Οι διαγνώσεις καρκίνου του μαστού αυξάνονται σταθερά σε γυναίκες κάτω των 50 ετών τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αλλά ειδικά τα τελευταία χρόνια καταγράφεται απότομη αύξηση των περιστατικών, σύμφωνα με μελέτη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον.
Οι ερευνητές είπαν ότι η καταγραφή της αύξησης περιστατικών καρκίνου σε νεότερες γυναίκεςοφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση του αριθμού των γυναικών που διαγιγνώσκονται συγκεκριμένα με όγκους θετικούς σε υποδοχείς οιστρογόνων (που τροφοδοτούνται από οιστρογόνα).
«Για τις περισσότερες γυναίκες, ο τακτικός έλεγχος για τον καρκίνο του μαστού δεν ξεκινά πριν από την ηλικία των 40 ετών, επομένως οι νεότερες γυναίκες που διαγιγνώσκονται με καρκίνο του μαστού τείνουν να έχουν όγκους μεταγενέστερου σταδίου, όταν η νόσος είναι πιο προχωρημένη και πιο δύσκολη στη θεραπεία», είπε ο επικεφαλής της μελέτης.
«Τα αποτελέσματα της νέας μελέτης θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμα ώστε να δοθεί έμφαση στον εντοπισμό νεαρών γυναικών που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο να αναπτύξουν πρώιμο καρκίνο του μαστού. Θα μπορούσαμε να σχεδιάσουμε και να αξιολογήσουμε διάφορες παρεμβάσεις σε κλινικές δοκιμές, προκειμένου να δούμε αν μπορούμε να μειώσουμε αυτόν τον κίνδυνο», είπαν οι ερευνητές.
Η ερευνητική ομάδα ανέλυσε δεδομένα από περισσότερες από 217.000 γυναίκες στις Ηνωμένες Πολιτείες που είχαν διαγνωστεί με οποιοδήποτε τύπο καρκίνου του μαστού από το 2000 έως το 2019.
Το 2000, η συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του μαστού σε γυναίκες ηλικίας 20 έως 49 ετών ήταν περίπου 64 περιπτώσεις ανά 100.000 άτομα.Τα επόμενα 16 χρόνια, αυτό το ποσοστό αυξήθηκε αργά και έφθασε περίπου στο 0,24% ετησίως. Μέχρι το 2016, το ποσοστό είχε φτάσει περίπου τις 66 περιπτώσεις ανά 100.000.
Μετά το 2016 όμως, για λόγους που οι ερευνητές δεν γνωρίζουν, υπήρξε μία απότομη αύξηση και ξαφνικά το ποσοστό έφθασε το 3,76% ετησίως. Μέχρι το 2019, δηλαδή μόνο τρία χρόνια αργότερα, το ποσοστό είχε φτάσει τις 74 περιπτώσεις ανά 100.000.
«Μια επιπλέον ενδιαφέρουσα πτυχή των δεδομένων είναι ότι η αύξηση των ποσοστών εμφάνισης καρκίνου του μαστού οφείλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην αύξηση των όγκων που είναι θετικοί στους υποδοχείς οιστρογόνων», είπαν οι ερευνητές.
Αυτοί οι όγκοι έχουν πρωτεΐνες στις επιφάνειές τους, που συνδέονται με τα οιστρογόνα, τα οποία τροφοδοτούν την ανάπτυξη του όγκου. Στην πραγματικότητα, η συχνότητα εμφάνισης όγκων χωρίς τον υποδοχέα οιστρογόνου μειώθηκε κατά τη διάρκεια των 20 ετών, για τα οποία ανέλυσαν δεδομένα οι ερευνητές.
«Πρέπει να καταλάβουμε τι προκαλεί την αύξηση στους όγκους που είναι θετικοί στους υποδοχείς οιστρογόνων. Ελπίζουμε επίσης να μάθουμε πολλά από τη μείωση των όγκων που είναι αρνητικοί στους υποδοχείς οιστρογόνων. Εάν μπορούμε να καταλάβουμε τι προκαλεί αυτή τη μείωση, ίσως μπορέσουμε να το εφαρμόσουμε σε προσπάθειες μείωσης ή πρόληψης άλλων τύπων όγκων του μαστού», είπαν οι ερευνητές.
Οι ερευνητές έδειξαν επίσης αύξηση στις διαγνώσεις όγκων σταδίου 1 και σταδίου 4 και μείωση στις διαγνώσεις όγκων σταδίου 2 και 3.
Εκτιμούν ότι αυτό δείχνει πως οι βελτιώσεις στον προσυμπτωματικό έλεγχο τις τελευταίες δύο δεκαετίες, και ίσως η μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση σχετικά με το οικογενειακό ιστορικό και τους γενετικούς παράγοντες κινδύνου για καρκίνο του μαστού, οδήγησαν στον εντοπισμό πολλών όγκων, πολύ νωρίτερα. Δείχνει επίσης ότι όταν οι όγκοι σταδίου 1 δεν εντοπίζονται σε νεότερες γυναίκες, υπάρχει η τάση να μην εντοπίζονται μέχρι να φθάσουν στο στάδιο 4.
Οι ερευνητές βρήκαν επίσης διαφορές στον κίνδυνο καρκίνου του μαστού ανά έτος γέννησης. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι υπάρχει 20% αυξημένος κίνδυνος καρκίνου του μαστού στις γυναίκες που γεννήθηκαν το 1990 σε σύγκριση με τις γυναίκες που γεννήθηκαν το 1955.
Η άποψή μου
Θα συμβούλευα τις γυναίκες κάτω των 40 ετών (οι περισσότερες από τις οποίες δεν έχουν ξεκινήσει να κάνουν κάθε χρόνο μαστογραφία, υπέρηχο μαστών και μαστολογική εξέταση) να κάνουν αυτοεξέταση κάθε μήνα και να παρατηρούν με μεγάλη προσοχή εάν υπάρχει οποιαδήποτε αλλαγή στο στήθος τους.
Νεαρές γυναίκες με επιβαρυμένο οικογενειακό ιστορικό καρκίνου μαστού, θα πρέπει να ξεκινούν πολύ νωρίτερα (από 25-30 ετών) τον απεικονιστικό έλεγχο με υπερηχογράφημα.
Τέλος, να λαμβάνουν σοβαρά υπόψιν επιβαρυντικούς παράγοντες όπως το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ και το υπερβολικό βάρος.
Οι κατευθυντήριες οδηγίες μπορεί να αναφέρουν τακτικό προληπτικό έλεγχο από τα 40, αλλά κάθε γυναίκα είναι διαφορετική περίπτωση και ανάλογα με το προσωπικό της ιστορικό, μπορούμε να ακολουθήσουμε διαφορετική τακτική προληπτικών ελέγχων.
https://jamanetwork.com/journals/jamanetworkopen/fullarticle/2814306