του Δημήτρη Μπερτζελέτου Διαιτολόγος Διατροφολόγος, MSc
Συζητώντας με φίλους έχω καταλάβει το εξής απλό: κανείς δε συμπαθεί τους φόρους, πόσο μάλλον αυτών που σχετίζονται με την απόλαυση του φαγητού τους..
Η Δανία μια από τις πρώτες χώρες που επέβαλε «φόρο λίπους» (2011) για προϊόντα που περιείχαν κορεσμένα λιπαρά πάνω από 2,3% είναι το πρώτο πείραμα. Αυτό το πείραμα φαίνεται να εγκαταλείπεται. Υπό την έντονη πίεση από την βιομηχανία τροφίμων σε μια ήδη σχετικά εξαρτώμενη οικονομία (από τις βιομηχανίες τροφίμων), η δανέζικη κυβέρνηση έχει καταργήσει το «φόρο λίπους» και φαίνεται να εγκαταλείπει μια επικείμενη φορολόγηση επί των σακχάρων. Οι κάτοικοι στη Δανία δε συμπάθησαν ιδιαίτερα αυτό το μέτρο, βλέπεις πολλοί εργάζονται σε γαλακτοβιομηχανίες, σε σοκολατοποιίες ή εταιρείες παραγωγής κρεατοσκευασμάτων..
Η δανέζικη περίπτωση
Ο φόρος επί των κορεσμένων λιπαρών είχε προταθεί από επιτροπές εμπειρογνωμόνων και εισήχθη με την πλειοψηφία στο δανέζικο κοινοβούλιο, ως μέρος ενός μεγαλύτερου πακέτου οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Πολλοί παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των εκπροσώπων της βιομηχανίας τροφίμων και των επιστημόνων της διατροφής αντέδρασαν αρνητικά στον εν λόγω φόρο, υποστηρίζοντας ότι βλάπτει την οικονομία και δεν πρόκειται να έχει καμία θετική επίδραση στην υγεία. Συνασπίστηκαν δανέζικες επιχειρήσεις τροφίμων και οργάνωσαν εκστρατεία για κατάργηση του φόρου. Ο συνασπισμός αυτός επιχειρηματολόγησε για το ότι οι φόροι στο λίπος και τη ζάχαρη θα προκαλούσαν την απώλεια πάνω από 1300 θέσεις εργασίας, θα δημιουργούσαν υψηλά διοικητικά κόστη και αύξηση των διασυνοριακών αγορών (λόγω στενής γειτνίασης και εύκολης πρόσβασης σε πολλές χώρες). Λίγοι υπήρξαν «υπερασπιστές» για την εισαγωγή του φόρου. Ο όρος ‘Δημόσια Υγεία’ απέκτησε εξέχοντα ρόλο, αλλά τελικά ο νόμος καταργήθηκε.
Προφανώς η φορολόγηση του λίπους μπορεί να αυξήσει τα έσοδά της κυβέρνησης, αλλά και μακροπρόθεσμα να μειώσει το κόστος που συνδέεται με ασθένειες που σχετίζονται με την παχυσαρκία, αλλά και να αυξήσει την υγεία και τη μακροζωία. Όμως, ένα έτος εφαρμογής (τόσο διήρκεσε στη Δανία) δεν είναι ικανό να δώσει αξιολογήσιμα συμπεράσματα όσον αφορά τις επιπτώσεις στην υγεία. Η φορολόγηση αυτή του λίπους στη Δανία έφερε έσοδα περί τα 216 εκατομμύρια δολάρια. Μετά την κατάργησή του, είναι σίγουρο ότι αυτή η απώλεια εσόδων (από το κράτος) θα έχει γίνει ήδη προσπάθεια να αντισταθμιστεί από άλλους έμμεσους και άμεσους φόρους. Με λίγα λόγια εδώ τίθεται το εξής: «είναι δίκαιος ένας φόρος λίπους- αναφερόμενος είτε στο περιεχόμενο λίπος, τη ζάχαρη, το αλάτι.. ή ας βρει το κράτος άλλο τρόπο να μαζεύει λεφτά από τους πολίτες του;».
