Mια νέα έρευνα καταδεικνύει πως η σεξουαλική κακοποίηση στην παιδική ηλικία αυξάνει τις πιθανότητες δύσκολης εγκυμοσύνης.

«Ακόμα κι όταν μια γυναίκα ξεκινά μια εγκυμοσύνη εκούσια και χαρούμενα, το σώμα μοιάζει να συνδέει τη σεξουαλική πράξη που προκάλεσε την εγκυμοσύνη με την τραυματική εμπειρία, δημιουργώντας αρνητικά συναισθήματα, που μπορεί να εκφραστούν με σωματικά και γυναικολογικά προβλήματα».

Η τρέχουσα έρευνα εξέτασε την πιθανότητα η σεξουαλική κακοποίηση που βιώσαν οι γυναίκες στην παιδική ηλικία να προκάλεσε την επανάληψη του τραύματος κατά τη διάρκεια της επιθυμητής εγκυμοσύνης.

Μια ομάδα 1.830 εγκύων γυναικών που συμμετείχαν στην έρευνα χωρίστηκε σε ομάδες υψηλού και χαμηλού κινδύνου, κι έπειτα σε τρεις μικρότερες ομάδες: τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, τα άτομα που βίωσαν άλλου είδους τραυματική εμπειρία στην παιδική ηλικία και άτομα που δεν έχουν βιώσει κάποιο προφανές τραύμα.

Η έρευνα δείχνει πως οι γυναίκες που είχαν κακοποιηθεί στην παιδική τους ηλικία, σε σχέση με γυναίκες που δεν είχαν βιώσει κάποιο προφανές τραύμα στο παρελθόν, είχαν σοβαρότερη κατάθλιψη και περισσότερα μετατραυματικά συμπτώματα, με κυριότερα, σύμφωνα με τους ειδικούς, την απομάκρυνση και την αποφυγή.

Όσο σοβαρότερη ήταν η σεξουαλική κακοποίηση, τόσο ισχυρότερος ο συσχετισμός μεταξύ των μετατραυματικών συμπτωμάτων και της κακής σωματικής υγείας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Όπως είπαν οι ειδικοί: «Τα γυναικολογικά προβλήματα ίσως είναι η σωματική εκδήλωση του παιδικού τραύματος σεξουαλικής κακοποίησης. Τα αποτελέσματα της έρευνας έχουν σημαντική πρακτική εφαρμογή στους γυναικολόγους και στους ιατρούς γενικότερα. Πρέπει να αναγνωρίσουμε και να διαχειριστούμε τη ψυχολογική κατάσταση των εγκύων-θυμάτων παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης. Είναι επίσης σημαντικό να θυμόμαστε πως, εφόσον και η ίδια η εξέταση μπορεί να επαναφέρει στη μνήμη και να επαναλάβει το τραύμα, ειδικά εκπαιδευμένη ομάδα θα έπρεπε να προσφέρει ένα ασφαλές περιβάλλον και ψυχολογική βοήθεια».