Της Διονυσίας Βουτσά Κλινική Διαιτολόγος – Διατροφολόγος

Το τσάι είναι το δεύτερο πιο διαδεδομένο ρόφημα μετά το νερό, με κατανάλωση 120 mL/ημέρα/άτομο. Παράγεται από τα φύλλα του φυτού Camellia sinensis και καταναλώθηκε για πρώτη φορά το 2737 π.Χ. από τον αυτοκράτορα της Κίνας, Shen Nung. Λόγω της χαρακτηριστικής γεύσης του και των θετικών επιδράσεών του στην υγεία, η κατανάλωση και η καλλιέργεια τσαγιού γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλον τον κόσμο. Υπάρχουν τέσσερα είδη τσαγιού, ανάλογα με τη μορφή επεξεργασίας του φυτού, χωρίς ζύμωση (πράσινο, λευκό), μερικής ζύμωσης (Ουλόνγκ) και ζυμωμένο (μαύρο). Ωστόσο οι δύο κύριοι τύποι τσαγιού είναι το μαύρο και το πράσινο.

Οι θετικές επιδράσεις του τσαγιού στην υγεία οφείλονται κυρίως στην υψηλή περιεκτικότητά του σε αντιοξειδωτικά. Τα αντιοξειδωτικά είναι χημικές ουσίες φυτικής προέλευσης, που επιβραδύνουν την οξείδωση. Στον ανθρώπινο οργανισμό τααντιοξειδωτικά βοηθούν στην εξουδετέρωση των ελεύθερων ριζών που επιτίθενται στα κύτταρα και ενοχοποιούνται για συμμετοχή στην παθολογία διάφορων ασθενειών, όπως ο καρκίνος. Επιπλέον, τα φυσικά αντιοξειδωτικά έχουν αντιβακτηριακή, αντιϊκή,αντιμεταλλαξιογόνα και αντιαλλεργική δράση. Τα πιο δραστικά διαιτητικά αντιοξειδωτικά ανήκουν στην οικογένεια των πολυφαινολών.

Στις πολυφαινόλες ανήκουν και τα αντιοξειδωτικά που βρίσκονται στα φύλλα του φυτού Camellia sinensis. Μάλιστα, το τσάι είναι ένα από τα λίγα τρόφιμα που έχει πολύ υψηλή περιεκτικότητα σε πολυφαινόλες, 36% στα φρέσκα φύλλα του φυτού. Οι κυρίαρχες πολυφαινόλες του τσαγιού είναι τα φλαβονοειδή. Ανάλογα με την προέλευση του τσαγιού και τον τρόπο παρασκευής του, ένα φλιτζάνι (235 mL) περιέχει 140-300 mg φλαβονοειδών, περίπου 4 φορές μεγαλύτερη ποσότητα από το κόκκινο κρασί. Ταφλαβονοειδή φαίνεται ότι είναι «υπεύθυνα» για πολλά από τα οφέλη του τσαγιού, λόγω των μοναδικών βιολογικών τους ιδιοτήτων. Φλαβονοειδή υπάρχουν σε όλα τα είδη τσαγιού, αλλά λόγω της διαφορετικής ζύμωσης στην οποία υπόκεινται, το μαύρο και το πράσινο τσάι περιέχουν διαφορετικά είδη φλαβονοειδών. Συγκεκριμένα, το μαύρο τσάι έχει μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε σύνθετα φλαβονοειδή, όπως η θειορουβικίνη και η θειοφλαβίνη, ενώ στο πράσινο τσάι περιέχονται κυρίως απλά φλαβονοειδή, όπως οικατεχίνες.

Η αντιοξειδωτική ικανότητα του πράσινου τσαγιού υπερβαίνει εκείνη του μαύρου, καθώς οι κατεχίνες είναι τα πιο σημαντικά φλαβονοειδή. Η χημική σύνθεση του πράσινου τσαγιού, παρόμοια με εκείνη των φρέσκων φύλλων του φυτού, έχει 25% περιεκτικότητα σε κατεχίνες. Κατά τη διάρκεια της παρασκευής του Ουλόνγκ και του μαύρου τσαγιού, μέρος των κατεχινών των πράσινων φύλλων τσαγιού συμπυκνώνονται και σχηματίζοντας άλλες ενώσεις (θεοφλαβίνες και θεορουβικίνες). Στη διαδικασία αυτή οφείλεται η χαμηλότερη αντιοξειδωτική ικανότητα του μαύρου τσαγιού.

Η κατανάλωση τσαγιού έχει φανεί ότι αυξάνει το αντιοξειδωτικό δυναμικό του αίματος και συγκεκριμένα τα επίπεδα κατεχινών. Ωστόσο, μεγάλη σημασία για την δράση των αντιοξειδωτικών δεν έχει μόνο η ποσότητα, αλλά και η ποιότητά τους. Έχει φανεί ότι οι γαλλικοί εστέρες επιγαλλοκατεχίνης κι επικατεχίνης που περιέχονται στο τσάι, είναι τα πιο ισχυρά αντιοξειδωτικά. Μάλιστα το τσάι ξεπέρασε σε αντιοξειδωτική δράση τα διάφορα είδη σοκολάτας αλλά και τα περισσότερα λαχανικά που μελετήθηκαν. Απολαύστε λοιπόν το τσαγάκι σας, ζεστό ή κρύο και συλλέξτε πολύτιμα αντιοξειδωτικά!

Σε συνεργασία με το mednutrition.gr