Η ευρωπαϊκή έκθεση όσον αφορά τους φόρους τροφίμων (2014)
Λοιπόν, ο σκοπός φορολόγησης λιπαρών ή υπερθερμιδογόνων (καλύτερα) τροφίμων πρέπει να είναι η μείωση των πωλήσεων τους. Μια πρόσφατη έκθεση της ΕΕ (“Food taxes and their impact on competitiveness in the agri-food sector, a study”-16.7.2014) λέει ότι μη εναρμονισμένοι φόροι σε προϊόντα πλούσια σε ζάχαρη, αλάτι και λιπαρά φαίνεται ότι επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα στη βιομηχανία αγροτοδιατροφικών προϊόντων, ιδίως τις μικρές επιχειρήσεις του κλάδου.
Η εν λόγω έκθεση της ΕΕ εξέταζε 3 παράγοντες:
α. την επίδραση στην κατανάλωση,
β. την επίδραση στην ανταγωνιστικότητα,
γ. την επίδραση στις διασυνοριακές συναλλαγές.
Όσον αφορά το α. (επίδραση στην κατανάλωση), σύμφωνα με την έκθεση αυτή οι καταναλωτές οδηγούνται:
από τη μια στη μείωση κατανάλωσης «υπερφορολογημένων λιπαρών τροφίμων»,
αλλά από την άλλη στην αγορά φθηνότερων μαρκών των υπερφορολογημένων τροφίμων..
Όσον αφορά το β. (επίδραση στην ανταγωνιστικότητα), η έκθεση μάς λέει ότι υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι μπορεί να επηρεάζονται αρνητικά η κερδοφορία, η απασχόληση και οι επενδύσεις των εταιρειών τροφίμων που πλήττονται. Όλα αυτά, χωρίς να υπάρχουν οριστικά συμπεράσματα, λόγω του περιορισμένου αριθμού των διαθέσιμων περιπτώσεων (λίγες χώρες εφαρμόζουν έναν τέτοιου είδους νόμο), αλλά και του μειωμένου χρόνου εφαρμογής του. Πάντως, η ανταγωνιστικότητα των μεμονωμένων επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (μΜΕ), μέσα σε μια χώρα της ΕΕ μπορεί να επηρεαστεί πιο άμεσα από αυτούς τους φόρους.
Όσον αφορά το γ. (επίδραση στις διασυνοριακές συναλλαγές), υπάρχει ένα εύλογο επιχείρημα που εναντιώνεται στην υπερφορολόγηση συγκεκριμένων τροφίμων, το οποίο λέει ότι η αύξηση της τιμής των αγαθών σε σχέση με τις τιμές των αντίστοιχων προϊόντων στις γειτονικές χώρες, όπου δεν υπάρχει τέτοιος φόρος, έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των διασυνοριακών αγορών. Πάντως, η μελέτη διαπίστωσε ότι οι αυξήσεις στις διασυνοριακές αγορές ήταν περιορισμένες και ότι άλλοι παράγοντες (λοιποί φόροι επί των τροφίμων και ποτών) επιδρούν πιο σημαντικά στις διασυνοριακά ψώνια..
Και τώρα ..‘nutripolitics’
Οι φόροι επί των τροφίμων και οι συνέπειες που απορρέουν από την εισαγωγή τους, είναι ένα εξαιρετικά πολύπλοκο και debated θέμα. H μικρή χώρα μας της ελεύθερης αγοράς, των μικρών τοπικών επιχειρήσεων, των πολλών εισαγόμενων τροφίμων, αλλά και των πολλών παραδοσιακών τροφίμων, που γειτνιάζει με χώρες που καραδοκούν με ανταγωνιστικά προϊόντα (λευκό τυρί, γιαούρτια, κρεατοσκευάσματα) δεν μπορεί να κερδίσει πολλά από τέτοιες φορολογήσεις. Μπορεί στην αρχή ενός τέτοιου μέτρου να υπάρχουν κάποια επιπρόσθετα έσοδα, γρήγορα όμως οι καταναλωτές θα στραφούν στις φθηνότερες επιλογές που τους δίνει η ελεύθερη αγορά και πιθανώς οι «καραδοκούντες γείτονες».
