Στη βιομηχανία των video games κατά καιρούς έχουν ανθίσει διάφορα genres, ανάλογα πάντα με τις απαιτήσεις και τις προτιμήσεις των εκάστοτε games. Μία από τις κατηγορίες αυτές είναι τα Beat ’em up, τα οποία βρέθηκαν στο απόγειο της δημοτικότητάς τους την δεκαετία του ’80 και του ’90, έκτοτε όμως εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο. Από το 1996, όταν και κυκλοφόρησε το Guardian Heroes για το Sega Saturn, μέχρι και σήμερα οι κυκλοφορίες στο συγκεκριμένο genre μετριούνται μεν στα…δάχτυλα, είναι δε όμως ιδιαίτερα ποιοτικές όπως είδαμε στις περιπτώσεις των Muramasa: The Demon Blade και Code of Princess για το Wii και το 3DS αντίστοιχα.

Είναι γεγονός λοιπόν πως όσοι μεγάλωσαν και “ανδρώθηκαν” ως gamers στην χρυσή εποχή των coin’ ops νιώθουν μια έντονη νοσταλγία όταν σκέφτονται τίτλους όπως το μνημειώδες Golden Axe και την σειρά Streets of Rage. Εντούτοις, εν μέσω μιας εποχής όπου το ένα FPS διαδέχεται το άλλο υπάρχουν και εταιρείες που προσπαθούν να επαναφέρουν την χαμένη αίγλη των Beam’ em up. Μία εξ’ αυτών είναι η Ιαπωνική Vanillaware, η οποία σε συνεργασία με την Atlus μας παρουσίασε πρόσφατα το Dragon’s Crown.

Η Vanillaware σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί πρωτάρα στο είδος, καθώς ήδη μας έχει δώσει εξαιρετικά δείγματα γραφής με το Muramasa: The Demon Blade για το Wii, το οποίο σημειωτέον πρόσφατα μεταφέρθηκε και στο PS Vita, αλλά και με το Odin Sphere του PS2. Το Dragon’s Crown αποτελεί τον πνευματικό απόγονο του Princess Crown, της παρθενικής δημιουργίας της Vanillaware και αν μη τι άλλο κατάφερε να προκαλέσει αρκετό hype πριν την κυκλοφορία του, λόγω των τεραστίων boobs των θηλυκών πρωταγωνιστριών του. Πέρα όμως από την προκλητική αισθητική του, το Dragon’s Crown αποτελεί μια αξιόλογη δημιουργία για διάφορους λόγους, τους οποίους θα αναλύσουμε παρακάτω.

To “Στέμμα του Δράκου”
To νέο δημιούργημα της Vanillaware συνδυάζει Action RPG στοιχεία με το side-scrolling Βeat ’em up ύφος της σειράς Golden Axe και θα λέγαμε ότι θυμίζει -χωρίς να αντιγράφει- το Guardian Heroes και την σειρά Streets of Rage. Η ιστορία εκτυλίσσεται στο μυθικό βασίλειο του Hydeland, το οποίο απειλείται με καταστροφή από ένα πανίσχυρο τεχνούργημα που ονομάζεται Dragon’s Crown. Εσείς καλείστε να αποτρέψετε αυτό το γεγονός και να ανακτήσετε το Dragon’s Crown πριν αυτό πέσει στα λάθος χέρια. Το ποια ακριβώς είναι αυτά θα σας αφήσουμε να το ανακαλύψετε μόνοι σας παίζοντας το παιχνίδι, καθώς στην προσπάθειά μας να σας δώσουμε περισσότερα στοιχεία είναι πολύ πιθανόν να πέσουμε στην παγίδα των spoilers.


H αλήθεια είναι πως η Vanillaware έδωσε μεγάλο βάρος στην συγγραφή του σεναρίου και παράλληλα έπλασε έναν μυθικό high-fantasy κόσμο για να το πλαισιώσει. Μάλιστα μέσω των διαλόγων και των προαιρετικών side quests αποκαλύπτεται το πλούσιο lore του Dragon’s Crown. Παρόλα αυτά, το αν θα εμβαθύνετε σε αυτό είναι καθαρά στο δικό σας χέρι και αυτό γιατί τα RPG στοιχεία έρχονται αρκετές φορές σε σύγκρουση με το Beat’ em up ύφος του τίτλου. Το πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι η αφήγηση της ιστορίας “μπαίνει” στα χωράφια της δράσης διακόπτοντας την ροή της.

Διαμόρφωσε το πεπρωμένο σου
Πριν εξορμήσετε στον επικίνδυνο κόσμο του Hydeland για να ανακτήσετε το Dragon’s Crown καλείστε να επιλέξετε τον χαρακτήρα σας. Συνολικά υπάρχουν έξι διαθέσιμα classes: Fighter, Dwarf, Elf, Amazon, Wizard και Sorceress. Καθένα από αυτά έχει ένα ξεχωριστό skill tree, ενώ το class που θα επιλέξετε επηρεάζει ουσιαστικά μεν, άτυπα δε το επίπεδο δυσκολίας. Κατόπιν αυτού classes όπως ο Fighter και o Dwarf προτείνονται στους αρχάριους παίκτες, ενώ αντίθετα οι Wizard και Sorcerer στους σκληροπυρηνικούς αντίστοιχα.

Κάθε class, όπως είναι αναμενόμενο, έχει συγκεκριμένα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα και σε συνδυασμό με το ξεχωριστό skill tree του, προσφέρει μια ξεχωριστή εμπειρία. Κατόπιν αυτού, το Dragon’s Crown δύναται να εγγυηθεί πολλαπλά playthroughs, κάτι που αναμφισβήτητα εκτοξεύει την συνολική αντοχή του στον χρόνο. Εάν στα παραπάνω συνυπολογίσουμε ότι θα χρειαστείτε γύρω στις 15 ώρες για να δείτε τα credits (20 αν ασχοληθείτε με τις προαιρετικές αποστολές) τότε γίνεται αντιληπτό πως η δημιουργία της Vanillaware είναι ικανή να σας προσφέρει δεκάδες ώρες gameplay. Συν τις άλλοις, αφού ολοκληρώσετε την περιπέτειά σας ξεκλειδώνει και ένα ακόμα επίπεδο δυσκολίας.

Προετοιμασία πριν από την μάχη
Το gameplay χωρίζεται θα λέγαμε σε δύο βασικούς πυλώνες. Από την μία πλευρά έχουμε την εξερεύνηση των διαφόρων dungeons και τις μάχες που λαμβάνουν χώρα σε αυτά και από την άλλη τις ομιλίες με τους διάφορους NPC και vendors, οι οποίες είναι απαραίτητες για να προχωρήσει η πλοκή του σεναρίου.

Η πόλη του Hydeland αποτελεί το ορμητήριό σας και σε αυτήν υπάρχουν διάφορα κτήρια για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες σας. Ενδεικτικά να αναφέρουμε κάποια από αυτά όπως το Adventurer’s Guild, το οποίο ανά τακτά χρονικά διαστήματα σας αναθέτει νέα quests ή οbjectives (side quests) και επιπλέον σε αυτό δύναται να ξεκλειδώσετε νέα skills κάθε φορά που ανεβαίνετε level. Βέβαια αναμένεται να επισκεφθείτε συχνά και την μάγισσα της πόλης, η οποία έχει παρόμοιο ρόλο με αυτόν του Deckard Cain στο Diablo. Κοινώς εδώ θα κάνετε identify διάφορα αντικείμενα, πληρώνοντας φυσικά ένα ανάλογο ποσό σε gold.

