Επιμέλεια Νικόλας Αρώνης

Need for Speed (2014)

Αν νιώθετε την ανάγκη… για αδρεναλίνη, τότε σίγουρα, η πιο καυτή κινηματογραφική εκδίκηση της σεζόν, η οποία μάλλον έχει σπασμένα φρένα, θα σας ενθουσιάσει, καθώς το «Need For Speed» έρχεται για να αποτυπώσει το πάθος για την ταχύτητα στο κινηματογραφικό πανί.

Μια ταινία εμπνευσμένη από ένα από τα πιο εθιστικά βίντεο-παιχνίδια του πλανήτη, παρουσιάζει μια νέα κινηματογραφική εμπειρία με πολύ εντυπωσιακές σκηνές δράσης και «εκρήξεις» αδρεναλίνης.

Ο Τόμπι Μάρσαλ, εργάζεται με τους φίλους του στην οικογενειακή του επιχείρηση, ενώ παράλληλα δοκιμάζει το σπάνιο ταλέντο του σε ερασιτεχνικές και αυτοσχέδιες κόντρες αυτοκινήτων. Η ζωή κυλάει όμορφα, μέχρι τη στιγμή που έρχονται τα πάνω κάτω και καταλήγει στη φυλακή για ένα έγκλημα το οποίο ουδέποτε διέπραξε. Για τα επόμενα δυο χρόνια της ζωής του θα παραμείνει άδικα φυλακισμένος, έχοντας στο μυαλό μόνο μια σκέψη: την εκδίκηση! Και παρόλο που οι ηθικοί φραγμοί της φιλήσυχης ζωής του φρενάρουν προσωρινά τα σχέδιά του, εκείνος δείχνει αποφασισμένος να πάρει το αίμα του πίσω, με οποιοδήποτε κόστος.

Η Dreamworks Pictures σηματοδοτεί την επιστροφή στην εντυπωσιακή κινηματογραφική κουλτούρα των 60’s και 70’s με τις αυθεντικές και αξέχαστες ταινίες μηχανοκίνητης κουλτούρας που εισήγαγαν ένα καινούριο επίπεδο δράσης και αδρεναλίνης επί της κινηματογραφικής οθόνης! Ακολουθώντας τους γοητευτικούς μύθους των καυτών αμερικάνικων δρόμων, οι απρόβλεπτες εξελίξεις αναγκάζουν τους ήρωές σε ένα σχεδόν εξωπραγματικό ταξίδι, κατά μήκος της χώρας. Ένα ταξίδι που ξεκινά ως αποστολή εκδίκησης αλλά εξελίσσεται σε θριαμβευτική λύτρωση.

Βασισμένο στην πιο επιτυχημένη σειρά αγωνιστικών βιντεοπαιχνιδιών, όλων των εποχών, με πωλήσεις πλέον των 140 εκατομμυρίων αντιτύπων, το «Need For Speed» μεταφέρει τον ενθουσιασμό και την επαναστατική αίσθηση ελευθερίας του παιχνιδιού, στον αληθινό κόσμο. Την ίδια στιγμή αφυπνίζει το ανθρώπινο πάθος για ταξίδι, που έκανε την αγάπη πολλών για την ταχύτητα διαχρονική και ανεκτίμητη.

Ποτέ δεν αφήνεις έναν άνθρωπο πίσω, αβοήθητο…
Η ιστορία της ταινίας περιστρέφεται γύρω από τον Τόμπι Μάρσαλ, έναν τίμιο και εργατικό, μηχανικό αυτοκινήτων, με χρυσή καρδιά, που ζει στην πιο αδιάφορη και νυσταλέα περιοχή της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Ο Τόμπι δουλεύει με τα φιλαράκια του στην οικογενειακή του επιχείρηση, το περίφημο συνεργείο αυτοκινήτων Μάρσαλ Μότορς, το οποίο προσπαθεί να ξελασπώσει από τα δυσβάσταχτα χρέη που του άφησε ο πατέρας του, μετά τον πρόσφατο χαμό του. Τα σαββατοκύριακα, ο Τόμπι και η παρέα του συμμετέχουν σε οργανωμένες παράνομες κόντρες, οι οποίες τους αποφέρουν ένα αρκετά σημαντικό οικονομικό συμπλήρωμα στις πενιχρές, ομολογουμένως, απολαβές τους. Γιατί το κάνουν; Σίγουρα και για τα λεφτά, ωστόσο ο βασικός λόγος ήταν πάντα η ικανοποίηση την άσβεστης δίψα για αδρεναλίνη και το αβυσσαλέο πάθος τους για την ταχύτητα.

Στη ζωή του Τόμπι υπήρχε πάντα ένας παραδοσιακά μεγάλος αντίπαλος. Ικανός οδηγός και πομπώδης χαρακτήρας, ο πάμπλουτος Ντίνο Μπρούστερ (Ντόμινικ Κούπερ), μετά από ένα μεγάλο διάστημα απουσίας, επανέρχεται στη ζωή του Τόμπι με μια ελκυστική πρόταση την οποία με δυσκολία θα μπορούσε κάποιος να αρνηθεί: Θα του ζητήσει να κατασκευάσει την ταχύτερη Mustang που κυκλοφορεί στον πλανήτη, με αντάλλαγμα ένα διόλου ευκαταφρόνητο οικονομικό αντίτιμο, ικανό να ξελασπώσει τον ίδιο και να σώσει την οικογενειακή του επιχείρηση.

Ο Τόμπι αφού δέχεται, διστακτικά, την προσφορά και την φέρνει επιτυχημένα εις πέρας, πουλάει τη Mustang και γνωρίζει παράλληλα την πανέμορφη, ξεροκέφαλη Τζούλια Μάντεν (Ίμοτζεν Πουτς), η οποία αναμένεται να παίξει σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία της ζωής του. Την ίδια στιγμή, αδύναμος να αποφύγει τις θρασύτατες προκλήσεις του παραδοσιακού του «εχθρού», ρισκάρει όλα του τα λεφτά σε έναν αυτοσχέδιο αγώνα ταχύτητας με αντιπάλους τον Ντίνο και τον κολλητό φίλο – και προστατευόμενο – του, τον Μικρό Πιτ (Χάρισον Γκίλμπερτσον). Όταν η συγκεκριμένη κούρσα εξελιχθεί σε φονική καρμανιόλα, ο Ντίνο θα εγκαταλείψει επιτόπου το φλεγόμενο όχημα του Πιτ και τον άναυδο Τόμπι – ο οποίος αδυνατώντας να αποδείξει την αθωότητά του στο συγκεκριμένο περιστατικό, θα καταλήξει τελικά στη φυλακή.

Δυο χρόνια αργότερα ο Τόμπι θα βγει από τη φυλακή με αναστολή και καθώς ο Ντίνο επεκτείνει τις επαγγελματικές του δραστηριότητες προς τη Δύση, ο Τόμπι σχεδιάζει απερίσπαστος την πολυπόθητη εκδίκησή του. Η προοπτική του να τον κατατροπώσει στην περιβόητη κούρσα του De Leon (το Champions League των παράνομων αγώνων αυτοκινήτου) φαντάζει ιδανική ευκαιρία, ωστόσο για να μπορέσει ο Τόμπι να φτάσει στην ώρα του εκεί θα πρέπει να σπάσει τους περιοριστικούς όρους της αναστολής φυλάκισής του και να καταφέρει να ταξιδέψει από τη Νέα Υόρκη μέχρι το Σαν Φρανσίσκο μέσα σε 45 ώρες.

Προς μεγάλη του απογοήτευση, στο ταξίδι αυτό αποφασίζει να τον συνοδεύσει η Τζούλια (Ίμοτζεν Πουτς), η οποία ωστόσο στην πορεία αναδεικνύεται σε εκπληκτικά επινοητική και σίγουρα όχι τόσο ενοχλητική συντροφιά, όσο ο Τόμπι αρχικά φανταζόταν. Οι δυο τους, σε συνεργασία με την αφοσιωμένη ομάδα του Τόμπι, αψηφούν τις αποδόσεις και τα στοιχήματα, μετατρέποντας μια αποστολή εκδίκησης σε πανηγυρική φιέστα λύτρωσης. Γιατί υπάρχει κάτι που κάνει τον Τόμπι να ξεχωρίζει και αυτό το κάτι στηρίζεται στις ηθικές αξίες, την ανθρωπιά και την ακεραιότητα του χαρακτήρα του… Υπάρχει κάτι το οποίο πιθανότατα ο Ντίνο δεν θα κατανοήσει ποτέ: «Ποτέ δεν αφήνεις έναν άνθρωπο, πίσω, αβοήθητο… Πρέπει πάντοτε να γυρίζεις για να βεβαιωθείς ότι όλα είναι υπό έλεγχο».

Δίνοντας ζωή στο βίντεο-παιχνίδι
Το 1994 η EA Entertainment (ένα τμήμα της Electronic Arts) κυκλοφόρησε ένα βιντεοπαιχνίδι αγώνων στο οποίο ο παίκτης συμμετείχε ενεργά στην έντονη δράση. Το παιχνίδι κέρδισε κατευθείαν την εκτίμηση των απανταχού παιχνιδόφιλων δελεάζοντας όλο και πιο πολύ τους θαυμαστές του με τα απίστευτα αυτοκίνητά και τη δυνατότητα της απόλυτης επικράτησης – σε μια «μάχη» πρωτοφανή για τα δεδομένα της εποχής.

Η απροσδόκητη και συναρπαστική του επιτυχία γέννησε στη συνέχεια μια σειρά με όλο και πιο δημοφιλείς τίτλους αγώνων, καθιστώντας το «Need For Speed» ως την πιο επιτυχημένη σειρά αγωνιστικών βίντεο-παιχνιδιών στον κόσμο και μια από τις πιο επιτυχημένες σειρές βίντεο-παιχνιδιών όλων των εποχών. Μέχρι σήμερα έχει κυκλοφορήσει σε 22 γλώσσες, σε 60 χώρες, πουλώντας περισσότερα από 140 εκατομμύρια αντίτυπα και ξεπερνώντας σε εισπράξεις τα 4 δισεκατομμύρια δολάρια!

Όταν η EA άρχισε να σκέφτεται την πιθανότητα να εξελίξει το βίντεο-παιχνίδι σε κινηματογραφική ταινία, αποφάσισε ότι θα έπρεπε να λάβει δραστικά μέτρα και να συμβάλλει δραστικά στην κατάλληλη ιδέα που θα οδηγούσε στη γέννηση της απόλυτης ταινίας. «Τους κάναμε την πρόταση γνωρίζοντας απόλυτα το είδος της ταινίας που θέλαμε να γυρίσουμε και ψάχναμε για ειδικούς – τους καλύτερους του χώρου – που θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να το κάνουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο», αναφέρει ο παραγωγός της ταινίας Πάτρικ Ο’ Μπράιαν, προσθέτοντας ότι «Η συγκεκριμένη απόπειρα είναι πολύ σημαντική για εμάς, καθώς το είδος έχει αφοσιωμένους οπαδούς τους οποίους σεβόμαστε. Γνωρίζαμε και το θέλαμε βαθιά, ότι έπρεπε είτε να το κάνουμε τέλεια – και με τους κατάλληλους συνεργάτες – ή να μην το κάνουμε καθόλου!».

Ταινίες γυρίζονται με διάφορες αφορμές και για διάφορους λόγους, όμως το Need For Speed έγινε μάλλον για τον καλύτερο: Για το πάθος! Ο σεναριογράφος Τζον Γκάτινς με τον αδερφό του και συν-σεναριογράφο Τζόρτζ, έχουν ένα δικό τους κατάστημα στην Καλιφόρνια, όπου συντηρούν και ανακατασκευάζουν κλασικά αυτοκίνητα. Και οι δύο ήταν ερωτευμένοι με την κουλτούρα των αυτοκινήτων από την παιδική τους ακόμη ηλικία και όταν η εταιρεία επισκέφτηκε το γκαράζ τους για να συζητήσουν το ενδεχόμενο μιας συνεργασίας, όλα πήραν το δρόμο τους. Στα πρόσωπα τον αδελφών Γκάτιν οι λοιποί εμπλεκόμενοι φορείς συνάντησαν αδελφές ψυχές, οι οποίες μιλάνε την ίδια γλώσσα και μοιράζονται το ίδιο πάθος για την ταχύτητα και τον κινηματογράφο.

Ο Τζον Γκάτινς θυμάται πως «εκείνο που έκανε τη συγγραφική εμπειρία τόσο ελκυστική ήταν η δημιουργική πρόκληση της ανάπτυξης χαρακτήρων που υπήρχαν ήδη αλλά έπρεπε να αλλάξουν. Οι διάφορες επαναλήψεις του παιχνιδιού, εφόσον δεν βοηθούσαν στην σεναριακή αφήγηση, έπρεπε να αντικατασταθούν. Οπότε υπήρχε σε μένα και στον αδερφό μου, αυτόματα ένα ανοιχτό πεδίο να προσαρμόσουμε τους χαρακτήρες του παιχνιδιού στον πραγματικό μας κόσμο.» Οι Γκάτινς παρέδωσαν ένα σενάριο με πολύ δυνατούς χαρακτήρες, τοποθετημένους στο υπόβαθρο μιας ιστορίας ανταγωνισμού, πάθους και αληθινής έντασης. Στη συνέχεια η EA παρέλαβε την ιστορία και σε συνδυασμό με την Dreamworks άρχισαν να ψάχνουν τον ιδανικό σκηνοθέτη που θα μπορούσε κυριολεκτικά να την εκτοξεύσει.

Όλοι συμφωνούσαν πως το κλειδί για μια επιτυχημένη ταινία θα ήταν να βρεθεί ένας άνθρωπος που θα καταφέρει να στηρίξει την ιστορία και να την αφηγηθεί με μοναδικό στιλ και οπτική αντίληψη. Και ένα όνομα που αναφερόταν ανελλιπώς, σε κάθε αναφορά των συγκεκριμένων κριτηρίων, ήταν ο Σκοτ Γουό, ο οποίος μόλις είχε τελειώσει μια από τις πιο ρεαλιστικές ταινίες δράσης όλων των εποχών, το περίφημο «Act of Valor». Σύμφωνα με τα λεγόμενα του παραγωγού Μαρκ Σουριάν, «Ο Σκοτ έχει πραγματικά μεγάλο πάθος για τα αυτοκίνητα – ξεκίνησε την καριέρα του άλλωστε και ο ίδιος ως κασκαντέρ – οπότε γνωρίζαμε ότι μπορεί σίγουρα να δώσει μια αληθινή υπόσταση στην ταινία, μεταδίδοντας την αγωνία ενός αληθινού αγώνα ταχύτητας.»