Το σημαντικότερο όμως όλων που είναι η καλύτερη υγεία των καταναλωτών, για το οποίο δε μιλήσαμε πολύ θα πρέπει πρώτα να απαντήσουμε σε ερωτήματα τύπου:
Ποιες είναι οι προθέσεις ενός τέτοιου φορολογικού μέτρου η είσπραξη χρημάτων ή η προάσπιση της Δημόσιας Υγείας ή και τα δύο; Ένας τέτοιος φόρος μπορεί να πετύχει τους στόχους του; Αποτελεί καλή πολιτική για τη Δημόσια Υγεία; Υπάρχουν τρόφιμα «κατάλληλα για φορολόγηση»; Τι θα πρέπει οι κυβερνήσεις να κάνουν για τη μείωση των διατροφικών παραγόντων κινδύνου για την παχυσαρκία;
Για την απάντηση των παραπάνω ερωτημάτων θα πρέπει να έχουμε στη σκέψη μας τα παρακάτω:
Αν οι προθέσεις είναι η μείωση της παχυσαρκίας, τότε πέρα από την είσπραξη των χρημάτων από τέτοιου είδους φόρους πρέπει να υπολογίσεις και που θα κατευθύνονται αυτοί οι πόροι. Ένα παράδειγμα είναι να επενδύσεις σε «καλά για την υγεία τρόφιμα» ως αντίβαρο, με τους εν λόγω πόρους. Λες λοιπόν «βάζω φόρο στο λίπος και τα χρήματα που θα εισπράξω και θα τα πάω εκεί..». Το να λες θέλω πάλι σε πλήρη λειτουργία τη βιομηχανία της ζάχαρης και ταυτόχρονα να εισπράττεις μεγαλύτερους φόρους από προϊόντα της, τότε ήδη σαμποτάρεις το στόχο υγείας και λειτουργείς ως αμοραλιστής. Ας παράγεις ζάχαρη, βαθμιαία όμως αυτή την παραγωγή να την μειώνεις μέσω δεσμευτικού χρονοδιαγράμματος και με τη βοήθεια επιστημόνων να επενδύσεις βαθμιαία και αυξητικά σε υποκατάστατά της (πχ στέβια).
Και για να μην αυτομαστιγωνόμαστε, εδώ πρέπει να πούμε ότι και οι Δανοί δε μας τα είπαν καλά εν τέλει, καθώς λίγο μετά (!) την κατάργηση του φόρου, δημοσιεύτηκε έρευνα που έδειχνε ότι η κατανάλωση κορεσμένου λίπους είχε μειωθεί στη Δανία (Febr 2015, Eur J Clin Nutr). Δηλαδή ο καλός και ηθικός στόχος υγείας που είναι η μείωση της κατανάλωσης κορεσμένων λιπαρών δεν ελήφθη πολύ σοβαρά υπόψιν.
Χωρίς να μακρηγορούμε πρέπει γρήγορα να μεταβούμε στα παρακάτω:
Να υπάρχουν εναρμονισμένοι ευρωπαϊκοί νόμοι σε τρόφιμα. Ναι ας επιλεγούν και να υπερφορολογηθούν τρόφιμα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο κυρίως επεξεργασμένα, που είναι πλούσια σε λίπος, ζάχαρη, αλάτι. Όμως, να λαμβάνουμε υπόψιν ότι οι έμμεσοι φόροι είναι συνήθως άδικοι για τους πολλούς, οπότε σίγουρα πρέπει να μεταβούμε και σε πολιτικές άμεσων φόρων (πχ απευθείας σε εταιρείες ή επαγγελματίες που παράγουν ανθυγιεινά τρόφιμα). Να μην ξεχνάμε το διαχωρισμό επεξεργασμένων και φυσικών τροφίμων και τη σχέση τους με το ενεργειακό κόστος και τις τοπικές κουλτούρες. Να υπάρχει πανευρωπαϊκή καμπάνια, αλλά και εγχώρια. Να επιδοτηθούν καινοτόμα φιλικά προϊόντα που θα υποκαθιστούν με επάξιο τρόπο τα ζημιογόνα για την υγεία των ανθρώπων αντίστοιχα προϊόντα. Να σκεφτόμαστε τη βιωσιμότητα τοπικών ποικιλιών και να μην ξεχνάμε ότι δεν είναι τυχαίο ότι η Ευρώπη είναι η περιοχή που γεννήθηκε το slow food, που σύνθημα του είναι το «καλή, καθαρή και δίκαια τροφή»..
Ε αυτό το τελευταίο σύνθημα ας είναι η γραμματική μας..