Βέβαια το γεγονός ότι θα πρέπει να μιλάτε σε όλους τους NPC και να επισκέπτεστε συνεχώς τους vendors πριν και μετά από κάθε αποστολή ενδέχεται να σας κουράσει, ειδικά τις πρώτες ώρες. Παρόλα αυτά οι μηχανισμοί αυτοί είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με τα RPG στοιχεία του Dragon’s Crown και σύντομα θα τους συνηθίσετε. Άλλωστε κάτι αντίστοιχο έχουμε συναντήσει και άλλα Action RPG όπως το Mass Effect, όπου πριν ξεκινήσετε μια αποστολή, καλείστε να συνομιλήσετε με τους συντρόφους σας στο Normandy, να κάνετε upgrade τον εξοπλισμό σας κ.ο.κ.

Dungeons…of Rage
Ήρθε όμως η ώρα να μπούμε στο ζουμί της όλης υπόθεσης που δεν είναι άλλο από το ανελέητο “ξυλίκι” που θα δώσετε στα διάφορα mobs που κατοικούν στα εκάστοτε dungeons. Όσοι θυμάστε το Streets of Rage του Mega Drive θα μπείτε αμέσως στο κλίμα, καθώς οι ομοιότητες με την δημιουργία της Sega όσον αφορά την μάχη είναι πάρα πολλές. Έχουμε λοιπόν ένα κουμπί για τα άλματα και ένα για τις επιθέσεις (X και “τετράγωνο” αντίστοιχα), ενώ τα spells ή τα special abilities εκτελούνται πατώντας την ανάλογη κατεύθυνση στο d-pad και το “τετράγωνο”.

Καθώς εξερευνείτε ένα dungeon θα συναντήσετε διάφορα items που αναπληρώνουν τo health σας όπως μήλα ή ειδικά όπλα όπως βαλλίστρες, τόξα, ακόντια κ.ο.κ. Τα τελευταία προκαλούν μεγάλη ζημιά, αλλά έχουν ελάχιστο ammo, όπως ακριβώς οι υδροσωλήνες, τα μπαστούνια του baseball και τα μαχαίρια που είχαμε δει στο Streets of Rage. Επίσης, ο μαχητής σας έχει τρία life points, τα οποία αν τελειώσουν θα πρέπει να πληρώσετε ένα γενναίο ποσό σε gold για να κάνετε revive.

Τα mobs απαρτίζονται από διάφορες κατηγορίες πλασμάτων όπως goblins, orcs, lizardmens, undeads και λοιπές…δημοκρατικές δυνάμεις, ενώ τα A.I. τους είναι άκρως ικανοποιητικό, καθώς προσπαθούν συνεχώς να σας περικυκλώσουν. Βέβαια οι old-school τακτικές, όπως να “στοιβάξετε” τους εχθρούς στην μία πλευρά της οθόνης είναι άκρως αποτελεσματικές. Εν τω μεταξύ, τα bosses προκαλούν δέος αν μη τι άλλο, καθώς είναι άκρως επιβλητικά και πολλές φορές καταλαμβάνουν την…μισή οθόνη του PS Vita.

Αδερφέ τι έχει από loot;
O χαρακτήρας δύναται να εξοπλιστεί με μία σειρά από αντικείμενα όπως σπαθιά, ασπίδες και λοιπά αμυντικά αξεσουάρ όπως πανοπλίες, ζώνες, δαχτυλίδια κτλ. Τα περισσότερα αντικείμενα βρίσκονται σε διάφορα σεντούκια μέσα στα dungeons ή τα λαμβάνετε ως έπαθλο από τα boss fights. Να προσθέσουμε ότι σε κάθε πίστα υπάρχουν βέβαια και ορισμένα “κρυφά” μονοπάτια που οδηγούν σε δωμάτια με αμύθητους θησαυρούς.

Κάθε item θα πρέπει πρώτα να γίνει identify πριν το χρησιμοποιήσετε, κάτι που σημαίνει ότι εξαρχής δεν έχετε την παραμικρή ιδέα για το ποιος είναι οι ιδιότητες του. Το μόνο στοιχείο που έχετε στα χέρια σας είναι το rank του που συμβολίζεται με γράμματα της αγγλικής αλφαβήτου όπως Α, Β, C, D, E. Κατόπιν αυτού ανάλογα με το rank ενός αντικείμενου αποφασίζετε αν θα το κάνετε identify ή αν θα το πουλήσετε για να αυξήσετε τα αποθέματά σας σε gold.

Τέσσερα χρόνια μετά το Muramasa: The Demon Blade η Vanillaware επιστρέφει ξανά στα γνώριμα Beat’em up/Action RPG λημέρια της με μία ακόμα άκρως εθιστική δημιουργία.

Για να αποκτήσετε όμως όλο το loot που κρύβει κάθε dungeon θα πρέπει να παρατηρήσετε προσεχτικά και το περιβάλλον. Για παράδειγμα, εάν δείτε μια τρύπα σε κάποιον τοίχο και πατήσετε στο σημείο αυτό με το δάχτυλο σας στην οθόνη αφής το πιο πιθανό είναι ότι θα βρείτε κάποιο αντικείμενο. Το αγγλικό ιδιωματικό “leave no stone unturned” περιγράφει πλήρως τον συγκεκριμένο μηχανισμό, καθώς στην κυριολεξία ακόμα και κάτω από μια…αθώα φαινομενικά πέτρα στο background ενδέχεται να κρύβεται χρυσάφι ή ένας πολύτιμος λίθος.

Το όλο σύστημα με το loot όπως έχουμε δει στις σειρές Diablo και Borderlands αποτελεί το “τυράκι” για να επιχειρήσετε πολλαπλά playthroughs σε κάθε dungeon και η αλήθεια είναι ότι επιτυγχάνει πλήρως τον σκοπό του. Κοινώς καταφέρνει να σας προκαλέσει εθισμό και σύντομα θα δείτε τον εαυτό σας να παίζει τις ίδιες πίστες ξανά και ξανά για να βρείτε όλα τα αντικείμενα και να αποκτήσετε τον καλύτερο δυνατό εξοπλισμό.

Στο συγκεκριμένο σημείο θα πρέπει επίσης να τονίσουμε ότι ο σχεδιασμός των dungeons είναι πολύ προσεγμένος, καθώς καθένα από αυτά είναι ξεχωριστό. Κοινώς οι τοποθεσίες δεν μοιάζουν μεταξύ τους και υπάρχει μεγάλη ποικιλία στην θεματολογία τους. Για παράδειγμα θα ταξιδέψετε σε κατακόμβες γεμάτες με undeads και φαντάσματα, κατεστραμμένα κάστρα, σκοτεινά δάση και υπόγειες σπηλιές. Σφαγή με παρέα
Το Dragon’s Crown περιλαμβάνει co-op για 2-4 παίχτες τόσο τοπικά (μέσω ad-hoc), όσο και online (μέσω του PSN). Εντούτοις, αυτό που μας προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι online co-op ξεκλειδώνει αφού έχετε επισκεφτεί πρώτα τουλάχιστον μία φορά όλα τα dungeons. Τουλάχιστον η Vanillaware φρόντισε να μας αποζημιώσει για αυτή την αναμονή, καθώς στο online co-op ξεκλειδώνουν νέα objectives σε κάθε level, ενώ παράλληλα καλείστε να αντιμετωπίσετε καινούργια bosses, τα οποία ως επί τω πλείστον θα δοκιμάσουν τις ικανότητες σας και την υπομονή σας.

Η co-op εμπειρία είναι ικανοποιητική σε όλους τους τομείς, αν και ορισμένες φορές η μικρή οθόνη του PS Vita είναι φανερό ότι δεν αρκεί για να απολαύσετε την δράση. Φανταστείτε για παράδειγμα τέσσερις παίκτες να παίζουν ταυτόχρονα, δεκάδες εχθρούς στην οθόνη και επιπλέον αρκετά particle effects από την χρήση των spells και abilities και θα αποκτήσετε μια πλήρη εικόνα για το τι ακριβώς εννοούμε. Αναμφίβολα λοιπόν στο συγκεκριμένο κομμάτι η PS3 έκδοση έχει να σημαντικό πλεονέκτημα. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι ύστερα από το πρόσφατο update του Dragon’s Crown υποστηρίζεται τόσο cross-save, όσο και cross-play σε αμφότερα τα PS3 και PS Vita.

Εν τω μεταξύ, μέχρι να ξεκλειδώσει το online co-op είναι πολύ πιθανό να τα βρείτε “σκούρα” ειδικά αν έχετε επιλέξει τον Wizard ή την Sorceress υπάρχει η δυνατότητα να στρατολογήσετε συμμάχους που ελέγχονται από την Α.Ι. Κατά την διάρκεια της περιπέτειάς σας θα συναντήσετε τα “απομεινάρια” διαφόρων άτυχων adventurers, τα οποία μπορείτε να συλλέξετε. Τα κόκαλα αυτά τα παραδίδετε στον τοπικό ναό και εκεί ο Priest δύναται να αναστήσει νέους μαχητές για λογαριασμό σας.

Η όλη διαδικασία απαιτεί και το κατάλληλο χρηματικό αντίτιμο βέβαια, οπότε στην περίπτωση που δεν θέλετε να ξοδέψετε χρήματα ή είστε ήδη ευχαριστημένοι από το party σας υπάρχει η επιλογή να…κηδέψετε τους νεκρούς στρατιώτες. Να σημειωθεί ότι στην τελευταία περίπτωση ο Priest ενίοτε σας ανταμείβει με διάφορα αντικείμενα για τον κόπο σας.

Πίνακας ζωγραφικής
Χωρίς καμία αμφιβολία το Dragon’s Crown δείχνει υπέροχο οπτικά στο PS Vita. Κατόπιν αυτού, οφείλουμε να δώσουμε τα εύσημα στον George Kamitani, καθώς η δουλειά του στον σχεδιασμό των χαρακτήρων, των εχθρών και του περιβάλλοντος είναι πραγματικά απαράμιλλη. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η προσέγγιση στον σχεδιασμό των θηλυκών χαρακτήρων και NPC είναι αρκετά σεξιστική. Για παράδειγμα οι Amazon και Sorceress έχουν καμπύλες και μπούστο που θα ζήλευε ακόμα και η Lara Croft, ενώ η αμφίεσή τους είναι υπέρ του δέοντος προκλητική.

Στο τεχνικό κομμάτι τα μόνα προβλήματα εντοπίζονται στο frame rate, στο οποίο παρατηρούνται ενίοτε σημαντικές πτώσεις. Ειδικά στις περιπτώσεις που υπάρχουν τέσσερις χαρακτήρες στην οθόνη και αρκετοί εχθροί οι πτώσεις στα frames είναι κάθετες. Δυστυχώς δεν είχαμε στην κατοχή μας την PS3 έκδοση για να δούμε πως ανταποκρίνεται από πλευράς performance, στο PS Vita πάντως το τελικό αποτέλεσμα αμαυρώνεται δυστυχώς από τις πτώσεις του frame rate.

Εν τω μεταξύ, ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στα εκπληκτικά animations των χαρακτήρων, που σημειωτέον έχουν σχεδιαστεί στο χέρι. Ανάλογη είναι και η ποιότητα των particle effects και ειδικά κατά την εκτέλεση των spells η οθόνη σας πλημμυρίζει από μια πραγματική πανδαισία χρωμάτων.


Ιαπωνική εγγύηση
Για τις ανάγκες του soundtrack η Vanillaware συνεργάστηκε με έναν από τους σημαντικότερους σύνθετες της βιομηχανίας των video games, τον Hitoshi Sakimoto. O Ιάπωνας μουσικός έχει εργαστεί σε περισσότερα από 100 games και αποτελεί τον ιδρυτή της Basiscape, της μεγαλύτερης indie εταιρείας μουσικής παραγωγής στον χώρο των βιντεοπαιχνιδιών. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι ο Hitoshi Sakimoto έχει επιμεληθεί τα μουσικά θέματα των Final Fantasy Tactics, Final Fantasy XII και Tekken 6, ενώ έχει συνεργαστεί με την Vanillaware αρκετές φορές στο παρελθόν όπως στα Muramasa: The Demon Blade και Odin Sphere.

Το soundtrack του Dragon’s Crown είναι άκρως επικό και ταιριάζει απόλυτα με το μεσαιωνικό ύφος του. Παράλληλα, τα κομμάτια που το απαρτίζουν στην πλειοψηφία τους είναι αξιομνημόνευτα και ειδικά αυτά που συνοδεύουν τις αναμετρήσεις σας με τα διάφορα bosses. Από την άλλη πλευρά το voice acting κινείται στην μετριότητα, καθώς οι περισσότεροι ηθοποιοί μας έδωσαν την εντύπωση ότι δεν κατάφεραν να μπουν στο πετσί του ρόλου τους. Να σημειωθεί πάντως ότι από το κεντρικό μενού δύναται να επιλέξετε αγγλικά ή ιαπωνικά voice-overs ανάλογα με τις προτιμήσεις σας.

Θα έρθει επιτέλους η πολυπόθητη καθιέρωση;
Το Dragon’s Crown άνετα συγκαταλέγεται στα κορυφαίες κυκλοφορίες του PS Vita για το 2013, αν και είναι γεγονός πως απευθύνεται σε ένα περιορισμένο κοινό. Άλλωστε όπως προαναφέραμε τα Beat’ em up δεν είναι πια τόσο δημοφιλή όπως ήταν μερικές δεκαετίες πριν. Στον συγκεκριμένο χώρο πάντως έχει όλα τα φόντα για να πρωταγωνιστήσει καθώς διαθέτει όλα τα απαραίτητα “συστατικά”, όπως εθιστικό gameplay, μεγάλο replayability και διασκεδαστικό co-op. Συν τις άλλοις το όλο πακέτο συνοδεύεται από ένα άκρως ιδιαίτερο art direction, κάτι που οφείλεται στην προσωπική δουλειά του George Kamitani.

Πιστεύουμε πως το παιχνίδι θα βοηθήσει στην περαιτέρω καθιέρωση της Vanillaware στην αγορά, καθώς είναι κρίμα μια τόσο ταλαντούχα εταιρεία ανάπτυξης να μένει στην αφάνεια. Μάλιστα το 2012 η κυκλοφορία αυτή παραλίγο να ακυρωθεί καθώς η UTV Ignition Entertainment παράτησε την Vanillaware στα…κρύα του λουτρού και ευτυχώς για εμάς η Atlus έσπευσε να αναλάβει χρέη publisher. Ας ελπίσουμε λοιπόν στο μέλλον η βιομηχανία των video games να πάψει να ξεχνάει επιδεικτικά τις ρίζες της και τις καταβολές της, καθώς οφείλει πολλά σε Βeat’ em up όπως το Golden Axe και το Double Dragon.

Θετικά:
– Υπέροχο art direction
– Μεγάλη διάρκεια και replayability
– Εθιστικό gameplay
– Έξι classes
– Cross-save και cross-play σε αμφότερα τα PS3 και PS Vita
– Εξαιρετικό soundtrack

Αρνητικά:
– To Online co-op δεν είναι διαθέσιμο εξ’ αρχής
– Μέτριο voice acting
– H αφήγηση μπαίνει στα “χωράφια” της δράσης
– Πτώσεις του frame rate

Βαθμολογία
Γραφικά: 8
Ήχος: 7.5
Gameplay: 8
Αντοχή: 8
Γενικά: 7.8

Οι φίλοι των Beat’ em up θα βρουν εδώ τη νέα τους “αδυναμία”.

Παντελής Δασκαλέλος  

Συντάκτης: padelis@gameworld.gr (Παντελής Δασκαλέλος)
Πηγή: GameWorld.gr