Γράφει ο Νότης “Olorin” Χαλκίδης
Στα εφηβικά μου χρόνια, το αιώνιο δίλημμα στον χώρο των κόμιξ, ήταν το «Marvel ή DC», με τον εαυτό μου να τάσσεται υπέρ της πρώτης. Όχι πως με χάλαγε η DC (άλλωστε ο Batman ήταν και παραμένει από τους αγαπημένους μου ήρωες), αλλά με γοήτευε η μεγαλύτερη γκάμα από χαρακτήρες που πρόσφερε το σύμπαν της Marvel και το γεγονός ότι συνδεόνταν με πιο πειστικό τρόπο. Αντίστοιχα, σε μια άλλη διμερή διαμάχη, αυτή του κορυφαίου fighting game στις αρχές των ‘90s, η επιλογή μου ήταν το Street Fighter υπέρ του Mortal Kombat, ίσως επειδή με το παιχνίδι της Capcom μυήθηκα στο είδος. Καταλαβαίνετε λοιπόν πως όταν κυκλοφόρησε το X-Men vs. Street Fighter, το πρώτο μέρος ενός εκ των πιο αλλόκοτων, αλλά και πιο επιτυχημένων crossovers στην ιστορία των videogames, ήταν σαν να είχε βγει από το πιο τρελά μου όνειρα. Ομοίως και τα υπόλοιπα επεισόδια, που επέκτειναν το φάσμα από το οποίο αντλούσαν τους χαρακτήρες αμφότερες οι πλευρές, ώστε να φτάσουμε στα δυο Marvel vs. Capcom. Και κάπου εκεί, γύρω στο 2000, με το MvC2 να κυκλοφορεί και τη σειρά να είναι στα πάνω της, η Capcom αποφασίζει να αφήσει τη σειρά στον πάγο, λόγω της γενικότερης πτώσης της δημοτικότητας των fighting games.
Έντεκα χρόνια αργότερα, οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Αντί για τις αίθουσες των coin-ops το τρίτο/πέμπτο μέρος της σειράς (αν λάβουμε υπ’όψη μας και τα X-Men vs. Street Fighter και τα Marvel Super Heroes vs. Street Fighter) θα το δούμε στο σαλόνι/υπνοδωμάτιό μας. Σε αυτό φυσικά συντέλεσε και το πείραμα του Street Fighter IV, το οποίο είναι φανερό πως αποτέλεσε τον προπομπό της κυκλοφορίας του MvC3, καθώς και το remake του MvC2 που ήθελε να τεστάρει τις προθέσεις των gamers.
Φυσικά, όπως και το SFIV, έτσι και το Marvel vs. Capcom 3: Fate of Two Worlds μένει πιστό στη βασική συνταγή που έκανε δημοφιλή τη σειρά: Οι μάχες είναι μεταξύ τριάδων, μπορείτε να τους εναλλάσσετε ανά πάσα στιγμή (κερδίζοντας κάποια από τη χαμένη ενέργειά τους όσο βρίσκονται στο παρασκήνιο), ενώ ο ρυθμός παραμένει ένα κλικ πιο γρήγορος από τους περισσότερους εκπροσώπους του είδους. Φυσικά, υπάρχουν οι κλασικές ειδικές μπάρες που γεμίζουν όσο ανταλλάσσετε χτυπήματα με τον αντίπαλο και αν τις ξοδέψετε σας δίνουν τη δυνατότητα να εξαπολύσετε πανίσχυρές και εντυπωσιακές ειδικές κινήσεις (ανάλογα με το πόσες μπάρες θέλετε να ξοδέψετε μπορείτε να εκτελέσετε τα ακόμα πιο ισχυρά Hyper Combos και Team Combos).
Κάτι που έχει αλλάξει προς έκπληξή μου (όχι απαραίτητα θετική), είναι το σύστημα χειρισμού. Πλέον, τα τέσσερα κουμπιά χτυπημάτων δεν αντιστοιχούν πια σε high/low punch και high/low kick, αλλά σε low/medium/high hit και το τέταρτο κουμπί να χρησιμοποιείται για να εκτοξεύετε τον αντίπαλο στον αέρα ώστε να προσπαθήσετε να επιχειρήσετε κάποιο air combo. Αν και θυμίζει λίγο τον χειρισμό του Tatsunoko vs. Capcom και σύμφωνα με τους δημιουργούς η αλλαγή έγινε γιατί έτσι προσφέρεται για πιο στρατηγικό gameplay, προσωπικά με ξένισε λιγάκι, ενώ θεωρώ πως ο πραγματικός λόγος ήταν για να γίνει προσιτό σε ευρύτερο κοινό. Άλλωστε, μια ακόμα ένδειξη για αυτό είναι και το επονομαζόμενο «Simple Mode» στο οποίο πολλές από τις κινήσεις –ακόμα και τις πιο ισχυρές- γίνονται σχεδόν αυτοματοποιημένα και θα μπορούσατε να το ενεργοποιήσετε αν θέλει να παίξει το μικρό σας ξαδερφάκι.
