το ρίσκο αυτό είναι παρόν στα κορίτσια και μόνο.
Σε τελική ανάλυση, τέτοιου τύπου μελέτες είναι βοηθητικές στο να εντοπίζουμε τα παιδιά που έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να γίνουν παχύσαρκα. Με τον τρόπο αυτό, οι απαραίτητες διατροφικές παρεμβάσεις με τη βοήθεια ειδικών μπορεί να βοηθήσουν στον περιορισμό της παιδικής και ενήλικης παχυσαρκίας, που, ως γνωστόν, μαστίζουν και τον ελληνικό πληθυσμό.
Το άρθρο επιμελήθηκε και υπογράφει ο Θάνος Παπαθανασίου MD (London) MRCOG FHEA
Μαιευτήρας Γυναικολόγος
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Λονδίνου