Σύνταξη – επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης

Πριν από τέσσερα χρόνια, ο Arsene Wenger ρωτήθηκε ποιος πίστευε ότι θα ήταν ο επόμενος παράγων που θα άλλαζε το παιχνίδι στο ποδόσφαιρο. Η απάντησή του ήταν: «Η νευροεπιστήμη. Γιατί ; Διότι είμαστε στο τέλος της βελτίωσης της φυσικής ταχύτητας», είπε. «Τα τελευταία 10 χρόνια, η δύναμη και η ταχύτητα των  παικτών έχει βελτιωθεί, τώρα έχουμε σπρίντερ παντού. Το επόμενο βήμα θα είναι να βελτιώσουμε την ταχύτητα του εγκεφάλου τους», συνέχισε.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η νευροεπιστήμη είναι η μελέτη του ανθρώπινου νευρικού συστήματος, ιδιαίτερα του εγκεφάλου και όλων των πολυάριθμων συνδέσεων και αλληλεπιδράσεων που συμβαίνουν μέσα σε αυτόν. Είναι ένας κλάδος της επιστήμης που, στη λαϊκή φαντασία, συγκεντρώνει εικόνες ηλεκτροδίων και σαρωτών και φωτιζόμενων τμημάτων της παρεγκεφαλίδας.

Στο ποδόσφαιρο, έχει γίνει επίσης όρος που αναφέρεται στην καλύτερη κατανόηση των πνευματικών δεξιοτήτων και ιδιοτήτων που είναι απαραίτητες για την επιτυχία στο παιχνίδι.

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι μία από τις πρώτες περιπτώσεις της νευροεπιστημονικής μελέτης των ποδοσφαιριστών ήταν υψηλής τεχνολογίας. Το 2014 μια ομάδα Ιαπώνων ερευνητών έβαλε τον Neymar σε σαρωτή μαγνητικού τομογράφου για να δει πόσοι νευρώνες – ηλεκτρικά σήματα που μεταφέρουν μηνύματα στο σώμα – πυροδοτήθηκαν από τον εγκέφαλο του Βραζιλιάνου όταν επιχείρησε μια συγκεκριμένη άσκηση. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι χρησιμοποίησε 90% λιγότερες εκφορτίσεις νευρώνων από ότι μια ομάδα Ισπανών παικτών δεύτερης κατηγορίας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Το 2017, ο Wenger συμμετείχε σε μια φουτουριστική πρωτοβουλία, όταν στην πρώτη ομάδα της Άρσεναλ δόθηκαν ακουστικά εικονικής πραγματικότητας για να βοηθήσουν στην εκπαίδευση του εγκεφάλου τους. Αυτό το προγραμμα ήταν βραχύβιο, ωστόσο, αφού αρκετοί παίκτες παραπονέθηκαν ότι εμφάνισαν ναυτία.

Το 2024, ο Mat Pearson, επικεφαλής επιδόσεων στη Wolves, περιόρισε τον χρόνο που αφιερώνουν οι παίκτες της ακαδημίας του στη χρήση εικονικής πραγματικότητας. «Είναι συνήθως μία φορά την εβδομάδα για 15-20 λεπτά», λέει. Ο σύλλογος της Premier League χρησιμοποιεί την εικονική πραγματικότητα ως μέσο δοκιμής και βελτίωσης της «εγρήγορσης» των νεότερων παικτών, βάζοντας τους σε ασκήσεις που αναδημιουργούν εμπειρίες αγώνων.

«Μπορεί να προσφέρει μια καθηλωτική εμπειρία που τους επιτρέπει να δουν το παιχνίδι από πολλαπλές οπτικές γωνίες και πλευρες προκειμένου να μετρήσουν τον χρόνο λήψης των αποφάσεών τους», λέει ο Pearson. «Γενικά οι καλύτεροι παίκτες παίρνουν τις καλύτερες αποφάσεις και το κάνουν πιο γρήγορα. Με την ανάπτυξη αυτής της ικανότητας, μπορεί να υπάρξει ένα σημαντικό όφελος», συνεχίζει.

Ποια είναι τα στοιχεία που συμβάλλουν στην καλή λήψη αποφάσεων; Για τον Eric Castien, η ταχύτητα με την οποία ένας παίκτης μπορεί να επεξεργαστεί πληροφορίες είναι το κλειδί. Ο Castien, ιδρυτής της BrainsFirst, είναι ένας πρώην δημοσιογράφος που η δυνατότητα αξιολόγησης των νευρολογικών ικανοτήτων των παικτών, του κίνησε το ενδιαφέρον καθόν χρόνο εργαζόταν στην ακαδημία της Μπαρτσελόνα, La Masia.

«Οι άνθρωποι που εργάζονταν εκεί ήταν όλοι πεπεισμένοι ότι γνώριζαν ξεκάθαρα τα βασικά στοιχεία του ταλέντου: Ηταν τεχνικά, σωματικά και ψυχικά», λέει ο Castien. «Όταν τους ρώτησα: ποιο από αυτά τα θεμελιώδη είναι το πιο καθοριστικό, μου είπαν: Το πιο καθοριστικό είναι κάτι που δεν μπορούμε να προπονήσουμε. Και αυτό είναι η μαγεία».

Ο Castien συνεργάστηκε με δύο Ολλανδούς νευροεπιστήμονες για να αναπτύξει ένα τεστ που θα επιχειρούσε να συλλάβει μέρος αυτής της μαγείας. Μια σειρά παιχνιδιών που αξιολογούσαν την εργασία στη βραχυπρόθεσμη μνήμη, την προβλεψη και την αντίδραση κοινοποιήθηκε σε περισσότερους από 1.000 επαγγελματίες παίκτες σε όλη την Ευρώπη.

«Ανάμεσα σε αυτούς είχαμε παίκτες που έπαιζαν στο υψηλότερο επίπεδο του Champions League», λέει ο Castien. «Το ερώτημα ήταν: τι μοιράζονται; Και από άποψη εγκεφάλου, τι δεν μοιράζονται με τους παίκτες που αγωνίζονται στα ίδια αθλήματα σε χαμηλότερο επίπεδο;», προσθέτει. «Διαπιστώσαμε ότι η ταχύτητα επεξεργασίας πληροφοριών ήταν ένα από τα ξεκάθαρα δομικά στοιχεία της ευφυΐας του παιχνιδιού».

Ο Castien αναλύει τη σημασία της επεξεργασίας πληροφοριών στο σύνολο δεξιοτήτων ενός ποδοσφαιριστή με τον εξης τρόπο: «Πήγα στο πανεπιστήμιο και έτσι παραδοσιακά, οι άνθρωποι θα έλεγαν: Θα πρέπει να είναι έξυπνος τύπος – αλλά αν με κοίταζες στο γήπεδο ποδοσφαίρου να παίζω στο υψηλότερο επίπεδο, τότε θα έδειχνα πολύ ηλίθιος. Και αυτό γιατί μπορώ να πιάσω πολλές πληροφορίες γύρω μου, αλλά για να τις επεξεργαστώ, χρειάζομαι λίγο χρόνο. Όχι πάρα πολύ, αλλά έστω λίγο. Στα ελίτ αθλήματα, δεν έχεις ούτε τόσο λίγο χρόνο».

Το τεστ χρησιμοποιείται πλέον από περισσότερους από 25 συλλόγους, από την Αϊντχόφεν  έως τη Ρεάλ Σοσιεδάδ και τη πρόσφατα προβιβασμένη Σαουθάμπτον, ως εργαλείο για την αναγνώριση ταλέντων. Ο Castien υποστηρίζει ότι η έλλειψη γνώσης σχετικά με τη νευρολογική ικανότητα ενός παίκτη ή τις δυνατότητές του, είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους τόσοι πολλά υποσχόμενοι ποδοσφαιριστές αδυνατούν να συνεχίσουν  να αναπτύξουν καριέρα στο παιχνίδι.

«Όλοι γνωρίζουμε ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ του ποιος ήταν καλός στα 15, 16, 17 ετών και ποιος θα φτάσει στην εθνική ομάδα ενηλίκων», λέει. «Δεν λέω ότι όλα οφείλονται στον εγκέφαλο, αλλά η έλλειψη γνώσης, η έλλειψη γνώσεων για την λειτουργία του εγκεφάλου των παικτών της ακαδημίας, είναι μέρος της αμφίβολης κούρσας μετατροπής των ταλέντων της ακαδημίας σε ώριμους παίκτες».

Ο ίδιος λέει ότι πιστεύει πως τα μυστήρια του εγκεφάλου σε σχέση με το όμορφο παιχνίδι μια μέρα θα λυθούν. «Θα έλεγα ότι ήμαστε στα μισά του δρόμου», λέει. Καθώς όμως οι νευροεπιστημονικές προσεγγίσεις επεκτείνονται μέσα στο παιχνίδι, ενισχύουν επίσης τεχνικές που υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια και μπορεί στην πραγματικότητα, να έχουν ήδη γίνει εκτός μόδας», συνεχίζει.

«Υπάρχουν πολλές αντιδράσεις ενάντια στην επανάληψη. Το να κάνεις το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά, στην πραγματικότητα είναι πολύ σημαντικό», λέει η Holly Bridge, πανεπιστημιακή νευροεπιστήμονας που είναι μέλος μιας ομάδας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης που εξετάζει το «Ποδόσφαιρο στον εγκέφαλο».

«Αυτή η ιδέα της μυϊκής μνήμης, προφανώς δεν εδράζεται στους μύες μας», λέει. « Πρόκειται για μοτίβα πυροδότησης (νευρώνων) σε μια περιοχή του εγκεφάλου που ονομάζεται παρεγκεφαλίδα, η οποία βοηθά σε όλο αυτό το είδος μάθησης. Ουσιαστικά, αυτά τα μοτίβα πυροδότησης μας επιτρέπουν να κινούμαστε με αυτόματο τρόπο. Και κάθε φορά που κάτι πάει στραβά, επανεκπαιδεύουμε τους νευρώνες», προσθέτει.

«Είναι σαν ένα σύστημα ανατροφοδότησης. Δίνεις μια ευκαιρία σε κάτι και αν δεν πετύχει, λες:  τι πήγε στραβά σε αυτό το σημείο; Ας αλλάξουμε τις συνδέσεις μεταξύ αυτών των νευρώνων και θα το δοκιμάσουμε ξανά. Συνεχίζουμε και συνεχίζουμε με αυτή τη διαδικασία και μόλις την μάθουμε, τότε γίνεται αυτόματα» ολοκληρώνει.

Έτσι, αποδεικνύεται ότι η – από εδώ και καιρό – παρατήρηση που συνέδεσε την ικανότητα του David Beckham στα ελεύθερα χτυπήματα με το να είναι «το τελευταίο άτομο που φεύγει από την προπόνηση», καταλήγει σε ένα παρόμοιο συμπέρασμα με τα αποτελέσματα της μαγνητικής τομογραφίας του Neymar: Ενας συνδυασμός ταλέντου και επαναλαμβανόμενης εξάσκησης οδηγεί τελικά σε περίπλοκη δεξιότητα που γίνεται ενστικτώδης.

Η δουλειά της Sally Needham βρίσκεται σε έναν άλλο τομέα όπου η νευροεπιστήμη τεκμηριώνει ορισμένες μακροχρόνιες συμπεριφορές προπονητή: συγκεκριμένα, την τέχνη του να βάζεις ένα χέρι γύρω από τον ώμο ενός παίκτη. Η Needham εργάζεται στη γνωστική νευροεπιστήμη, ένα πεδίο που μελετά πώς το νευρικό σύστημα αλληλεπιδρά με το σώμα και μια σχέση που συνοψίζεται ως εξής: «Ό,τι σκεφτόμαστε το νιώθουμε και ό,τι αισθανόμαστε το σκεφτόμαστε».