Βασική πρόθεση του Γουό ήταν να αποτίσει φόρο τιμής σε κλασικές ταινίες του 60’ και του 70’, όπως το «Μπούλιτ», ή το «Ο Άνθρωπος από τη Γαλλία», ή το «Σαν Φρανσίσκο: Ώρα Μηδέν», στις οποίες οι σκηνές της μηχανοκίνητης δράσης είναι αληθινές, χωρίς καθόλου οπτικά εφέ… Ή στις «Grand Prix» και «Μονομαχία» (Duel) στις οποίες υπήρχε μια σημαντική ιστορία, με χαρακτήρες για τους οποίους το κοινό ενδιαφερόταν πραγματικά και αγωνιούσε. Ο Γουό πιστεύει ότι το γύρισμα των ταινιών χωρίς κασκαντέρ εξελίσσεται σε φθίνουσα – σχεδόν χαμένη – τέχνη, καθώς έχουν πλέον αντικατασταθεί όλες αυτές οι σημαντικές διαδικασίες με οπτικά εφέ βασισμένα σε σύγχρονα τεχνολογικά θαύματα.
Εξηγεί ότι «η αποτύπωση των σκηνών δράσης στην κάμερα, υπερτερεί σε πολλαπλά επίπεδα. Αρχικά, υπάρχει μια έμφυτη ικανότητα – κάτι σαν ένστικτο – στον άνθρωπο να αντιλαμβάνεται το ψεύτικο, άσχετα με το πόσο καλό είναι. Και σε ένα βαθύτερο επίπεδο, μπορεί κανείς να καταλάβει αν ο ηθοποιός βρίσκεται σε αληθινό ή τεχνητό περιβάλλον.»

«Θέλαμε να τιμήσουμε το όραμα που είχε ο Σκοτ για την ταινία παραδίδοντας μια ιστορία που θα μοιάζει απόλυτα αληθινή και θα έχει περιστατικά που μπορούν πραγματικά να συμβούν», αναφέρει ο Τζον Γκάτιν. «Δε θέλουμε να σε πετύχουμε σε μια αίθουσα να αναρωτιέσαι “Μα καλά, τώρα, μπορεί αυτό να συμβεί στην πραγματικότητα;”».

Σκηνοθεσία Σκοτ Γουό
Σενάριο Τζορτζ Γκάτινς, Τζον Γκάτινς
Παραγωγή Τζον Γκάτινς, Πάτρικ Ο’ Μπράιαν, Μαρκ Σούριαν
Ηθοποιοί Άαρον Πολ, Ντόμινικ Κούπερ, Ίμοτζεν Πουτς, Σκοτ Μεσκούντι, Μάικλ Κίτον, Ράμι Μάλεκ
Ραμόν Ροντρίγκεζ, Ντακότα Τζόνσον, Στίβι Ρέι Ντάλιμορ
Φωτογραφία Σέιν Χέρλμπατ
Κοστούμια Έλεν Μίροινικ
Μουσική Νέιθαν Φέρστ
Διάρκεια 130’

Byzantium (2012)
Μεταφρασμένος Τίτλος: Αιωνιότητα

Η θεατρική συγγραφέας και σεναριογράφος Μόιρα Μπαφίνι (‘Tamara Drew’, ‘Jane Eyre’) πάντα ήθελε να γράψει μια ιστορία με βαμπίρ.

«Πάντα απολάμβανα τα μυθιστορήματα του είδους, αλλά ειδικά το διήγημα ‘Carmilla’ του Σεριντάν Λε Φανού με συνεπήρε ολοκληρωτικά γιατί ήταν η πρώτη ιστορία βαμπίρ όπου πρωταγωνιστούσαν γυναίκες». Έτσι η Μπαφίνι έγραψε το ‘A Vampire Story’, ένα θεατρικό έργο για εφήβους. Η παράσταση τράβηξε την προσοχή του παραγωγού Στίβεν Γούλεϊ, όταν πήγε να την δει με την κόρη του, γιατί συμπτωματικά αναζητούσε να γυρίσει ξανά μια υπερφυσική ταινία φαντασίας-τρόμου στη γραμμή των προηγούμενων ταινιών του ‘Συνέντευξη με Έναν Βρυκόλακα’ και ‘Η Παρέα των Λύκων’. Ο Γούλεϊ εντυπωσιάστηκε από το κεντρικό πρωταγωνιστικό δίδυμο που αποτελείται από δύο γυναίκες, σε αντίθεση με τον γενικό κανόνα που θέλει τις γυναίκες σε αυτά τα έργα να αποτελούν το θύμα και όχι τον πρωταγωνιστή. Το γεγονός ότι οι δύο πρωταγωνίστριες έχουν σχέση μάνας-κόρης και ότι διαφέρουν μόνο μερικά χρόνια ήταν επιπλέον στοιχεία που εμπλούτιζαν το έργο με πρωτότυπες, νέες προεκτάσεις.

Για τη μεταφορά του θεατρικού έργου στη μεγάλη οθόνη η Μπαφίνι έκανε σημαντικές παρεμβάσεις στην πρωτότυπη δουλειά της: οι χαρακτήρες εξελίχθηκαν, το ύφος του έργου έγινε πιο σκοτεινό, ενσωματώθηκαν σκηνές βίας, η ιστορία μεγάλωσε και ο τίτλος άλλαξε σε ‘Byzantium’ – μια αναφορά στο ποίημα του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, στίχοι του οποίου ακούγονται και στην ταινία. Στο έργο, Byzantium ονομάζεται το παραλιακό ξενοδοχείο όπου οι δύο πρωταγωνίστριες βρίσκουν προσωρινό καταφύγιο.

Υπόθεση
Η Έλινορ και η Κλάρα, δύο μυστηριώδεις γυναίκες, διαφεύγουν από τη σκηνή ενός βίαιου εγκλήματος και βρίσκονται, χωρίς καθόλου χρήματα, σε μία παρακμιακή παραθεριστική πόλη δίπλα στη θάλασσα. Καταφεύγουν σε ένα ερειπωμένο ξενοδοχείο της παραλίας και προσπαθούν να βρουν τρόπο να ζήσουν. Η Κλάρα, πρακτική από τη φύση της, αποφασίζει να πουλήσει το κορμί της: σύντομα γνωρίζει τον ντροπαλό και μοναχικό Νόελ και μετατρέπει τον ταπεινό ξενώνα του σε οίκο ανοχής. Η αιώνια έφηβη Έλινορ συναντά τον Φρανκ και σύντομα του αποκαλύπτει το μυστικό τους: ότι η Κλάρα, παρότι λίγα μόνο χρόνια μεγαλύτερή της, είναι η μητέρα της και ότι η ίδια, παρότι μόνο 16 ετών, έχει γεννηθεί το 1804. Και οι δυο τους τρέφονται με ανθρώπινο αίμα. Σύντομα στη μικρή, ήσυχη πόλη οι άνθρωποι θα αρχίσουν να πεθαίνουν… και το σκοτεινό παρελθόν της Κλάρα και της Έλινορ θα έρθει να τις συναντήσει, με αναπάντεχες συνέπειες.

O Νιλ Τζόρνταν ξανασυναντιέται με τα βαμπίρ
Ο Στίβεν Γούλεϊ ήξερε χωρίς αμφιβολία σε ποιον σκηνοθέτη έπρεπε να αναθέσει τη νέα του ταινία: «Όταν ολοκληρώσαμε το φιλμ ‘Η Παρέα των Λύκων’ με τον Νιλ Τζόρνταν, είχαμε σκεφτεί να γυρίσουμε άλλη μια ταινία βασισμένη σε έργο της Άντζελα Κάρτερ, που θα ήταν βασισμένη στην ιστορία της Carmilla. Οπότε όταν προέκυψε το Byzantium, ο Νιλ ήταν ο πρώτος τον οποίον σκέφτηκα. Μόλις διάβασε το σενάριο, με πήρε αμέσως τηλέφωνο και μου είπε ότι δέχεται». «Το σενάριο ήταν ταυτόχρονα πολύπλοκο αλλά και ουσιαστικό. Περιλάμβανε πολλά θέματα που είχα καταπιαστεί μαζί τους σε προηγούμενα έργα μου – ιστορίες μέσα σε ιστορίες, ιστορίες γύρω από ιστορίες, κι ένας αφηγητής που αλλάζει διαρκώς. Ταυτόχρονα επαναπροσδιόριζε και το μύθο των βαμπίρ. Το λάτρεψα», περιγράφει ο σκηνοθέτης.

Με ένα σενάριο που εξελίσσεται μέσα σε μεγάλο βάθος χρόνου, ο Νιλ Τζόρνταν κινηματογραφεί «δύο αιώνες γεμάτους ιστορίες» όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος. Αντλεί την έμπνευσή του από το γυναικείο πρωταγωνιστικό δίδυμο, την ιδιαίτερη σχέση τους ως μάνα και κόρη, τη σύγχυση που προκαλεί η μικρή ηλικιακή διαφορά μεταξύ τους, το γεγονός ότι είναι αναγκασμένες να ζουν μαζί στην αιωνιότητα. Επιμένει σε ένα τελικό αποτέλεσμα που δε μένει στην ατμόσφαιρα αλλά που ενδίδει σε πιο βίαιες σκηνές. Αποφεύγει τη λέξη βαμπίρ, γιατί οι πρωταγωνίστριές του δεν είναι παραδοσιακά βαμπίρ: κυκλοφορούν την ημέρα, δεν έχουν κοφτερά δόντια, και μόνο όταν έχουν ανάγκη να τραφούν χρησιμοποιούν το νύχι του αντίχειρά τους που μεγαλώνει αφύσικα για να επιτίθενται στα θύματά τους.

Δυο μοναδικοί ρόλοι για δυο ξεχωριστές ηθοποιούς
Δύο «ιδιαίτερα» βαμπίρ με ξεχωριστές προσωπικότητες ήταν λογικό να προκαλέσουν το ενδιαφέρον δύο μεγάλων ηθοποιών: της Τζέμα Άρτερτον και της πολυτάλαντης νεαρής ηθοποιού Σέρσε Ρόναν. «Η Κλάρα είναι ένας απίθανος ρόλος, έχει όλα όσα θα ήθελα να υποδυθώ. Δύσκολα βρίσκεις τέτοια σενάρια για γυναικείους ρόλους» λέει η Άρτερτον. Και εξηγεί: «στα περισσότερα σενάρια οι γυναίκες υπάρχουν για να εξυπηρετούν τους άντρες κατά κάποιο τρόπο. Εδώ συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: οι άντρες είναι το θήραμα, οι λιγότερο ισχυροί της ιστορίας». Πράγματι, στο Byzantium η Κλάρα είναι πιο ισχυρή από κάθε είδους μαστροπούς, τους οποίους και καταδιώκει με κάθε μέσον.

Η Έλινορ όμως, η κόρη της, είναι πιο συναισθηματική: «συμπονά τα θύματά της και επιλέγει ανθρώπους που πρόκειται να πεθάνουν σύντομα, από αρρώστια ή από κάποιον άλλο λόγο. Δεν της αρέσει αυτό που κάνει και θέλει να ομολογήσει την αλήθεια, αλλά δεν μπορεί». «Αυτό το δίλημμα του βαμπίρ προκαλεί αυτόματα τη μελαγχολία» εξηγεί η Μπαφίνι. «Είσαι φαινομενικά άνθρωπος αλλά τρέφεσαι με ανθρώπινο αίμα, άρα ταυτόχρονα είσαι και ξένος, ο ‘άλλος’». Τελικά η Έλινορ αποφασίζει να λύσει τη σιωπή της όταν ερωτεύεται ένα ντροπαλό, ευάλωτο αγόρι, τον Φρανκ (Κάλεμπ Λάντρι Τζόουνς). Σημαντικό ρόλο για την εξέλιξη της ταινίας παίζει και ο ρόλος του Ντάρβελ (Σαμ Ράιλι), του άντρα που 200 χρόνια πίσω μαθαίνει το μυστικό της αιώνιας ζωής στην Κλάρα. Οι γυναίκες όμως δεν έχουν δικαίωμα να είναι βαμπίρ και γι’αυτό η αδελφότητα του Ντάρβελ κυνηγάει την Κλάρα και την κόρη της μέχρι σήμερα.

Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στο παραλιακό χωριό Χάστινγκς, κοντά στο Μπράιτον της Νότιας Αγγλίας. Σε επίπεδο αισθητικής, οι παραγωγοί επέλεξαν το φυσικό look των πρωταγωνιστών, εστιάζοντας κυρίως στο μακιγιάζ και όχι σε πρόσθετα στοιχεία – με μόνη εξαίρεση το χαρακτήρα του Ρούτβεν που υποφέρει από σύφιλη. Αντίστοιχα και ο διευθυντής φωτογραφίας Σον Μπόμπιτ διάλεξε μια νατουραλιστική προσέγγιση που στοχεύει να τονίσει ότι οι πρωταγωνιστές είναι αληθινοί άνθρωποι, οι οποίοι έγιναν μεν βαμπίρ αλλά ζουν στον πραγματικό κόσμο. «Τα βαμπίρ έχουν μια αίσθηση αιωνιότητας πάνω τους, και ταυτόχρονα αντικατοπτρίζουν αυτό που λείπει στους ανθρώπους από τη θρησκεία» ισχυρίζεται ο Νιλ Τζόρνταν. «Οι άνθρωποι έλκονται από τα βαμπίρ όπως και από τους μυθολογικούς ήρωες, γιατί όλοι τους μας μεταφέρουν σε ένα διαφορετικό, μη πραγματικό κόσμο. Στην πράξη, ο κόσμος απεχθάνεται την πραγματικότητα!»

Σκηνοθεσία ΝΙΛ ΤΖΟΡΝΤΑΝ
Σενάριο ΜΟΪΡΑ ΜΠΑΦΙΝΙ, βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο της ίδιας “A Vampire Story”
Παραγωγή ΣΤΙΒΕΝ ΓΟΥΛΕΪ, ΑΛΑΝ ΜΟΛΟΝΕΪ, ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΚΑΡΛΣΕΝ, ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΝΤ. ΤΖΟΝΣΟΝ, ΣΑΜ ΕΝΓΚΛΜΠΑΡΝΤ
Πρωταγωνιστούν ΤΖΕΜΑ ΑΡΤΕΡΤΟΝ, ΣΕΡΣΕ ΡΟΝΑΝ, ΣΑΜ ΡΑΪΛΙ, ΤΖΟΝΙ ΛΙ ΜΙΛΕΡ, ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΕΪΖ, ΚΑΛΕΜΠ ΛΑΝΤΡΙ ΤΖΟΟΥΝΣ
Διάρκεια 118’
ΕΠΙΣΗΜΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ TORONTO INTERNATIONAL FILM FESTIVAL 2012

Grand Central (2013)
Ο Γκάρυ (Ταχάρ Ραχίμ), 28 χρονών είναι από τους ανθρώπους που δεν περιμένουν τίποτα από κανέναν και ζουν την ζωή τους στα άκρα χωρίς φόβο. Πιάνει δουλειά σε ένα εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας, πεπεισμένος ότι εκεί θα βρει αυτό που ψάχνει: νόημα στη ζωή του, χρήματα, αλλά και μια ομάδα στην οποία μπορεί να ανήκει.

Ενθουσιασμένος με το νέες του αρμοδιότητες για πρώτη φορά στη ζωή του νιώθει ότι είναι μέρος μιας σημαντικής αποστολής, για την οποία δεν διστάζει να παίζει τον ρόλο του ήρωα και να εκτίθεται σε υψηλά ποσοστά ραδιενέργειας.

Μέλος της ομάδας του είναι και η Κάρολ (Λεά Σεντού), με την οποία ερωτεύονται αμέσως. Μαζί ζουν μια παράνομη ερωτική περιπέτεια, καθώς εκείνη είναι έτοιμη να παντρευτεί έναν άλλον από τους συνεργάτες τους.

Όταν ο Γκάρυ αγγίζει τα επιτρεπτά όρια ραδιενέργειας, αποφασίζει να το κρύψει, από φόβο μήπως τον αποδεσμεύσουν από τα καθήκοντά του, χάνοντας όχι απλώς την δουλειά του, αλλά και την γυναίκα που αγαπά.

Η τελευταία ταινία της Ρεμπέκα Ζλοτόφσκι είναι μία ερωτική ιστορία ενός γοητευτικού διδύμου σε ένα μάλλον απρόβλεπτο και γεμάτο αντιθέσεις περιβάλλον: oι ψυχρές εικόνες του εργοστασίου πυρηνικής ενέργειας εναλλάσσονται με τις γεμάτες ζωντάνια εικόνες της ανθισμένης φύσης, δημιουργώντας ένα ενδιαφέρον σκηνικό για δράση. Η Λεά Σεντού (Η Ζωή της Αντέλ: Κεφάλαια 1&2) και ο Ταχάρ Ραχίμ (Προφήτης) μαγνητίζουν με το ερμηνευτικό τους ταλέντο.

Το Grand Central έκανε πρεμιέρα στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών 2013.

The Lego Movie (2014)
Μεταφρασμένος Τίτλος: Η Lego Ταινία

“Η ταινία LEGO” είναι η πρώτη μεγάλου μήκους LEGO-περιπέτεια, από την Warner Bros. Pictures και τη Village Roadshow Pictures. Ο “Έμμετ” (Κρις Πρατ), ένας κλασικός χαρακτήρας LEGO, θα θεωρηθεί κατά λάθος ως ο “άνθρωπος-κλειδί” για τη σωτηρία του κόσμου με αποστολή να σταματήσει έναν τύραννο.

Αυτό όμως είναι ένα ταξίδι για το οποίο ο Έμμετ και η παρέα του είναι – το μαντέψατε σωστά – εντελώς απροετοίμαστοι! Πολύ όμως απροετοίμαστοι! Τρομερά απροετοίμαστοι! Απροετοίμαστοι όσο δεν πάει άλλο!

“Θέλαμε να δημιουργήσουμε μια ιστορία που να είναι ψυχαγωγική. Η μεγαλύτερη πρόκληση όμως ήταν να φτιάξουμε έναν κόσμο, όπου δεν μπορεί κανείς να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ των πραγματικών και των ψηφιακών LEGO. Γι αυτό και αποφασίσαμε όλα τα κομμάτια που φαίνονται στην ταινία να μπορούν να κατασκευαστούν με πραγματικά τουβλάκια που λατρεύουμε από τότε που ήμασταν παιδιά”, δηλώνει ο σκηνοθέτης της ταινίας, Κρίστοφερ Μίλερ. Παράλληλα, ο στενός του συνεργάτης Φιλ Λορντ σχολιάζει: “Όλα όσα βλέπετε στην ταινία μπορούν να συναρμολογηθούν με πραγματικά τουβλάκια LEGO: τα σύννεφα, οι ωκεανοί, τα οχήματα, οι ζούγκλες… Σε αυτό βοήθησαν οι πραγματικοί “αρχιμάστορες” της LEGO στη Δανία, οι οποίοι μας κατασκεύασαν καταπληκτικά αντικείμενα. Θέλουμε η ταινία να αποτελέσει πηγή έμπνευσης και δημιουργικότητας για το κοινό, και να τους δώσει κίνητρο να κάνουν καινοτόμα πράγματα”.

