«Οι σύγχρονες θεολογικές προκλήσεις και προοπτικές» ήταν το θέμα, το οποίο ανέπτυξε στην κατάμεστη αίθουσα εκδηλώσεων της Θεολογικής Σχολή της Εκκλησίας Κύπρου ο αρχιεπίσκοπος Αμερικής, Δημήτριος. Τη διάλεξη του κ. Δημητρίου παρακολούθησαν ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος, μέλη της Ιεράς Συνόδου, η σύζυγος του προέδρου της Δημοκρατίας, ‘Αντρη Αναστασιάδη, ο πρόεδρος της Βουλής, Δημήτρης Συλλούρης, πρυτάνεις, καθηγητές, φοιτητές της Σχολής και πολλοί άλλοι κληρικοί και λαϊκοί.

Τον αρχιεπίσκοπο προσφώνησε ο διευθυντής της σχολής, πρωτοπρεσβύτερος Κυπριανός Κουντουρής, η δε καθηγήτρια Βελουδία Σιδέρη-Παπαδοπούλου μίλησε για την προσωπικότητα και το έργο του.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο αρχιεπίσκοπος Δημήτριος μετέφερε τις ευλογίες και τους χαιρετισμούς του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, και στην εισαγωγή της διάλεξης του είπε ότι το θέμα της έχει ως κέντρο τη θεολογία τόσο ως σπουδαίο κλάδο μελέτης υπό την ακαδημαϊκή έννοια, όσο και ως ουσιαστικό περιεχόμενο πίστης. «Η πρώτη θεώρηση της θεολογίας ως ακαδημαϊκού κλάδου είναι μάλλον διανοητικής φύσεως, η άλλη της θεολογίας ως πίστεως είναι προσωπική, διαπροσωπικής και υπαρξιακής φύσεως» σημείωσε. «Αμφότερες οι θεωρήσεις» είπε, «είναι πολύ σημαντικές ως πεδία ζωής και δραστηριότητος για μια Θεολογική Σχολή, όπως και για τους ανθρώπους, οι οποίοι διδάσκουν ή φοιτούν σ’ αυτήν, ιδίως για εκείνους που προορίζονται να γίνουν κληρικοί».

Αναφερόμενος στις σύγχρονες θεολογικές προκλήσεις, ο αρχιεπίσκοπος είπε ότι η πρώτη είναι γλωσσολογική. «Δηλαδή, η λέξη θεολογία αυτή καθ’ εαυτή έχει υποστεί διεργασία σημασιολογικής διαφοροποιήσεως και διευρύνσεως. Έτσι είναι σύνηθες στις ημέρες μας να ομιλούμε περί διαφόρων επί μέρους πεδίων θεολογίας, όπως ηθική θεολογία, ποιμαντική θεολογία, λειτουργική θεολογία, κοινωνική θεολογία, ασκητική θεολογία κ.ο.κ.» ανέφερε.

Επισήμανε όμως, ότι όταν οι Πατέρες της Εκκλησίας μιλούν περί θεολογίας «είναι ακριβώς αυτή η αρχική έννοια, την οποίαν έχουν υπ’ όψιν των». Αληθινός θεολόγος, υπέδειξε, είναι εκείνος, ο οποίος, σύμφωνα με τον ‘Αγιο Γρηγόριο «πλάθεται και πλάθει άλλους διά της Αγίας Γραφής». Αυτό, διευκρίνισε, δεν αποκλείει τη διανοητική προσέγγιση και τη γλωσσική εκφορά.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Στη συνέχεια ανέλυσε το θέμα εστιάζοντας σε τρία ζητήματα:

1. Η Θεολογία ως παρουσίαση και βίωμα -ανάλυση της αληθείας περί Θεού «της αποκαλυφθείσης από τον Θεό». «Οι επιστήμονες έχουν την ακαδημαϊκή ευθύνη να μην εκφέρουν επιπόλαιες απόψεις για τη θεολογία, με ιδεολογικές απόψεις περί δημιουργίας του σύμπαντος, που κείνται εκτός του πεδίου ερεύνης των, από την άλλη πλευρά οι θεολόγοι, οι οποίοι σέβονται τον κλάδο τους, πρέπει να προσέχουν στην διατύπωση απόψεων σχετικών με καθαρά επιστημονικά θέματα» επεσήμανε.

