Το γεμάτο ένταση θρίλερ «No Escape» διηγείται την ιστορία ενός Αμερικανού επιχειρηματία (Όουεν Ουίλσον), ο οποίος μετακομίζει με την οικογένειά του στη Νοτιοανατολική Ασία.
Οι εξεγέρσεις που ξεσπούν λόγω της πολιτικής αστάθειας της περιοχής, τον αναγκάζουν να αναζητήσει εσπευσμένα ασφαλές καταφύγιο για εκείνον και την οικογένειά του, καθώς η πόλη δέχεται βίαιες επιθέσεις από αντάρτες.
Η ταινία φέρει τη σκηνοθετική υπογραφή του Τζον Έρικ Ντάουντλ, σε σενάριο του ιδίου και του αδελφού του, Ντρου. Στην ταινία πρωταγωνιστούν επίσης οι Πιρς Μπρόσναν και Λέικ Μπελ.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Ο Τζον Ντόουντλ εμπνεύστηκε την ταινία το 2006 κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Ταϊλάνδη με τον πατέρα του. Λίγες ημέρες πριν ξεκινήσουν τις διακοπές τους, έγινε στρατιωτικό πραξικόπημα στη χώρα. Χάρη στην επιμονή του πατέρα του, που επέμενε ότι επρόκειτο για μια ειρηνική διαφωνία, αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν το ταξίδι.
Παρά την παρουσία αρμάτων στους δρόμους και την απαγόρευση κυκλοφορίας που ίσχυε, η ατμόσφαιρα δεν απέπνεε κίνδυνο και τελικά το ταξίδι τους κύλησε ομαλά. Ο Τζον όμως, αναρωτιόταν πώς θα ήταν αν τα πράγματα δεν εξελίσσονταν έτσι. Η ιδέα του να είσαι ένας ξένος, εγκλωβισμένος σε μια χώρα που πλήττεται από εμφύλιο, έμοιαζε τρομακτική, πολύ περισσότερο δε, αν είχες μαζί σου και τα παιδιά σου.
Όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ, συζήτησε την ιδέα του με τον αδερφό του, Ντρου, ο οποίος ενθουσιάστηκε από την πρώτη στιγμή. Εκείνη την εποχή, ολοκλήρωναν μια άλλη ταινία, και η ιδέα του ΧΩΡΙΣ ΔΙΕΞΟΔΟ επρόκειτο να είναι το επόμενο project τους. Η συνεργασία τους ήταν πολύ εύκολη.
Τα δύο αδέρφια μεγάλωσαν μαζί, έχουν μικρή διαφορά ηλικίας και μοιράζονταν το ίδιο δωμάτιο μέχρι και την εποχή που ξεκίνησαν τις σπουδές τους. Μετά το πανεπιστήμιο, και οι δύο ήθελαν να ασχοληθούν με τη συγγραφή σεναρίων.
Επιπλέον, ο Τζον ήθελε να σκηνοθετήσει και ο Ντρου να ασχοληθεί με την παραγωγή. Κάπως έτσι σχημάτισαν μια αυτόνομη κινηματογραφική ομάδα. «Δεν μαλώνουμε συχνά. Θα λέγαμε ότι η σχέση μας είναι μάλλον αρμονική και πολλές φορές δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι δουλεύουμε,» σχολιάζει ο Τζον.
Το σενάριο χρειάστηκε έξι εβδομάδες για να γραφτεί. Το καλοκαίρι του 2007, κι ενώ ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν τα γυρίσματα του θρίλερ επιστημονικής φαντασίας QUARANTINTE – σε σενάριο δικό τους, και σκηνοθεσία του Τζον – αποφάσισαν ότι θα ήταν καλύτερα να τελειώσουν το σενάριο του ΧΩΡΙΣ ΔΙΕΞΟΔΟ, πριν αφοσιωθούν στην άλλη ταινία.
Για ένα πράγμα ήταν σίγουροι: ήθελαν ο βασικός χαρακτήρας, να είναι ένας καθημερινός άνθρωπος. Κι ενώ φαινόταν εύκολο και φυσικό να κατασκευάσουν έναν ρόλο στα μέτρα ενός ήρωα δράσης, και οι δύο κατέληξαν ότι το όραμά τους για την ταινία βασιζόταν στην ιδέα ότι ο Τζακ ήταν ένας απλός άνθρωπος, σαν αυτούς, καθόλου προετοιμασμένος για την κατάσταση που θα αντιμετώπιζε με την οικογένειά του.
«Ουσιαστικά είναι ένας άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες,» εξηγεί ο Ντρου. «Επίσης, θέλαμε τα παιδιά του να είναι σε μικρή ηλικία, όχι έφηβοι.» Οι Ντόουντλ είχαν πάει την νοτιοανατολική Ασία με την οικογένειά τους, όταν οι αδερφές τους ήταν πέντε και επτά ετών. Όταν έστηναν την πλοκή της ταινίας, χρησιμοποίησαν τις αναμνήσεις των αδερφών τους, από εκείνο το ταξίδι για να χτίσουν την ιστορία και το συναίσθημα. Οι δύο αδερφές τους μάλιστα, αποτέλεσαν την πηγή έμπνευσης για τους χαρακτήρες της Λούσι και της Μπις – που ενσαρκώνουν οι Στέρλινγκ Τζέρινς και Κλερ Γκίαρ.
Για να γυρίσουν την ταινία πέρασαν διά πυρός και σιδήρου και συνάντησαν τεράστια εμπόδια. Συναντήθηκαν με πέντε διαφορετικούς χρηματοδότες – μεταξύ των οποίων και ένα στούντιο – και χρειάστηκαν επτά χρόνια μέχρι να τα καταφέρουν. «Ήταν δύσκολη δουλειά,» θυμάται ο Τζον. «Το γεγονός ότι υπήρχαν παιδιά μέσα σε μια επικίνδυνη κατάσταση λειτουργούσε ανασταλτικά για πολλούς. Εμείς ξέραμε τι θέλαμε να κάνουμε, αλλά πολλοί αντιμετώπιζαν με επιφύλαξη το σενάριο, μέχρι τη στιγμή που είδαν την ταινία.»
Δύο φορές έφτασαν στην πηγή χωρίς να πιούν νερό μέχρι να εξασφαλίσουν τη χρηματοδότηση, 24 ώρες πριν φύγουν για την Ταϊλάνδη, όπου θα ξεκινούσαν τα γυρίσματα. «Ήταν ένα εφιάλτης και σίγουρα η πιο απογοητευτική στιγμή της καριέρας μας,» λέει ο Ντρου. «Οι μάνατζέρ μας και οι δικοί μας άνθρωποι μας έλεγαν ότι θα ήταν καλύτερα να το ξεχνούσαμε, ότι αυτή η ταινία δεν ήταν γραφτό να γίνει. Εμείς πάλι παρομοιάζαμε την ταινία με μια κακιά ‘γκόμενα’ – από αυτές που σου φέρονται χάλια, αλλά για κάποιο μυστήριο λόγο εσύ δεν ξεκολλάς από πάνω της. Τελικά όμως, τα καταφέραμε.»
Παρά τις δυσκολίες, οι Ντόουντλ κατάφεραν να κλείσουν σπουδαίους ηθοποιούς για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους: τον Όοουεν Ουίλσον (Τζακ), την Λέικ Μπελ (Άνι) και τον Πιρς Μπρόσναν (Χάμοντ).
Ο Ουίλσον πέρασε την οντισιόν για τον πρωταγωνιστικό ρόλο μετ’ ευσήμου μνείας. Τα κριτήρια που έπρεπε να πληροί ο ηθοποιός ήταν τα εξής: έπρεπε να μπορεί να πείσει το κοινό ότι ήταν πολύ καλός πατέρας, και να μην μπορεί να διανοηθεί ότι θα σκοτώσει κάποιον με τα ίδια του τα χέρια. Δεν ήθελαν έναν ηθοποιό εξαιρετικά γυμνασμένο. Η προϋπηρεσία του Ουίλσον σε κωμικούς ρόλους αποτέλεσε σημαντικό κίνητρο για τους δημιουργούς. Ο Τζον εξηγεί: «Τόσο ο αδερφός μου, όσο κι εγώ θαυμάζουμε τους κωμικούς ηθοποιούς – όποιος είναι καλός στην κωμωδία είναι καλός στα πάντα.»
