Νέα μεγάλη μελέτη έδειξε ότι δεν υπάρχει σημαντική συνολική διαφορά στις γεννήσεις ζωντανών μωρών ανάμεσα στις κυήσεις που έγινε εμβρυομεταφορά την 3η μέρα σε σχέση με εκείνες που έγιναν την 5η μέρα στη φάση της βλαστοκύστης.
Τα στοιχεία έδειξαν όμως ότι οι γυναίκες ηλικίας άνω των 36 ετών έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας εάν γίνει μεταφορά βλαστοκύστης (εμβρύου 5ης ημέρας).
Τα ευρήματα από τη μελέτη “Three or Five (ToF)”, στην οποία έλαβαν μέρος περισσότερες από 1000 γυναίκες με καλή πρόγνωση, οι οποίες έκαναν εξωσωματική γονιμοποίηση ή μικρογονιμοποίηση ωαρίου στην Ολλανδία. Όλες ήταν γυναίκες που είχαν 4 ή περισσότερα έμβρυα τη δεύτερη ημέρα της καλλιέργειας).
Στην παρουσίασή της στο ετήσιο συνέδριο της ESHRE, η Simone Cornelisse από το πανεπιστημιακό ιατρικό κέντρο Radboud στο Nijmegen, τόνισε ότι οι κλινικές θα πρέπει να θεωρούν την ηλικία της γυναίκας ως σημαντικό παράγοντα στη θεραπεία.
«Σε γυναίκες με τέσσερα ή περισσότερα έμβρυα από εξωσωματική γονιμοποίηση ή μικρογονιμοποίηση ωαρίου, δεν υπάρχει συνολική διαφορά στο σωρευτικό ποσοστό ζώντων γεννήσεων, αλλά φαίνεται λογικό να ακολουθείται μια πολιτική εμβρυομεταφοράς με βάση την ηλικία της γυναίκας», είπε η Cornelisse.
Το πρωταρχικό αποτέλεσμα για τη μελέτη ToF ήταν αρθριστικά οι γεννήσεις ζώντων μωρών ανά ωοληψία, συμπεριλαμβανομένων των εμβρυομεταφορών κατεψυγμένων-αποψυγμένων εμβρύων εντός 12 μηνών. Οι 1202 ασθενείς στη μελέτη είχαν επισκεφθεί 21 ολλανδικά κέντρα γονιμότητας και ήταν ηλικίας 18-43 ετών. Τυχαία χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και έγιναν οι εμβρυομεταφορές είτε την 3η είτε την 5η ημέρα. Τα υπόλοιπα έμβρυα κρυοσυντηρήθηκαν.
Η τακτική της μεταφοράς εμβρύων 5ης ημέρας (βλαστοκύστης) έχει πλέον υιοθετηθεί παγκοσμίως επειδή θεωρείται πιο ασφαλής, είπε ο Cornelisse, με βάση στοιχεία που δείχνουν ότι μόνο τα έμβρυα που μπορούν να επιβιώσουν φτάνουν στην 5η ημέρα και ως εκ τούτου «αυτό-επιλέγονται» για μεταφορά, γεγονός που αυξάνει τις πιθανότητες γέννησης ζωντανού μωρού.
Όπως αναμενόταν, τα αποτελέσματα έδειξαν σημαντικά υψηλότερο ποσοστό γέννησης ζωντανών μωρών στις περιπτώσεις μεταφοράς φρέσκων εμβρύων 5ης ημέρας (37%) σε σχέση με 3ης ημέρας (29,5%). Ωστόσο, οι πιθανότητες μιας συνεχιζόμενης ή κλινικής εγκυμοσύνης ήταν 30,2% στα έμβρυα 5ης μέρας έναντι 37,6% στα έμβρυα τρίτης μέρας, πιθανότητες που η Cornelisse περιέγραψε ως «οριακά σημαντική», αλλά εξακολουθεί να είναι υπέρ της μεταφοράς εμβρύων 5ης ημέρας. Τα ποσοστά αποβολών ήταν 12,5% για τα έμβρυα 3ης μέρας και 9,8% για τα έμβρυα 5ης μέρας.
Τα αποτελέσματα δεν έδειξαν διαφορά στο σύνολο γέννησης ζωντανών μωρών για την ομάδα των εμβρύων 5ης ημέρας (58,9%) και την ομάδα της 3ης ημέρας (58,4%). Τα πράγματα όμως άλλαξαν όταν αναλύθηκαν τα στοιχεία ανά ηλικιακή ομάδα.
Στις γυναίκες άνω των 36 ετών ήταν σαφής η υπεροχή της μεταφοράς εμβρύων 5ης ημέρας (52,1% έναντι 43,1%), τα οποία έγιναν ακόμη πιο έντονα από την ηλικία των 37 ετών και μετά. Το συνολικό ποσοστό γέννησης ζωντανών μωρών για τις γυναίκες ηλικίας 36 ετών και κάτω ήταν 62,6% για τα έμβρυα 3ης ημέρας και 67,1% για τα έμβρυα 5ης ημέρας.
Ο κίνδυνος πρόωρου τοκετού (32η-37η εβδομάδα κύησης) για γυναίκες που είχαν κάνει μεταφορά βλαστοκύστης ήταν σχεδόν διπλάσιος σε σχέση με τη μεταφορά εμβρύων 3ης ημέρας (8,8% έναντι 4,6% αντίστοιχα.
https://www.focusonreproduction.eu/article/ESHRE-News-COP23_cornelisse