Σε ό,τι έχει να κάνει με το ρόστερ τώρα, δεν ήταν ακόμα όλοι οι χαρακτήρες διαθέσιμοι αφού δεν επρόκειτο για την τελική έκδοση του παιχνιδιού, αλλά ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό αυτών (πάνω από 30 χαρακτήρες). Από πλευράς Marvel, πιο cool από τους νέους μου φάνηκε ο Deadpool που τον περίμενα πώς και πώς να δω να «σπάει τον τέταρτο τοίχο» και είναι αλήθεια πως είχε κάποιες πετυχημένες ατάκες, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως τον υποδύεται ο «όλα τα σφάζω, όλους τους voiceact-άρω» Nolan North. Οι εκπλήξεις όμως προέρχονται από τη μεριά της Capcom, όχι τόσο επειδή διαθέτει τους περισσότερους «πρωτάρηδες», αλλά και γιατί πολλούς από αυτούς δεν θα φανταζόσουν ότι θα τους έβλεπες σε ένα fighting game, όπως η Amaterasu από το Okami, ο Arthur από το κλασικό Ghosts ‘n Goblins, ο Viewtiful Joe, ο Nathan Spencer, πρωταγωνιστής του Bionic Commando και ο Dante (ο παλιός, όχι ο emo-φλώρος του Tameem!). Αν και φαίνονται λίγο έξω από τα νερά τους στην αρχή (ακόμα και ο Chris Redfield, παρόλο που έχουμε ξαναδεί στη σειρά εκπροσώπους από το Resident Evil στο πρόσωπο της Jill Valentine), στην πορεία θα τους συνηθίσετε και θα δείτε πως προσφέρονται για εντελώς νέες στρατηγικές, πέρα από τις συνηθισμένες που έχουν χιλιοαναλυθεί στα παιχνίδια του είδους. Να σημειώσω εδώ πως έχει γίνει μια προσπάθεια να υπάρξει και ένα κάποιου είδους σενάριο –όσο είναι αυτό εφικτό σε ένα fighting game με τόσους και κυρίως τόσο ετερόκλητους χαρακτήρες- καθώς και αρκετές συγκεκριμένες ατάκες μεταξύ των μαχητών ώστε να ξεφεύγει λίγο το κλίμα από τις ξερές μάχες χωρίς σκοπό.
Σχετικά με το πολυσυζητημένο κομμάτι των γραφικών τώρα, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύει ο πολύς κόσμος, δεν πρόκειται για ανακύκλωση των τεχνικών που χρησιμοποίησε η Capcom στο SFIV. Ναι μεν πρόκειται για cel-shaded τρισδιάστατα γραφικά (άσχετο αν το gameplay είναι καθαρά 2D), όμως αν προσέξετε καλά, θα δείτε ότι υπάρχουν αισθητές διαφορές στον τρόπο με τον οποίο είναι σχεδιασμένα τα γραφικά του MvC ώστε να δίνει μια ακόμα πιο κομικ-ίστικη αίσθηση. Άλλωστε χρησιμοποιεί μια εντελώς διαφορετική μηχανή, την MT Framework, με την οποία φτιάχτηκαν παιχνίδια όπως τα Resident Evil 5, Devil May Cry 4 και Lost Planet 2.
Στην εποχή μας, το κατά πόσο ένα fighting game «πιάνει» στην αγορά, δεν φαίνεται πια από τα κέρματα που μαζεύουν τα cabinets του, αλλά από το πόσοι παίκτες και σε τι βάθος χρόνου ασχολούνται μαζί του σε τουρνουά, στις online πλατφόρμες κ.λπ. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το Marvel vs. Capcom 3, θα κυκλοφορήσει (στις 18 Φεβρουαρίου) μόνο για Xbox 360 και PS3 και ουχί για τα κερματοφάγα arcades, σε αντίθεση με τους προκατόχους του, αλλά ακόμα και το SFIV. Όπως και να έχει πάντως, πρόκειται για μια άκρως σημαντική αναβίωση, την οποία οι φίλοι του είδους –και όχι μόνο- τη ζητούσαν επί μια δεκαετία και όχι άδικα…
πηγή: byteme.gr