Οι περισσότερες γυναίκες που γεννούν επιθυμούν να θηλάσουν, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για το πρώτο τους παιδί. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συνιστά όλες οι γυναίκες να ξεκινούν να θηλάζουν από την πρώτη κιόλας ώρα. Αυτή η σύσταση δεν είναι σημαντική μόνο επειδή βοηθάει στην εγκατάσταση του θηλασμού, αλλά συνεισφέρει και στην καλύτερη προσαρμογή του βρέφους στην εξωμήτρια ζωή. Για παράδειγμα, η επαφή του βρέφους με τη μαμά (skin to skin contact) αποτελεί τον απλούστερο, αποτελεσματικότερο τρόπο πρόληψης της υποθερμίας.
Αν και το γάλα δεν έρχεται σε ποσότητες πριν από τη 2η ή 3η ημέρα, το πρωτόγαλα είναι αρκετό για τη σίτιση του βρέφους. Αυτό ισχύει επειδή είναι ιδιαίτερα ενισχυμένο σε πρωτεΐνες και άλλα θρεπτικά συστατικά, οπότε ακόμη και μερικές σταγόνες αρκούν. Εξάλλου, μικρή απώλεια βάρους έχουν όλα τα βρέφη τις πρώτες ημέρες ζωής, φαινόμενο που είναι απολύτως φυσιολογικό και αναμενόμενο.
Η διέγερση της θηλής από το στόμα του μωρού είναι αυτή που εξασφαλίζει την καλύτερη και αποδοτικότερη παραγωγή γάλακτος στις επόμενες ημέρες. Επομένως, όσο πιο γρήγορα αρχίσει ο θηλασμός και όσο συστηματικότερα γίνεται, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα η γυναίκα να καταφέρει να θηλάσει αποκλειστικά για ικανοποιητικό χρονικό διάστημα.
Είναι μύθος ότι τα βρέφη χρειάζονται επιπλέον γάλα τις πρώτες ημέρες ζωής. Αν σκεφτεί κανείς ότι η φύση είναι σε γενικές γραμμές πιο σοφή από εμάς, θεωρώ απίθανο η παραγωγή του πρωτογάλακτος και, μετέπειτα, του γάλακτος να μην είναι αρκετή. Στις περισσότερες περιπτώσεις όπου η γυναίκα δεν έχει αρκετό γάλα, αυτό σχετίζεται με ελλιπή ή καθυστερημένη έναρξη του θηλασμού μετά τη γέννα.
Το άρθρο επιμελήθηκε και υπογράφει ο Θάνος Παπαθανασίου MD (London) MRCOG FHEA
Μαιευτήρας Γυναικολόγος
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Λονδίνου
www.gynaikologos.net