Σύμφωνα με έρευνα του University College London, ο ανθρώπινος εγκέφαλος μπορεί να αναγνωρίσει έναν οικείο ήχο μέσα σε 100 έως 300 χιλιοστά του δευτερολέπτου.
Η εν λόγω μελέτη, η οποία δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Scientific Reports», επιδίωξε να διερευνήσει πόσο γρήγορα το μυαλό ανταποκρίνεται σε μια γνωστή μουσική μελωδία καθώς και τις εγκεφαλικές διεργασίες που επιτρέπουν αυτήν την απόκριση.
Οι ερευνητές δημιούργησαν ένα παιχνίδι που λέγεται «Ονομάστε αυτή τη μελωδία» («Name that tune»), στο οποίο οι διαγωνιζόμενοι καλούνται να αναγνωρίσουν ένα μουσικό κομμάτι λίγα δευτερόλεπτα αφότου ξεκινήσει να ακούγεται.
Η ομάδα των συμμετεχόντων αποτελείτο από πέντε άνδρες και ισάριθμες γυναίκες, ο καθένας από τους οποίους επέλεξε πέντε τραγούδια που του ήταν πολύ γνωστά. Για κάθε συμμετέχοντα οι ερευνητές αντιστοίχισαν ένα γνωστό σε αυτόν τραγούδι με μία παρόμοια μελωδία, η οποία όμως καθαυτή ήταν άγνωστη στον ίδιο.
Οι συμμετέχοντες στη μελέτη άκουγαν παθητικά περίπου 100 δείγματα ήχου (διάρκειας μικρότερης του ενός δευτερολέπτου) από τον γνωστό και τον άγνωστο ήχο, τα οποία παρουσιάζονταν με τυχαία σειρά. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα ως τεχνική απεικόνισης της εγκεφαλικής δραστηριότητας, αφού αυτό καταγράφει την ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου και την κορημετρία (τεχνική μέτρησης της διαμέτρου της κόρης του ματιού, ένδειξη αφύπνισης).
Διαπιστώθηκε ότι οι συμμετέχοντες χρειάζονταν κατά μέσο όρο από 100 έως 300 χιλιοστά του δευτερολέπτου για να αναγνωρίσουν έναν οικείο ήχο, αυτό φάνηκε αφενός από τη διαστολή της κόρης του ματιού των συμμετεχόντων που δείχνει αυξημένη διέγερση λόγω του οικείου ήχου και αφετέρου από την επακόλουθη φλοιώδη ενεργοποίηση του εγκεφάλου που σχετίζεται με την επαναφορά του γνωστού ήχου από τη μνήμη. Δεν φάνηκαν οι ίδιες φυσιολογικές αντιδράσεις στην ομάδα ελέγχου, για την οποία όλοι οι ήχοι ήταν άγνωστοι.
Η Μαρία Τσάιτ, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου UCL του Λονδίνου, επεσήμανε πως η έρευνα αυτή δείχνει πως οι άνθρωποι αναγνωρίζουν αρκετά γρήγορα τους οικείους ήχους και προσθέτει ότι τα αποτελέσματα αυτής είναι πολύ χρήσιμα για τη δημιουργία πλήθους θεραπευτικών παρεμβάσεων που βασίζονται στη μουσική.
«Για παράδειγμα, υπάρχει αυξανόμενο ενδιαφέρον για την εκμετάλλευση της μουσικής στους ασθενείς με άνοια, σε αυτούς η μνήμη της μουσικής διατηρείται καλά παρά την κατά τα άλλα συστηματική αποτυχία της λειτουργίας των κέντρων μνήμης» δήλωσε.