Ο παραγωγός Νταν Λιν προσθέτει: “H TAINIA LEGO” είναι η ιστορία κάποιου που συνειδητοποιεί πως τελικά έχει κάτι που τον κάνει ξεχωριστό, αλλά δεν το είχε αναγνωρίσει κανένας μέχρι τώρα. Νομίζω πως όλοι ταυτιζόμαστε μ’ αυτό. Όλοι μας, ανεξαιρέτως, αισθανόμαστε πως οι άνθρωποι γύρω μας δεν αναγνωρίζουν όλες μας τις δυνατότητες και πως έχουμε κάτι που μας κάνει πραγματικά ξεχωριστούς. Ο Έμμετ ανακαλύπτει τι είναι αυτό κατά τη διάρκεια της περιπέτειας του, και θεωρώ πως αυτό είναι βασικό μήνυμα για το κοινό της ταινίας”. Ένα κοινό όλων των ηλικιών, αφού εκτός από τις αγαπημένες φιγούρες και τουβλάκια συνδυάζει και τις ευφυείς ατάκες δημοφιλών κινηματογραφικών χαρακτήρων με τις φωνές γνωστών ηθοποιών του Χόλιγουντ όπως ο Μόργκαν Φρίμαν, o Λίαμ Νίσον, ο Γουίλ Φέρελ, η Ελίζαμπεθ Μπανκς, ο Κρις Πρατ και άλλοι.

Η επιτυχία και η δημοτικότητα της ταινίας έχουν ήδη …χτιστεί διεθνώς! Το πρώτο Σαββατοκύριακο του ανοίγματος στην Αμερική η ταινία πέτυχε το απλησίαστο νούμερο των 69.1 εκατομμυρίων δολαρίων, ρεκόρ ανοίγματος για animated ταινία όλων των εποχών σε μήνα Φεβρουάριο! Από τότε μέχρι τώρα, ξεπέρασε εύκολα τα 200 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως …και συνεχίζει.

Σκηνοθεσία: Φιλ Λορντ & Κρίστοφερ Μίλερ
Πρωταγωνιστούν: Κρις Πρατ, Γουίλ Φέρελ, Ελίζαμπεθ Μπάνκς, Γουίλ Άρνετ, Νικ Όφερμαν, Άλισον Μπρι, Τσάρλι Ντέι, Λίαμ Νίσον, Μόργκαν Φρίμαν

Στην μεταγλωτττισμένη εκδοχή της ταινίας ακούγονται οι φωνές των:
Στον ρόλο του Έμμετ, ο Σταύρος Σιούλης
Στον ρόλο της Ζόρικης, η Τάνια Παλαιολόγου
Στον ρόλο του Βιτρούβιου, ο Ντίνος Σούτης
Στον ρόλο του Μεγιστάνα, ο Νίκος Νίκας
Στον ρόλο του Καλού και του Κακού Αστυνομικού, ο Χρήστος Θάνος
Στον ρόλο του Σιδερογιένη, ο Γιώργος Πετρόχειλος
Στον ρόλο του Μπάτμαν, ο Κωνσταντίνος Κακούρης
Στον ρόλο του Σούπερμαν, ο Θανάσης Κουρλαμπάς
Στον ρόλο της Πριγκίπισσας Μονοκερούλας, η Στεφανία Φιλιάδη
Στον ρόλο του Μπένι, ο Λορέντζος Φραγκούλης
Στον ρόλο του Αβραάμ Λίνκολν, ο Άλκης Ζερβός
Στον ρόλο του Πιλότου, ο Γιώργος Φραντζεσκάκης
Στον ρόλο του Ιππότη, ο Θοδωρής Σμέρος
Στον ρόλο του Αγάλματος της Ελευθερίας, η Σοφία Καψαμπέλη
Και στον ρόλο του μικρού Φιν, ο Βασίλειος Τσιτομενέας

Σκηνοθεσία: Μαρία Ζερβού
Οργάνωση Παραγωγής: Κυριακή Βήρου
Μετάφραση: Κάτια Πρωτογεροπούλου
Ηχογράφηση: Νίκος Σακαρέλος
Μίξη Ήχου: Πάνος Ασημένιος
Η μεταγλώττιση έγινε στα στούντιο της AbFab Productions