«Εάν ένας παίκτης υποφέρει από άγχος ή αρνητικές σκέψεις, η κατάσταση μπορεί να εκδηλωθεί σωματικά. Θα μπορούσε να είναι ένας ξερός βήχας ή ένας υψηλός καρδιακός ρυθμός ή ενα σφιξιμο στο στομάχι», λέει η Needham. Αυτό μπορεί να επηρεάσει την απόκρισή τους στη μάχη και την αντίδραση «φυγή – κοκκάλωμα». Συνεχίζει λέγοντας οτι «αν αρχίσουμε να αναπτύσσουμε τη συναισθηματική μας ανθεκτικότητα, τότε η πιθανότητες να πέσουμε σε αυτή την κατάσταση θα είναι πολύ λιγότερες».

Η Needham πέρασε τα τελευταία δύο χρόνια συνεργαζόμενη με μελετητές στην ακαδημία της Sheffield United, παρατηρώντας τις στιγμές όπου «οι παίκτες βρίσκονται στην κόκκινη ζώνη, με περιορισμένη σκέψη, λήψη αποφάσεων, σάρωση και περιορισμένες μη λεκτικές ενδείξεις». Στη συνέχεια συνεργάστηκε με προπονητές και παίκτες για να εντοπίσει αυτές τις συμπεριφορές και να δημιουργήσει νέες συνήθειες. «Εκτός γηπέδου δημιουργούμε ανθεκτικότητα, ώστε όταν βρίσκονται στο γήπεδο, να μπορούν να αντιμετωπίσουν τα πράγματα καλύτερα. Στη συνέχεια πρέπει να το επαναλάβεις ξανα και ξανα».

Παρά το βαρετό της επανάληψης, η Needham λέει ότι αυτή η γενιά παικτών της ακαδημίας είναι δεκτική σε μια τέτοια προσέγγιση. «Τα παιδιά που έρχονται τώρα είναι διαφορετικά από αυτά που ερχονταν πριν», λέει. «Τα αγόρια με τα οποία έχω δουλέψει, τους αρέσει η γιόγκα, τους αρέσει η ζωγραφική με χρώματα, τους αρέσει η επίγνωση. Καταλαβαίνουν ότι τα αισθηματα και τα συναισθήματα βρίσκονται σε μια συνέχεια, ότι δεν υπάρχει καλό και κακό και ότι, στην πραγματικότητα, αυτό είναι κάτι απόλυτα φυσιολογικό», συμπληρώνει.

Με ένα τόσο ευρύ φάσμα πιθανών εφαρμογών, η νευροεπιστήμη μπορεί κάλλιστα να αποδειχθεί ότι είναι ο παράγων αλλαγής του παιχνιδιού που οραματίστηκε ο Wenger. Αλλά, εν μέρει, θα οφείλεται στο ότι στηρίζει τα παραδοσιακά μέσα για να κάνει τους ποδοσφαιριστές καλύτερους στο παιχνίδι που αγαπούν.

«Οι καλύτεροι διαισθητικοί προπονητές γνωρίζουν ήδη τους παίκτες και ξέρουν ποιος χρειάζεται ένα χέρι γύρω στον ώμο του και ποιος χρειάζεται μια κλωτσιά στον πισινό», λέει η Needham. Όμως η νευροεπιστήμη «τώρα σου δίνει το πιστοποιητικό ασφαλείας του γιατί κάνεις αυτό που κάνεις –  είναι η διαφορά μεταξύ της εφαρμογής μιας προσέγγισης και της κατανόησης της», καταλήγει.

Πηγή: The Guardian

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης