Είχαμε γράψει παλιότερα για την κατάσταση του πολιτισμού στην χώρα μας. Τώρα που το εκδοτικό, τηλεοπτικό άλγος αρχίζει να κοπάζει και που μόνον εκδόσεις αξιόλογες αναφαίνονται (π.χ. ο Φώκνερ δια χειρός Κουμανταρέα) όπου μέσα από τα 59 κεφάλαια («ΚΑΘΩΣ ΨΥΧΟΡΑΓΩ») που αφηγούνται 15 χαρακτήρες επιτυγχάνεται η τοιχογραφία του Νότου και είναι αξιοσημείωτο πως όταν ένας έμπειρος συγγραφέας σκύβει με αγάπη στο κείμενο και πετυχαίνει να αποδώσει την υφολογική διαφορά κάνοντας τον αναγνώστη μέτοχο των προβλημάτων της μετάφρασης.

Ή ακόμα η επανέκδοση του «ΟΔΥΣΣΕΑ» του Τζαίημς Τζόϋς που όπως σημειώνεται στο ΒΗΜΑ της Κυριακής (19-1-2012) ότι: Ο Οδυσσέας συνιστά, μαζί με την Έρημη χώρα του Έλιοτ, η οποία κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά, την επιτομή του υψηλού μοντερνισμού. Αντιλαμβάνεται κανείς τη γοητεία που άσκησε (και τις αμέτρητες μελέτες που προκάλεσε), αφού, όπως εύστοχα παρατήρησε ο Έλιοτ, ο Τζόϋς «κατεδάφισε» όλες τις εκδοχές του ύφους που μας παρέδωσε ο 19ος αιώνας.

Ενενήντα χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση ο χρόνος, αντί να φθείρει από το αριστούργημα, του πρόσθεσε νέες αποχρώσεις – για να μην αναφερθούμε στον πόλεμο που εξακολουθεί να μαίνεται ανάμεσα σε ειδικούς και μη για το ποιο θα πρέπει να είναι το τελικό (οριστικό) κείμενο, τι λάθη παρεισέφρησαν στη μία ή στην άλλη έκδοσή του, ποιες «διορθώσεις» λαθών ήταν λανθασμένες και ποια από τις άπειρες μεταφράσεις του βρίσκεται πλησιέστερα στο πρωτότυπο. Δεν είναι τυχαίο ότι στον κατάλογο των 100 σημαντικότερων μυθιστορημάτων της Modern Library (του εκδοτικού κολοσσού Random House) ο Οδυσσέας κατέχει την πρώτη θέση.

Τώρα λοιπόν που κάτι πάει να αλλάξει το άγχος και η ανασφάλεια του παιχνιδιού της εικόνας συναγωνίζεται την αγωνία των εμπόρων του χρήματος «Είδες τα νούμερα;». Ένας ολόκληρος κόσμος ζει στην ανάσα τους. Ζει στο ρυθμό της ακροαματικότητας, της τηλεθέασης, αφυπνίζεται καθημερινά με την προσδοκία της επιτυχίας που εξασφαλίζει η άνοδος των τιμών στο μεγάλο παζάρι των media. Το φαινόμενο δεν είναι νέο. Οι εκδότες μετρούσαν ανέκαθεν την κυκλοφορία εφημερίδων και βιβλίων. Τα θέατρα και οι κινηματογράφοι τον αριθμό των εισιτηρίων. Οι μουσικοί παραγωγοί, ακόμα και σήμερα στην κόλαση της κρίσης. Η διαφορά απευθύνεται στη συνείδηση του ανθρώπου – καταναλωτή κατά τα άλλα, το αντίτιμο που διαφεύγει δεν αποτιμάται. Οι πολίτες ως ακροατές και τηλεθεατές αποδίδουν τμήμα της νόησης, της αντίληψης, της συνείδησής τους. Η εικόνα σαρώνει το λόγο και τη σκέψη και τα νούμερα επιβάλλουν τη δική τους λογική.

Και τα πρόσωπα; Πως μεταλλάσσονται τα πρόσωπα της δημόσιας ζωής, της πολιτικής, της τέχνης, της δημοσιογραφίας που εμφανίζονται στις πόρτες, τα παράθυρα και τα παραθυράκια; Πώς εξελίσσονται οι αστέρες – φωτεινοί, γκρίζοι, έως μαύροι που απευθύνονται στο κοινό σε όλους και όλες, αλλά και στον καθένα χωριστά, όπως συμβουλεύουν οι ιματζιολόγοι, οι Θεοί του παρασκηνίου; Όπως και οι νέοι πολιτικοί της εικόνας. Δεν έχουν καμιά σχέση με το λόγο και τον διάλογο. Δεν έχουν τίποτα να πουν. Αναμασούν απλώς διάφορες κοινοτυπίες λύσεων και ανανέωσης  για να καλύψουν το εσώτερο κενό. Τι θα γίνει όταν κουραστούμε πια από την εικόνα; Την κατασκευασμένη εικόνα;

Είναι απορίας άξιο. Και προσωπικά με πιάνει δέος να σκέφτομαι την πάλαι ποτέ προφητεία του Hosbaum, πως η εναλλακτική λύση σε μια κοινωνία που έχει ήδη αλλάξει, μπορεί να είναι το έρεβος.