Να στείλει μήνυμα ότι «η θεμελιώδης αρχή της ΕΕ περί αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών δεν είναι κενή περιεχομένου, ότι δεν περιορίζεται σε δημόσιες διακηρύξεις και δύναται να λειτουργήσει αποτρεπτικά στη δημιουργία τετελεσμένων», κάλεσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που αναμένεται να συζητήσει το μέλλον των σχέσεων ΕΕ- Τουρκίας, ο Κύπριος υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Χριστοδουλίδης.

«Πραγματικά ευελπιστούμε ότι θα προκύψουν τέτοια αποτελέσματα από τη συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που θα ενισχύσουν την αξιοπιστία της ΕΕ, θα αναδεικνύουν στην πράξη και ουσιαστικά την επιθυμία της να διαδραματίσει με αποφασιστικότητα ένα πιο γεωπολιτικό ρόλο», τόνισε χαρακτηριστικά.

«Είμαστε πεπεισμένοι ότι η Ανατολική Μεσόγειος, μια περιοχή ιδιαίτερης γεωστρατηγικής σημασίας για την ΕΕ, μπορεί να αποτελέσει ένα χώρο σταθερότητας, ειρήνης και ευημερίας» ανέφερε. «Αυτό είναι το όραμά μας και προς αυτή την κατεύθυνση εργαζόμαστε, διευρύνοντας το δίκτυο περιφερειακής συνεργασίας με κράτη της περιοχής. Πάντα χωρίς αποκλεισμούς και στη βάση μιας θετικής προσέγγισης και με μοναδική προϋπόθεση τον σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο και τις αρχές για σχέσεις καλής γειτονίας» διευκρίνισε. 

Όμως, όπως πρόσθεσε, «δυστυχώς είμαστε μάρτυρες μιας επιθετικής ρητορικής από πλευράς Τουρκίας ενάντια σε ένα μεσογειακό κράτος μέλος της ΕΕ, με απειλές για επανέναρξη έκνομων ενεργειών εντός της ΑΟΖ της Κύπρου και δημιουργία νέων, απαράδεκτων τετελεσμένων εντός της περίκλειστης περιοχής της Αμμοχώστου».

Επισήμανε πως οι ενέργειες αυτές «έχουν στόχο την υπονόμευση της σταθερότητας και της συνεργασίας στην περιοχή, αλλά και την επιβολή δια της βίας μιας μορφής λύσης του Κυπριακού που όχι μόνο ξεφεύγει του συμφωνημένου πλαισίου και των αρχών και αξιών της ΕΕ, αλλά είναι και σε πλήρη αντίθεση με τις επιθυμίες της συντριπτικής πλειοψηφίας του κυπριακού λαού, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων».

Ο κ. Χριστοδουλίδης υπογράμμισε τη σημασία του συνεχούς διαλόγου μεταξύ των επτά μεσογειακών κρατών της ΕΕ, την οποία ανέδειξε ακόμα περισσότερο και η πρωτόγνωρη κρίση της πανδημίας.

Παράλληλα σημείωσε ότι η στήριξη των κρατών μελών της ΕΕ από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Σταθερότητας είναι σημαντικό εργαλείο «ώστε να μπορέσουμε να καταστήσουμε τις οικονομίες μας ακόμα πιο βιώσιμες, πιο ικανές να ανταπεξέλθουν σε προκλήσεις και στην ουσία να μετατρέψουμε τις επιπτώσεις της πανδημίας σε ευκαιρίες για δημιουργία πιο ανθεκτικών και ανταγωνιστικών οικονομιών, που θα ανταποκρίνονται στα σημερινά δεδομένα και θα προωθούν, μεταξύ άλλων, την πράσινη μετάβαση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό, ενώ θα διασφαλίζουν τα κοινωνικά δικαιώματα».

Αναφορικά με το θέμα της μετανάστευσης, επισήμανε ότι, για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι δυσανάλογα μεγάλες μεταναστευτικές ροές που αντιμετωπίζουν τα μεσογειακά κράτη μέλη της ΕΕ, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι το νέο σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο θα βασίζεται στην ισορροπία μεταξύ των αρχών της ευθύνης και της αλληλεγγύης, αλλά και η ενίσχυση της συνεργασίας με τρίτες χώρες για αποτροπή των παράτυπων ροών προς την ΕΕ.

«Η Κύπρος, ως κράτος μέλος πρώτης γραμμής, καλείται, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, να διαχειριστεί μια πρωτόγνωρη κατάσταση λόγω μιας άνευ προηγουμένου αύξησης των μεταναστευτικών ροών» τόνισε και πρόσθεσε:

«Η κατάσταση παραμένει δυστυχώς ανησυχητική, αφενός λόγω της συστηματικής εργαλειοποίησης και εκμετάλλευσης του ανθρωπίνου πόνου από κάποια κράτη, και αφετέρου λόγω της άρνησης της Τουρκίας να συνεργαστεί και να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις έναντι της Κύπρου, συμπεριλαμβανομένης της συμφωνίας επανεισδοχής με την ΕΕ».