Αντιθέτως, η προϋπηρεσία του Μπρόσναν σε action ρόλους βοήθησε τα δύο αδέρφια να χτίσουν τον ρόλο του Χάμοντ στα μέτρα του. Ήθελαν κάτι που να θυμίζει κάτι από 007, αλλά λιγότερο «κυριλέ». «Ο Πιρς έχει τεράστια εμπειρία. Θέλαμε ο χαρακτήρας που θα ενσάρκωνε να είναι πολύπλοκος και με μυστηριώδες παρελθόν,» λέει ο Ντρου.
Η πρώτη συνάντηση της Μπελ με τους Ντόουντλ έγινε μέσω Skype. «Διαρκώς χαμογελούσαν, γελούσαν… Ήταν πολύ εγκάρδιοι,» θυμάται η Μπελ. «Θυμάμαι ότι σχεδόν αμέσως αναρωτήθηκα πώς τόσο καλοί άνθρωποι μπόρεσαν να γράψουν κάτι τόσο σκοτεινό.» Η Μπελ, που επίσης ασχολείται με τη συγγραφή σεναρίων και τη σκηνοθεσία ενθουσιάστηκε από την προοπτική να συμμετέχει σε μια διαφορετική ταινία. «Ήξερα ότι η ταινία αυτή θα ήταν μεγάλη πρόκληση για μένα, από πολλές απόψεις. Έχει πάρα πολλή ένταση και απαιτήσεις όχι μόνο σε συναισθηματικό αλλά και σε σωματικό επίπεδο.»
Μετά από χρόνια απογοήτευσης, ο Τζον κι ο Ντρου, τον Μάρτιο του 2013 μπήκαν στα γραφεία της Bold Films. Η ιδέα τους, έπεισε την Bold, και η συμφωνία κλείστηκε μετά από εκείνη τη μοναδική συνάντηση. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, ο Τζον και ο Ντρου βρέθηκαν στη νοτιοανατολική Ασία για να ξεκινήσουν τις προετοιμασίες.
Ο Τζον κι ο Ντρου ήταν πανευτυχείς με το τελικό σενάριο. Παρά τις προσθήκες και τις διορθώσεις που είχαν κάνει όλα αυτά τα χρόνια, όταν τελικά έφτασε η στιγμή να πραγματοποιηθεί η ταινία, το σενάριο ήταν εξαιρετικά κοντά στην αρχική σύλληψή του. Πολλοί τους είπαν ότι τα παιδιά έπρεπε να είναι μεγαλύτερα, ή ότι καλό θα ήταν να μην υπήρχαν καθόλου παιδιά στην ιστορία. «Ουσιαστικά αποδομήσαμε το σενάριο, νομίζω ότι αυτό το έκανε πιο καθαρό και πιο δυνατό,» λέει ο Ντρου.
Αυτό που τα αδέρφια Ντόουντλ είχαν αποφασίσει εξ’ αρχής, ήταν να μην κατονομαστεί η χώρα στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία. Ενώ αρχικά σκόπευαν να τοποθετήσουν τη δράση στην Καμπότζη, το άλλαξαν εσκεμμένα, γιατί θεώρησαν ότι οι πολιτικές προεκτάσεις θα επηρέαζαν με μη ουσιαστικό τρόπο τη βασική ιδέα. Ο Ντρου εξηγεί: «η ιστορία μιλάει για μια οικογένεια, η οποία μεταβαίνει σε μια χώρα που κανείς δεν πιστεύει ότι είναι ασφαλής και όπου ξεσπά μια εξέγερση την ημέρα που φτάνουν. Ο σκοπός μας ήταν να κάνουμε μια δραματική ταινία που το επίκεντρό της θα ήταν μια οικογένεια. Δεν θέλαμε μια ταινία δράσης στην οποία απλά θα υπήρχε μια οικογένεια.»
Η ομάδα παραγωγής ήθελε τα γυρίσματα να πραγματοποιηθούν στην Καμπότζη, καθώς πρόκειται για μια ασφαλή χώρα που όμως κουβαλά μια δύσκολη ιστορία. Μετά από μία εβδομάδα παραμονής στην Καμπότζη, οι Ντόουντλ έκαναν ένα δεκαήμερο ταξίδι κατά μήκος της Ταϊλάνδης αναζητώντας τις κατάλληλες τοποθεσίες. Δυστυχώς όμως, τα γυρίσματα δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν στην Καμπότζη για διάφορους λόγους. Έτσι, ο Τζον κι ο Ντρου αποφάσισαν να τα μεταφέρουν στο Τσιάνγκ Μάι, στην βόρεια Ταϊλάνδη, κοντά στα σύνορα με την Μιανμάρ. Η τοποθεσία διέθετε αυτό που ζητούσαν σε επίπεδο τοπίων καθώς και τα καλύτερα συνεργία της περιοχής. Η ομάδα παρέμεινε 39 ημέρες μέχρι την ολοκλήρωση των γυρισμάτων.
Η ομάδα, για να διασφαλίσει ότι ο Ουίλσον, η Μπελ και οι κινηματογραφικές κόρες τους Τζέρινς και Γκίαρ θα έπειθαν ως οικογένεια, τους έφερε στην Ταϊλάνδη δύο εβδομάδες πριν την επίσημη έναρξη των γυρισμάτων για πρόβες. Οι τέσσερις ηθοποιοί επισκέφθηκαν στο Πάρκο Άγριων Ζώων της Ταϊλάνδης και έκαναν μαζί δραστηριότητες που τους έφεραν πιο κοντά. Τα συναισθήματα και η ένταση που θα ένιωθαν ως γονείς σε μια τόσο δύσκολη κατάσταση, ήταν αυτό που προβλημάτισε περισσότερο τον Ουίλσον και την Μπελ. Ο Ουίλσον, ο οποίος έχει δύο γιους, χρησιμοποίησε την εμπειρία του και το πατρικό του ένστικτο. «Υπάρχουν σκηνές στην ταινία, που πραγματικά προσπαθώ να κρατήσω την οικογένειά μου ζωντανή,» λέει ο ηθοποιός. «Όταν γυρίζεις τέτοιες σκηνές, ενστικτωδώς σκέφτεσαι τι θα έκανες, αν όντως το παιδί σου βρισκόταν σε μια τέτοια κατάσταση.» Παρόλο που η Μπελ τότε δεν είχε γίνει ακόμη μητέρα – πλέον είναι – η σχέση που έχτισε με τα δύο κορίτσια της ήταν αρκετή. «Θαυμάζω τον τρόπο που αυτά τα κορίτσια εκφράζουν τα συναισθήματά τους,» λέει η ηθοποιός για τις κινηματογραφικές της κόρες. «Ειλικρινά το να δουλεύεις μαζί τους ήταν υπέρ-αρκετό για να μπεις σε φάση υπέρ-προστατευτικότητας.»
Το μήνυμα που ο Τζον και ο Ντρου ελπίζουν να μεταδώσουν στο κοινό είναι: «Για εμάς, το βασικό θέμα είναι η σημασία της οικογένειας και η δύναμη που σου δίνει. Όταν μια οικογένεια είναι δεμένη και δουλεύει σαν ομάδα, μπορεί να καταφέρει τα πάντα. Στην αρχή της ιστορίας μας, ο βασικός χαρακτήρας αισθάνεται ότι έχει απογοητεύσει την οικογένειά του, ότι ίσως να είναι καλύτερα χωρίς αυτόν. Μέσα στην κρίση όμως, συνειδητοποιεί ποιος είναι ο ρόλος του. Για μας, η ταινία αυτή δεν μιλά για την επιβίωση σε ένα πραξικόπημα. Μιλά για την οικογένεια που γίνεται γροθιά για να επιβιώσει.»
Επιμέλεια: Νικόλας Αρώνης