2. Η Θεολογία προσφέρει τη γλώσσα και την πράξη της λατρείας. Όπως είπε ένα δεύτερο πεδίο θεολογικών προκλήσεων και προοπτικών συνδέεται με την γλώσσα και πράξη της ορθοδόξου χριστιανικής λατρείας. Αυτό, ανέφερε, γίνεται με δύο τρόπους: πρώτον, με τη γλωσσική ανάπτυξη των Βιβλικών κειμένων, που αποτελούν την βασική μορφή της λειτουργικής πράξης της Εκκλησίας μας, και δεύτερον με την υπέροχη θεολογική γλωσσική επένδυση της ορθόδοξης τελετουργίας. Επίσης, επισήμανε «σκεφθείτε επίσης την υμνολογία της Μεγάλης Εβδομάδος οι κανόνες και ύμνοι κάθε ημέρας ως το Πάσχα δεν αποτελούν μόνο τα ουσιαστικότερα θεολογικά κείμενα για το Πάθος και την Ανάσταση του Κυρίου Ιησού Χριστού αλλά και την υψηλότερη θεολογική γλώσσα».

3. Η Θεολογία ως παράγων διαμορφωτικός της αποστολής και του λειτουργήματος της ιεροσύνης. Για το ζήτημα αυτό ο αρχιεπίσκοπος Αμερικής εξήγησε ότι η Θεολογία δεν περιορίζεται μόνο στην παρουσίαση και ανάλυση της αλήθειας «της αποκαλυφθείσης από τον Θεό», ή στην προσφορά της κατάλληλης γλώσσας και πράξης στη διαμόρφωση της λατρείας, αλλά επιπλέον είναι «ουσιωδέστατος παράγων διαμορφωτικός της αποστολής και του λειτουργήματος της ιερωσύνης». Δε νοείται να είναι κάποιος ιερέας ή διδάσκαλος θρησκευτικών «χωρίς να διαθέτει ισχυρή και πλήρη θεολογική κατάρτιση».

«Το κύριο και κοινό στοιχείο σε όλα αυτά, είπε, είναι ότι «η θεολογία αποτελεί τεράστια μεταμορφωτική δύναμη» είπε.

Τόνισε δε, ότι η ουσιαστική πρόκληση και η αληθινή προοπτική είναι «μια θεολογία, που μεταμορφώνει και εκφράζεται από θεολόγους οι οποίοι είναι άνθρωποι μεταμορφούμενοι στο μέτρο ηλικίας του πληρώματος του Χριστού κατά τον Απόστολο Παύλο (προς Εφεσίους 4:13)».

Συμπερασματικά, ο αρχιεπίσκοπος Αμερικής ανέφερε ότι:

Ένας αληθινός θεολόγος, που αντιμετωπίζει τις σύγχρονες προκλήσεις, δεν είναι απλώς ένας καλός μελετητής, ένας δεξιοτέχνης συγγραφέας, ή ένας εύγλωττος ομιλητής, αλλά «αληθινός θεολόγος είναι κάποιος, ο οποίος είναι σε διαδικασία πνευματικής μεταμορφώσεως μέσω της χάριτος του Χριστού και της εγκατοικήσεως του Αγίου Πνεύματος».

«Αυτή τη μεταμορφωτική δύναμη της θεολογίας τη βλέπουμε ανάγλυφα στις περιπτώσεις τριών μεγάλων μορφών της πίστεως που απεκλήθησαν από την Εκκλησία Θεολόγοι. Πρόκειται για τον ‘Αγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και Ευαγγελιστή, για τον ‘Αγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο και για τον ‘Αγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο» είπε.

«Αυτή η θεολογία με την ακατανίκητη μεταμορφωτική της δύναμη μπορεί να αντιμετωπίσει όλες τις σύγχρονες προκλήσεις, που προέρχονται από την επιστήμη και την φιλοσοφία, από την πολιτική και την τεχνολογία, από την διαφθορά και την κοινωνική σύγχυση, από την αθεία και τον αγνωστικισμό, από τις καινοφανείς ιδεολογίες και την άρνηση των πνευματικών αξιών, από την διάβρωση των θεσμών και τον ευτελισμό του ανθρώπου» κατέληξε.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης