Υπάρχουν περιθώρια για βελτίωση στη συμμετοχή των ελληνικών βιομηχανικών και άλλων επιχειρήσεων στις προμήθειες και στα προγράμματα του CERN, δήλωσε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η νέα πρόεδρος του Συμβουλίου του CERN, δρ Ούρσουλα Μπάσλερ, η οποία είχε μία πρώτη ευκαιρία να γνωρίσει το ελληνικό οικοσύστημα έρευνας και καινοτομίας σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε σήμερα στο «Δημόκριτο» και διοργανώθηκε από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ).
Στην εκδήλωση, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι από ελληνικά ερευνητικά κέντρα, πανεπιστήμια και ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε σχετικά αντικείμενα, έγινε ενημέρωση για τις μεγάλες δυνατότητες αξιοποίησης της συμμετοχής της χώρας μας στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Πυρηνικών Ερευνών (CERN), το μεγαλύτερο εργαστήριο πυρηνικής και σωματιδιακής φυσικής στον κόσμο.
Η 54χρονη φυσικός Ούρσουλα Μπάσλερ, Γερμανίδα που σπούδασε και έκανε επιστημονική καριέρα στη Γαλλία, όπου έγινε αναπληρώτρια διευθύντρια του Εθνικού Ινστιτούτου Πυρηνικής και Σωματιδιακής Φυσικής, μετά από κοινή γαλλογερμανική πρόταση εξελέγη τον Σεπτέμβριο του 2018 και ανέλαβε φέτος τον Ιανουάριο τα καθήκοντά της ως νέα πρόεδρος του Συμβουλίου του CERN, του ανωτάτου οργάνου διοίκησής του.
Όπως προκύπτει από δηλώσεις, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, της κ. Μπάσλερ, του αναπληρωτή υπουργού Έρευνας και Καινοτομίας, Κώστα Φωτάκη και της επικεφαλής της ΓΓΕΤ, Πατρίτσιας Κυπριανίδου, οι δύο πλευρές βρίσκονται σε συζητήσεις για να γίνει μία νέα, πιο ευνοϊκή για τη χώρα μας, ρύθμιση των χρεών που έχει η Ελλάδα προς το CERN από παλαιότερα έτη.
Όπως ανέφερε η κ. Μπάσλερ, «η Ελλάδα έχει υπάρξει ένα ιστορικό και ιδρυτικό μέλος του CERN, συνεπώς υπάρχει μία μακρόχρονη σχέση, που νομίζω ότι είναι πολύ θετική. Πολλοί Έλληνες επιστήμονες και τεχνικοί εργάζονται στο CERN, καθώς επίσης έρχονται σε μας πολλοί ερευνητές από ελληνικά εργαστήρια, κάτι πολύ καλό ασφαλώς. Θα μπορούσε, πάντως, να υπάρξει βελτίωση στο θέμα των σχέσεών μας στο βιομηχανικό επίπεδο, κάτι πάνω στο οποίο πρέπει να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε. Πρέπει οι ελληνικές επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν περισσότερο το CERN, συμμετέχοντας σε προγράμματά του και παράλληλα ενισχύοντας τη μεταφορά τεχνολογίας από αυτό μέσω εταιρειών, εδραιωμένων ή νεοσύστατων. Υπάρχουν περιθώρια για βελτίωση στη συμμετοχή των ελληνικών βιομηχανικών και άλλων επιχειρήσεων στις προμήθειες και στα προγράμματα του CERN. Η Ελλάδα είναι πολύ δυνατή στο να στέλνει νέους ανθρώπους στο CERN, π.χ. φοιτητές, κάτι που μπορεί να βοηθήσει για την περαιτέρω βελτίωση των διμερών σχέσεών μας».
Σε ερώτηση εάν υπάρχουν σήμερα ανοιχτά ζητήματα ανάμεσα στην Ελλάδα και στον CERN, όπως το ζήτημα της καθυστέρησης της καταβολής παλαιότερων ετήσιων υποχρεώσεων της χώρας, απάντησε ότι «όντως είχαν υπάρξει τέτοιες δυσκολίες εξαιτίας της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Αλλά κάναμε ένα σχέδιο για το πώς θα αντιμετωπίσουμε αυτές τις δυσκολίες και αυτό το σχέδιο βρίσκεται σε εξέλιξη. Είμαστε σε συζήτηση με το αρμόδιο υπουργείο για να κάνουμε κάποιες αλλαγές, αλλά δεν βλέπω κάποιο σοβαρό πρόβλημα. Πάντως, δεν υπάρχουν καθυστερήσεις στις υποχρεώσεις της Ελλάδας».
Το CERN ιδρύθηκε το 1954 από 12 χώρες, με την Ελλάδα να αποτελεί ιδρυτικό μέλος, ενώ σήμερα αριθμεί 22 χώρες-μέλη. Σύμφωνα με στοιχεία που παρέθεσε η κ. Μπάσλερ για την ελληνική παρουσία στον CERN, στο μόνιμο προσωπικό του εργάζονται 45 Έλληνες, ενώ υπάρχουν, επίσης, 59 ερευνητικοί συνεργάτες, 13 φοιτητές που κάνουν εκεί το διδακτορικό τους, καθώς επίσης 28 φοιτητές τεχνικών ειδικοτήτων και άλλοι οκτώ στο διοικητικό πεδίο.
Οι ελληνικής καταγωγής επιστήμονες χρήστες του CERN φθάνουν τους 240 και από αυτούς οι 150 έχουν έδρα την Ελλάδα. Επίσης, ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων εκπαιδευτικών (844 σε σύνολο σχεδόν 9.900 από όλες τις χώρες μέλη) έχει παρακολουθήσει προγράμματα του CERN τα τελευταία χρόνια. Η χώρα μας συμβάλλει σε ποσοστό 1,2% στον προϋπολογισμό του CERN, συνολικού ύψους 1.150 εκατ. ελβετικών φράγκων.
Κ. Φωτάκης
«Θεωρούμε τη συμμετοχή μας στον CERN πολύ σημαντική και κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια εκπληρώνουμε όλες τις οικονομικές υποχρεώσεις μας προς αυτό, ενώ έχει γίνει και μία διαπραγμάτευση για τα χρέη προς τον CERN, που είχαν προηγούμενες κυβερνήσεις», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Φωτάκης.
«Εξαιτίας του καλού ονόματος που έχει πλέον η χώρα μας στον CERN, συζητάμε να υπάρξουν και βελτιωτικές πρωτοβουλίες, οι οποίες θα συζητηθούν και θα παγιωθούν στο μέλλον. Αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα με τον CERN. Είναι, επίσης, πολύ θετικό ότι έχουν αυξηθεί οι λεγόμενες επιστροφές από τον CERN τόσο σε επίπεδο εκπαίδευσης και κατάρτισης όσο και σε επίπεδο βιομηχανικών επιστροφών. Ενδεικτικά, ενώ το 2016 οι συμμετοχές ελληνικών επιχειρήσεων σε προκηρύξεις του CERN ήσαν δύο εκατομμύρια ευρώ, τώρα έχουν φθάσει στα τρία εκατ. ευρώ, μία πολύ σημαντική αύξηση» πρόσθεσε.
Ακόμη, σημείωσε ότι «ενώ ως χώρα συνεισφέρουμε περίπου το 1% στον προϋπολογισμό του CERN, η συμμετοχή μας είναι αναλογικά πολύ μεγαλύτερη σε αριθμό μαθητών, φοιτητών, μεταπτυχιακών και διδακτορικών φοιτητών, καθώς επίσης μεταδιδακτόρων και ώριμων ερευνητών σε προγράμματα του CERN. H επιστροφή από το CERN είναι περίπου 10%, σχεδόν δεκαπλάσια από τη συνεισφορά μας».
Με την κ. Μπάσλερ ο κ. Φωτάκης συζήτησε τις δυνατότητες που διανοίγονται για το μέλλον. Μεταξύ άλλων, όπως είπε, «ο “Δημόκριτος” θα παίξει σημαντικό ρόλο στη νέα στρατηγική που θα αναπτύξει ο CERN και την οποία ήδη συζητάμε. Μαζί με ξένα ερευνητικά κέντρα θα μπορούσε π.χ. να αναλαμβάνει την ανάπτυξη επιστημονικών οργάνων».
Π. Κυπριανίδου
Η γγ Έρευνας και Τεχνολογίας, Πατρίτσια Κυπριανίδου, τόνισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «ο CERN έχει ένα δυνατό “brand name” στην ελληνική κοινωνία, ενώ παράλληλα υπάρχει ένα ελληνικό ερευνητικό και επιχειρηματικό οικοσύστημα γύρω από τον CERN. Πέρα από αυτό, ως πολιτεία έχουμε υποχρέωση να εξηγούμε στην ελληνική κοινωνία κάθε ευρώ που πληρώνουμε. Δυστυχώς, με τoν CERN έχουμε εκκρεμότητα από το παρελθόν, καθώς οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν αφήσει απλήρωτες πολλές από τις υποχρεώσεις της χώρας, πράγμα που μας δημιούργησε ένα σοβαρό θέμα. Κάναμε μία συμφωνία με τον CERN από το 2016, την οποία τιμάμε, πληρώνοντας ένα ποσό κάθε χρόνο για τα παλαιά μας χρέη, γύρω στα 3 εκατ. ελβετικά φράγμα ετησίως, ενώ παράλληλα πληρώνουμε στο ακέραιο τις τρέχουσες υποχρεώσεις μας, την ετήσια συνδρομή της χώρας μας, της τάξης των 10 έως 11 εκατ. ελβετικών φράγκων. Αυτήν τη στιγμή, επίσης, έχουμε μία ανοιχτή ρύθμιση υπό διαπραγμάτευση με το Συμβούλιο του CERN, ώστε να έχουμε μία καλύτερη ρύθμιση εντός του 2019 σε σχέση με το χρέος του παρελθόντος, που είναι πολύ μεγάλο. Είναι πάντως κάτι που θα πρέπει να αποφασίσει το Συμβούλιο του CERN, στο οποίο συμμετέχουν όλα τα κράτη-μέλη».