“Ιστορία του ελληνικού κράτους” είναι μια βραχυλογία, μια απλούστευση. Το κράτος είναι ένα πρίσμα, ένας φακός, ένα κέντρο εστίασης, ένας τρόπος να φέρουμε μέσα στο οπτικό μας πεδίο την κοινωνία που παρατηρούμε. Αμέσως μετά, όμως μπορούμε να εστιάσουμε το βλέμμα μας στους ανθρώπους.

Το ελληνικό κράτος δημιουργείται το 1828 εκ του μηδενός και, έως το 1920, αλλάζει ριζικά την ζωή των ανθρώπων που το δημιούργησαν με την φαντασία τους και με την επαναστατική τους πράξη. Τους επιβάλλει την αυθεντία και την νομιμότητά του, την βία και την εξουσία του· ελέγχει την αναμεταξύ τους βία· τέμνει, δικάζει και τιμωρεί· δεσμεύει την Εκκλησία χωρίς να υποτάσσει, την προσκυνά και την χρησιμοποιεί, στηρίζει επάνω της μέγα μέρος της δικής του νομιμότητας· εκπαιδεύει τους νέους και τις νέες, τους μαθαίνει τον νόμο, την τάξη, την υποταγή, την εξίσωση έθνος-κράτος, τον πατριωτισμό.

Με άλλα λόγια, το νεαρό ελληνικό κράτος επιβάλλει στους ανθρώπους ό,τι εν πολλοίς επιβάλλουν όλα τα κράτη. Και εκείνοι με τη σειρά τους, το ανέχονται, το αποδέχονται, το απορρίπτουν, το υποκύπτουν, το περιβάλλουν με τα εθνικά σύμβολα, το διεκδικούν, εξεγείρονται, το καταλύουν προς στιγμήν για να το θεσμίσουν εξ υπαρχής, το στηρίζουν, το στελεχώνουν, το διαβρώνουν, το χρησιμοποιούν εναντίον αλλήλων, ζητούν την διαιτησία του. Εκείνοι, διατυπώνουν τις εθνικιστικές του φαντασιώσεις· εκείνες, μεταδίδουν στα παιδιά τους τις αλυτρωτικές του ανάγκες και προσδοκίες και, όλοι, μαζί, ακολουθούν τις σημαίες του, τροφοδοτούν με φόρους τα ταμεία του και με το αίμα τους πολέμους του.

Γράφοντας το βιβλίο αυτό, σκοπός μου δεν ήταν να διηγηθώ “τι έγινε”, αλλά να κατανοήσω το “γιατί έγινε”. Δεν ήταν να διηγηθώ μια ιστορία, την ιστορία, αλλά να την ερμηνεύσω. Και με τον σκοπό αυτόν, ήθελα να μιλήσω όχι μόνο στον ειδικό αναγνώστη, τον ιστορικό, τον κοινωνιολόγο, τον οικονομολόγο, τον φοιτητή. Ήθελα να μιλήσω, ίσως ακόμη περισσότερο, στους γενικούς αναγνώστες και αναγνώστριες. Είναι τα πρόσωπα που περιδιαβάζουν συνεχώς στην σκέψη του κάθε συγγραφέα και οδηγούν το χέρι και την καρδιά του· πρόσωπα που έχουν από τον συγγραφέα δύο απαιτήσεις: να μοιραστεί μαζί τους την όποια γνώση του, προσφέροντάς τους και ολίγη τέρψη.

Δύο μόνο απαιτήσεις, αλλά μεγάλες: επιβάλλουν στον συγγραφέα σαφήνεια και απλότητα γραφής, και μια ελάχιστη, έστω, καλαισθησία. Άλλωστε, αυτοί είναι νομίζω οι μόνοι τρόποι που έχει και ο συγγραφέας για να πλησιάσει πραγματικά ή, όπως λέμε, να “κοιτάξει στα μάτια” τον αναγνώστη.>

     Το βιβλίο μπορείτε να το αγοράσετε από εδώ


Κριτική

Ο Γιώργος Δερτιλής ανήκει σε μια γενιά ιστορικών που έκανε την εμφάνισή της αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση και προσπάθησε να φέρει στην Ελλάδα μια διαφορετική, σε σχέση με εκείνη που επικρατούσε μέχρι τότε, αντίληψη για την ιστοριογραφία. Το έργο του, σε αυτά τα τριάντα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από την πρώτη του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα, είναι και πλούσιο και ποικίλο. Χαρακτηρίζεται πάντως από ορισμένες ιδιαιτερότητες και από κάποια μοτίβα που επαναλαμβάνονται και τα οποία νομίζω ότι είναι απαραίτητο να επισημανθούν, αν θέλει κανείς να κατανοήσει καλύτερα την Ιστορία του ελληνικού κράτους.

Πρώτα απ’ όλα, η ιδιαίτερη βαρύτητα που δίνει στην αφηγηματική λειτουργία. Δεύτερον, μία επιμονή, που συχνά μετατρέπεται σε εμμονή, για μεθοδολογική αυστηρότητα. Τρίτον, η πολιτική προδιάθεση που χαρακτηρίζει σχεδόν όλα τα έργα του και κατά μείζονα λόγο το συγκεκριμένο. Ο σχολιασμός τής τρέχουσας πραγματικότητας είναι συχνά ρητός, σε άλλες πάλι περιπτώσεις δυσδιάκριτος μεν, αλλά πάντοτε υπαρκτός. Τέταρτο, η επιμονή στην απαξίωση των συνόρων μεταξύ των επιστημονικών πεδίων, εντός των οποίων οφείλει να κινηθεί προκειμένου να αναλύσει ή να κατανοήσει διαδικασίες σύνθετες και συχνά επικαλυπτόμενες. Πέμπτον, η επιμονή στην ισόρροπη ανάπτυξη τόσο του θεωρητικού προτάγματος του έργου του όσο και των εμπειρικών αντερεισμάτων του, πρωτογενών ή δευτερογενών. Σημείο το οποίο ίσως να θεωρείται μάλλον αυτονόητο για μια επιστημονική εργασία, αλλά που νομίζω ότι δεν είναι, αν κρίνω από την πρόσφατη παραγωγή της ιστοριογραφίας μας.

Όλα αυτά τα στοιχεία που μόλις ανέφερα, διαπερνούν όλο το έργο του Δερτιλή, αλλά εμφανίζονται με ιδιαίτερη ένταση στην «Ιστορία του ελληνικού κράτους». Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά τους.

Δεν μας λείπουν ιστορίες του ελληνικού κράτους, ακόμη και αν, συχνά, οι εργασίες αυτές δεν φέρουν το συγκεκριμένο τίτλο. Το αντίθετο μάλιστα, νομίζω ότι η σχετική θεματική αποτελεί προνομιούχο πεδίο έρευνας στην Ελλάδα. Αν προσπαθούσαμε, ωστόσο, να απομονώσουμε τα κοινά χαρακτηριστικά τους θα λέγαμε ότι οι εν λόγω εργασίες είτε διακρίνονται από μία υπερβάλλουσα θεωρητικοποίηση στη βάση κάποιας κοινωνικής θεωρίας για το κράτος, με αποτέλεσμα να έχουν περιορισμένη εμπειρική υποστήριξη, είτε διακατέχονται από έναν μεθοδολογικό μονισμό, με συνέπεια οι διαδικασίες συγκρότησης του κράτους να περιορίζονται στο χώρο του πολιτικού φαινομένου και μόνο. Αυτό που στην καθημερινή μας ζωή θεωρείται αυτονόητο, δηλαδή η ιδιαίτερη σημασία του οικονομικού παράγοντα στη συγκρότηση των κρατικών δραστηριοτήτων, στο χώρο της ιστοριογραφίας ή της πολιτικής επιστήμης συχνά παραγνωρίζεται ή απλοποιείται, σε βαθμό που η ανάλυση να καθίσταται απλοϊκή.

Δεν χρειάζεται να διαβάσει κανείς το βιβλίο τού Δερτιλή, αρκεί να ξεφυλλίσει τα περιεχόμενά του για να διαπιστώσει τις εντυπωσιακές διαφορές στην προσέγγισή του σε σύγκριση με την υφιστάμενη βιβλιογραφία για το κράτος. Η οικονομία φαίνεται να διαπερνά κάθε πτυχή της προσέγγισής του, το πολιτικό στοιχείο, ακόμη και όταν γίνεται άμεσα λόγος για την κρατική συγκρότηση, δείχνει να παρουσιάζεται υποδεέστερο, να αποτελεί την εξαρτημένη μεταβλητή του υποδείγματος.
Κάτι τέτοιο όμως δεν αποτελεί παρά το επιφαινόμενο. Ο Δερτιλής έχει ως στόχο του να κάνει μία «συνολική ιστορία», στην οποία η οικονομία δεν αποτελεί παρά το έναυσμα, το γεωμετρικό τόπο, μεθοδολογικό όσο και αφηγηματικό, για να κατανοήσει το κοινωνικό φαινόμενο στην ολότητά του. Κανένα στοιχείο από εκείνα που είναι απαραίτητα για την προσέγγιση του φαινομένου «κράτος» δεν λείπει από την ανάλυσή του. Μόνο που είναι υποταγμένα σε μία λογική προσωπική όσο και πρωτότυπη.

Στην οπτική αυτή του είναι εύκολο να κινηθεί στο μικρο-επίπεδο της αγροτικής ή της μικρο-αστικής οικογένειας, του δημόσιου υπαλλήλου, του κεφαλαιούχου, του προεστού, όπως αναδεικνύονται, συγκεκριμένοι με όνομα και επίθετο, μέσα από το εμπειρικό υλικό, αλλά και να μεταφερθεί, χωρίς θεωρητικές αβαρίες, στο μακρο-επίπεδο των κοινωνικών ομάδων των αγροτών, των μικροαστών, των βιομηχάνων και τραπεζιτών, των εγχώριων κεφαλαιούχων αλλά και εκείνων της διασποράς.

Αντιστοίχως, η ίδια προσέγγιση του κράτους δίνει τη δυνατότητα στον Δερτιλή να χειριστεί ισότιμα τις ιδεολογικές συνιστώσες του φαινομένου της κρατικής διαμόρφωσης αλλά και τις πολιτικές του συντεταγμένες, τις κοινωνικές διαδικασίες που γεννά αλλά και το γεννάνε και τις οικονομικές δυναμικές, χωρίς τις οποίες το φαινόμενο του κράτους θα παρέμενε αφελώς μετέωρο στο χώρο της πολιτικής θεωρίας.

Μα μιας και μιλάμε για Ιστορία, ή για την ακρίβεια για το έργο ενός ιστορικού -ένα σημείο στο οποίο συχνότατα επιμένει ο Δερτιλής-, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι το ιδιογραφικό, το συγκεκριμένο. Το ελληνικό κράτος αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση, όπως, άλλωστε, και κάθε κράτος, αλλά ο εντοπισμός των ιδιαιτεροτήτων και η αποφυγή των κοινών τόπων ή των κοινότοπων αφορισμών δεν είναι απαραίτητα εύκολο εγχείρημα. Ο Δερτιλής χρησιμοποιεί τα θεωρητικά του σχήματα ως οχήματα διείσδυσης στην ιδιαίτερη ελληνική πραγματικότητα και στη βάση τους αξιοποιεί έναν εντυπωσιακό αριθμό τεκμηρίων, αρχειακών και μη, που συστηματικά συλλέγει τα τελευταία χρόνια.
Με τον τρόπο αυτόν οι εξαρτήσεις από τις ξένες δυνάμεις, που υπήρξαν ένα τόσο προσφιλές θέμα της ιστοριογραφίας μας μέχρι πολύ πρόσφατα και βασική ερμηνευτική παράμετρος της ελληνικής Ιστορίας, μετατρέπονται σε μεταβολές των γεωπολιτικών και γεωοικονομικών συνθηκών και εντάσσονται σε μία ευρύτερη προβληματική. Αντιστοίχως, οι επενδύσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, χάνουν το βολονταριστικό χαρακτήρα με τον οποίο τις επένδυε η σχετική φιλολογία και αποκτούν ένα άλλο νόημα, καθώς πλαισιώνονται από τη λογική των επιχειρηματικών στρατηγικών. Ακόμη, οι οικονομικές πολιτικές παύουν να ερμηνεύονται μονόπλευρα και χρωματίζονται από τις ανάγκες των κοινωνικών και πολιτικών δικτυώσεων. Τέλος, η οικονομική ανάπτυξη του ελληνικού κράτους παύει να συγκροτεί μιαν απλοϊκή διαδικασία που ασφυκτιά στο πεδίο της οικονομίας, αλλά αποτελεί ένα πολύπλοκο κοινωνικό προϊόν.

Ενδεχομένως όλα αυτά να δημιουργούν την εντύπωση ότι έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο βαρύ και δυσπρόσιτο. Θα ήταν λάθος να πιστέψει κανείς κάτι τέτοιο. Για ακόμη μια φορά ο Δερτιλής παρουσιάζει ένα αφηγηματικά άψογο κείμενο, θελκτικό στην ανάγνωσή του όσο και ευπρόσληπτο.

Συνάμα είναι και ένα βιβλίο το οποίο, έστω και διακριτικά, και ασφαλώς πολύ πιο διακριτικά από άλλες προγενέστερες δουλειές του συγγραφέα του, περιέχει πολιτικά και κοινωνικά σχόλια. Συχνά ο συγγραφέας δεν λέει τίποτε περισσότερο από αυτό που η ανάλυσή του αφήνει να φανεί, σε άλλες πάλι περιπτώσεις παρουσιάζεται ιδιαίτερα δηκτικός για τη σημερινή Ελλάδα. Το κομμάτι ιδίως για την εξέλιξη της φορολογικής πολιτικής στη χώρα μας δεν είναι κατά τη γνώμη μου δυνατόν να διαβαστεί χωρίς συνεχείς συνειρμούς για την τρέχουσα ελληνική πραγματικότητα. Ως θιασώτης μιας ιστοριογραφίας που θα πρέπει να παίζει ενεργό ρόλο στην καθημερινή ζωή, ο Δερτιλής θεωρεί αυτονόητο ότι η δουλειά του οφείλει να εμπεριέχει και την πολιτική διάσταση.

Το βιβλίο του Δερτιλή δείχνει μια ζωντάνια σπάνια για την ελληνική ιστοριογραφία. Σε μια εποχή που οι περισσότεροι ιστορικοί της γενιάς του, αλλά και πολλοί εκ των νεοτέρων, έχουν πάψει να γράφουν ή έστω να προσφέρουν κάτι καινούργιο, ο Δερτιλής επιμένει, και επιμένει γόνιμα. Ελπίζω πως θα εξακολουθήσει να έχει αυτή τη φρεσκάδα για να μας δώσει σύντομα και μία συνέχεια της Ιστορίας του ελληνικού κράτους που θα φτάνει μέχρι τις μέρες μας.

(Κώστας Κωστής – Βιβλιοθήκη 2/12/2005)

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Ο Γιώργος Δερτιλής σπούδασε Δημόσιο Δίκαιο και Οικονομικές Επιστήμες στην Αθήνα, Πολιτική Θεωρία και Ιστορία στην Αγγλία (1973-1977). Από το 1978 έως το 2000 δίδαξε Ιστορία στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου εξελέγη ομοφώνως υφηγητής το 1980 και καθηγητής Κοινωνικής και Οικονομικής Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών το 1983.

Έχει εκλεγεί επισκέπτης καθηγητής στο Harvard, στην Οξφόρδη και στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας. Το 2000 εξελέγη τακτικός καθηγητής (directeur d’ etudes) στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales στο Παρίσι και παραιτήθηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει ιδρύσει το Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών και έχει διατελέσει μέλος του Εθνικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Έρευνας και των Επιστημονικών ή Διοικητικών Συμβουλίων του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης και των ιδρυμάτων Schlumberger και Maison Suger (Παρίσι). Δώδεκα βιβλία και σαράντα περίπου άρθρα του, έχουν δημοσιευθεί ή μεταφραστεί στην ελληνική, αγγλική, γαλλική, ισπανική και ιταλική γλώσσα. Από το 1989, έχει εκλεγεί τακτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών (Academia Europaea).

___________________________________________________________________
Γιώργος Β. Δερτιλής: “Ιστορία του Ελληνικού Κράτους”

ISBN 9789600514315  –  Σελ. 585 (α΄τόμος) + 513 (β΄τόμος)  – έκδοση 2005