Η Monica, μια νεαρή και φιλόδοξη κοπέλα από μια επαρχιακή πόλη, είναι αποφασισμένη να τα καταφέρει ως τραγουδίστρια τη δεκαετία του ’60, μέσα στα εντυπωσιακά jazz club της Στοκχόλμης ή και της Νέας Υόρκης.


Τη χρυσή εποχή της jazz, μια όμορφη αλλά και αισθησιακή γυναίκα αφοσιώνεται στην καριέρα των ονείρων της και γίνεται μια εκπληκτική τραγουδίστρια και ηθοποιός. Πίσω όμως από όλη αυτή τη λάμψη, η Monica δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει τη σκοτεινή πλευρά της δόξας και της επιτυχίας. Τα συνεχή ξενύχτια για δουλειά αλλά και διασκέδαση ανατρέπουν τις ισορροπίες της, και η ζωή της καταλήγει να αποτελείται από ασταθείς ερωτικές σχέσεις, έναν πατέρα τον οποίο δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιήσει και μία κόρη για την οποία δεν θα αποτελέσει ποτέ την ιδανική μητέρα. Η Monica αισθάνεται όλο και περισσότερο μπερδεμένη, και όταν φτάνει το πρωί, τη βρίσκει μόνη με ένα κοκτέιλ στο χέρι. Είναι άραγε ένας δρόμος χωρίς επιστροφή;

ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ MONICA ZETTERLUND
Η ταινία ‘Βαλς για τη Μόνικα’ περιγράφει την πραγματική ιστορία της θρυλικής τραγουδίστριας της jazz, Monica Zetterlund, και την περίοδο της μεγάλης της καταξίωσης κατά τη δεκαετία του ’60. Εκτός από ταλαντούχα τραγουδίστρια όμως, η Monica ήταν επίσης και μια επιτυχημένη ηθοποιός της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, και όλοι στη Σουηδία θα τη θυμούνται ως μια σταρ με ανθρώπινο πρόσωπο, που δε δίσταζε να παραδεχτεί τις αδυναμίες και τις αποτυχίες της. H ζωή της ήταν γεμάτη μοναδικές εμπειρίες: την είχαν φλερτάρει μεγάλα ονόματα όπως ο Marlon Brando και ο Miles Davis, έπινε σαμπάνια με τον Sammy Davis Jr, έκανε παρέα με τον Stan Getz, είχε τραγουδήσει για εκατομμύρια Αμερικάνους στο “The Steve Allen Show”, πήρε δύο φορές μέρος στη Eurovision και είχε συμμετάσχει στην προεκλογική εκστρατεία του Olof Palme. 
Η σχέση της Monica με την jazz ξεκίνησε σε πολύ μικρή ηλικία, μέσω του καλλιτέχνη πατέρα της Bengt, και όταν συμπλήρωσε τα 14 τής πρότειναν να κάνει φωνητικά στη μπάντα του. Ο Bengt της είχε θέσει πολύ αυστηρούς κανόνες για το πώς να τραγουδά και μάλιστα, μεταξύ αστείου και σοβαρού, της έλεγε: «Αν κάνεις μια νότα λάθος, θα σε σκοτώσω». Αυτά τα υψηλά standard υιοθέτησε σε όλη της την καριέρα, κι εκεί μάλλον οφειλόταν και το τρακ που πάντα ένιωθε πάνω στη σκηνή. 
Το 1957 την ανακάλυψε ένας κυνηγός ταλέντων στην Κοπενχάγη, και πολύ σύντομα βρέθηκε να  τραγουδά δίπλα σε μεγάλα ονόματα, έκανε τις πρώτες ηχογραφήσεις της σε στούντιο και εμφανίστηκε σε jazz club στο Παρίσι ενώ ταξίδεψε στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη. Η μεγάλη επιτυχία όμως έφτασε το 1958, όταν ο Bandleader Arne Domnérus την έπεισε να τραγουδήσει στο jazz club Nalen της Στοκχόλμης: μετά από αυτές τις εμφανίσεις κατονομάστηκε διεθνώς «η μεγάλη ανακάλυψη της jazz» και στη συνέχεια ηχογράφησε το πρώτο της προσωπικό άλμπουμ με τίτλο “Swedish Sensation!”, στο οποίο τραγουδούσε στα αγγλικά.
Η μετάβαση από την «ταλαντούχα τραγουδίστρια» στην «αισθησιακή σταρ» έγινε μετά το 1961-62, όταν η Monica ξεκίνησε να τραγουδά jazz στα σουηδικά. Η αρχή έγινε με το τραγούδι του Nat King Cole “Walking My Baby Back Home”, το οποίο ο Beppe Wolgers απέδωσε στα σουηδικά δίνοντάς του τον τίτλο “Sakta vi gå genom stan” (ελεύθερη μετάφραση: “Περιπλανιόμαστε αργά μέσα στην πόλη”). Το τραγούδι αυτό έγινε η αντιπροσωπευτική μελωδία της Monica και συνδέθηκε στενά με τη Στοκχόλμη, παρά την ουσιαστικά αμερικανική «καταγωγή» του. Στη συνέχεια ακολούθησε μία από τις κορυφαίες στιγμές στην καριέρα της: το άλμπουμ “Waltz for Debby”, αποτέλεσμα της συνεργασίας της με τον αμερικανό πιανίστα Bill Evans.
Το φιλμ ‘Βαλς για τη Μόνικα’ εστιάζει στην περίοδο γύρω στο 1965, όπου η Monica συνεργάζεται στενά με το ντουέτο κωμικών ηθοποιών Tage Danielsson και Hans Alfredson, ενώ έχει μετακομίσει σε ένα σπίτι στο νησί Lidingö της κεντρικής Στοκχόλμης. Γύρω στα 30 πια, προσπαθεί να αντιμετωπίσει τους δαίμονες της ζωής της: τον εθισμό της στο αλκοόλ σε συνδυασμό με τις φαρμακευτικές θεραπείες που λαμβάνει για ένα χρόνιο πρόβλημα στην πλάτη της, τα οποία την εμποδίζουν στις live εμφανίσεις της. Ταυτόχρονα πρέπει να φροντίσει και την κόρη της, Eva-Lena, την οποία απέκτησε στα 17 της αν και ποτέ δεν κατάφερε να μπει πραγματικά στο ρόλο της μητέρας. Τη συγκεκριμένη περίοδο έκανε ένα ντουέτο με τον Harry Belafonte για τον Martin Luther King, συνδέθηκε με τον σουηδό Πρωθυπουργό Tage Erlander, και έκλεψε την παράσταση με την ερμηνεία της στην επική ταινία “The Emigrants” του Wilhelm Moberg. Σιγά σιγά όμως άρχισε να αποτραβιέται, για να καταλήξει μόνη με τον τρίτο και τελευταίο της σύζυγο, Sture Åkerberg, με τον οποίον παντρεύτηκε το 1974.
Η τελευταία παραγωγική περίοδος της ζωής της Zetterlund ήταν η διετία 1992-93, όπου κυκλοφόρησε το cd “Topaz” και την αυτοβιογραφία της “Hågkomster ur ett dåligt minne” (την οποία έγραψε μαζί με τον Tom Alandh), ενώ παράλληλα εμφανίστηκε στην τηλεοπτική σειρά “Morsarvet”. Λίγα χρόνια μετά, τo 1995, η συλλογή cd “Lingonris” σημείωσε σημαντικές πωλήσεις. Στη συνέχεια όμως η Monica αποσύρθηκε σταδιακά από τη δημοσιότητα λόγω της επιδείνωσης του προβλήματος στη μέση της, που τελικά την καθήλωσε στην αναπηρική καρέκλα προς το τέλος της ζωής της. Πέθανε σε ηλικία 67 ετών το 2005 και τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό της ο Klas Gustafsson έγραψε τη βιογραφία της με τίτλο “Enkel vacker öm”.
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ, PER FLY 
«Περιγράφοντας την αίγλη και το ελεύθερο πνεύμα των αρχών της δεκαετίας του εξήντα, το έργο αγγίζει ταυτόχρονα ένα πολύ σύγχρονο θέμα: το πώς μπορεί κάποιος να χάσει τον εαυτό του την ίδια ώρα που πραγματοποιεί τις φιλοδοξίες του. Η Monica έγινε ένας ζωντανός θρύλος που αγαπήθηκε βαθιά από το σκανδιναβικό κοινό, χωρίς όμως η ίδια να καταφέρει να βρει την αγάπη».

Πηγή: Film Bulletin
Επιμέλεια Νικόλας Αρώνης

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης