«Η ιστορία της Ελληνικής Εκκλησίας επί οθωμανικής κυριαρχίας είναι, συγκριτικά, ελάχιστα γνωστή. Την περίοδο εκείνη, ο Ελληνισμός επέζησε τρεφόμενος από την Εκκλησία, γιατί οι ‘Έλληνες αδιάκοπα ήλπιζαν και έκαναν σχέδια για την ημέρα που θα ανακτούσαν εκ νέου την ελευθερία τους. Δεν μπορεί κανείς να επιρρίψει εξολοκλήρου την ευθύνη στους Τούρκους εάν τέτοιες βλέψεις τους προκαλούσαν να δρουν ως απάνθρωποι δυνάστες. Αλλά υπήρξαν Τούρκοι, όπως ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, που ο λαός του τον ονόμασε Νομοθέτη, ή οι Μεγάλοι Βεζίρηδες της οικογένειας Koprulu, οι οποίοι ήταν με συνέπεια δίκαιοι και φιλικοί απέναντι στους Έλληνες. Ακόμη και ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Πορθητής, αφού κορέστηκε ο άγριος πόθος του για κατακτήσεις; (και δεν ήταν πιο άγριος από πολλούς συγχρόνους του στην αναγεννησιακή Ευρώπη) περηφανευόταν να αποκαλεί τον εαυτό του αυτοκράτορα των Ελλήνων, καθώς; και των Τούρκων.

Στο επίπεδο των πιο χαμηλών κοινωνικών τάξεων, οι σχέσεις; ανάμεσα στα δύο έθνη ήταν συχνά αληθινά φιλικές. Εάν απορρίψουμε τους Έλληνες ως ανέντιμους και τους Τούρκους ως; άγριους, πέφτουμε στο κενό. Παρομοίως δεν πρέπει να επιτρέπουμε στα αισθήματά μας υπέρ ή εναντίον in; Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας να επηρεάζουν την αντικειμενικότητά μας. 0 ιστορικός έχει τις προσωπικές του προτιμήσεις και συμπάθειες, αλλά η πολυμάθεια δεν έχει ως αποτέλεσμα την κατανόηση του θέματος, εκτός εάν τη χειριστεί κανείς με ανοχή και χωρίς προκαταλήψεις.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Οι Έλληνες παρουσιάζουν την τάση να μην ασχολούνται με την ιστορία των προγόνων τους που έζησαν επί Τουρκοκρατίας. Σφάλλουν, επειδή αυτή φέρει μαρτυρίες για το θάρρος και την ακατανίκητη ζωτικότητα του Ελληνισμού, καθώς και για την πνευματική δύναμη της Αγίας Ορθόδοξης Εκκλησίας, αν και περιέχει πολλά στοιχεία τα οποία θα τους προκαλούσαν μελαγχολία εάν τα ανακαλούσαν στη μνήμη τους. Η ιστορία έχει επίσης πανανθρώπινο ενδιαφέρον, γιατί δείχνει τι μπορεί να συμβεί σε άνδρες και γυναίκες που εξαναγκάζονται να γίνουν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Στην εποχή μας υπάρχουν ακόμη χώρες στις οποίες μεγάλα τμήματα του πληθυσμού είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας, οπότε αυτό μάλλον δεν είναι άνευ ενδιαφέροντος.»  –  STEVEN RUNCIMAN

0 Steven Runciman είναι ένας από τους σπουδαιότερους ιστορικούς παγκοσμίως. Πέθανε τον Νοέμβριο του 2000, σε ηλικία 97 ετών, έχοντας αφήσει πίσω του ένα σημαντικό σε όγκο αλλά και σε ενδιαφέρον έργο, το οποίο ταυτίζει το όνομά του με τη Βυζαντινή Ιστορία. Ήταν ένας Φιλέλληνας, ένα από τα πιο σταθερά σημεία αναφοράς της νεοελληνικής μας ιδεολογίας.

Ύστερα από μια σύντομη θητεία στη Βρετανική Πρεσβεία της Σόφιας, στην πρεσβεία του Καΐρου και μια μικρή παραμονή στην Κωνσταντινούπολη, όπου δίδαξε Βυζαντινή Τέχνη και Ιστορία στο εκεί Πανεπιστήμιο, κατέληξε στην Αθήνα, διευθυντής του Βρετανικού Συμβουλίου από το 1945 έως το 1947.
Υπήρξε επίτιμος διδάκτωρ πολλών πανεπιστημίων (Οξφόρδης, Κέιμπριτζ, Ντέρχαμ, Γλασκόβης, Αγίου Ανδρέα, Μπέρμιγχαμ, Λονδίνου, Σικάγου, Γουάμπας και Θεσσαλονίκης).

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Συνεργάστηκε με τον Patrick Leigh Fermor και γνωρίστηκε με τον Κατσίμπαλη και τον Σεφέρη. Σε ηλικία 94 ετών ήρθε για μια ακόμη φορά στην Αθήνα, για να τιμηθεί με το Βραβείο Ωνάση. Πολλά βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά, μεταξύ των οποίων Η Ιστορία των Σταυροφοριών (Εκδόσεις Γκοβόστη), Ο Σικελικός Εσπερινός (Εκδόσεις Γκοβόστη), Η Βυζαντινή Θεοκρατία, Βυζαντινός Πολιτισμός, Ή Τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση, Ή Άλωση της Κωνσταντινούπολης, Μυστράς κ.ά.

____________________________________________
Steven Runciman: «Η Μεγάλη Εκκλησία Εν Αιχμαλωσία – Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως λίγο πριν από την άλωση της πόλεως μέχρι και την Επανάσταση του 1821»  –  Μετάφραση Πολυξένη Αντωνοπούλου

ISBN 960-446-130-1  –  σελ. 512  –  τιμή 29,00 ευρώ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης