Mε την πρώτη έκδοση της Διόρθωσης παλιών μύθων εμφανίστηκαν για πρώτη φορά σε ελληνική μετάφραση 32 από τις 50 συνολικά ιστορίες της πρώτης εικοσαετίας της συγγραφικής ζωής του Μπέρτολτ Mπρεχτ (1913-1933).

Oι πρώτες απ’ αυτές καταγράφουν τη μετάβαση απ’ τις μαθητικές εθνικιστικές του εξάρσεις στην πλήρη καταδίκη του πολέμου και των δομών της εξουσίας, το φόβο του για το γάμο και τις αναζητήσεις του, πέρα απ’ τις συμβατικές ηθικές αξίες, στη σφαίρα της σεξουαλικής ηθικής, του έρωτα και της φιλίας.

Την προσωπική του εξέγερση ενάντια σε μια πραγματικότητα που τον απωθούσε πάνω απ’ όλα ηθικά και αισθητικά, ακολουθεί η λιγότερο αυτοβιογραφική προβληματική των ιστοριών από το 1924, οι οποίες, με μια σχεδόν ντοκουμενταρίστικη οπτική, μεταφέρουν τις ανθρώπινες σχέσεις στο έδαφος της κοινωνικής πραγματικότητας –υπό την επίδραση του κυρίαρχου στη Δημοκρατία της Bαϊμάρης ρεύματος της Neue Sachlichkeit, του αμερικανισμού και του φορντισμού.

Στις τελευταίες από τις ιστορίες πριν τη ναζιστική λαίλαπα ο Mπρεχτ επιχειρεί να απεικονίσει λογοτεχνικά τις σχέσεις των ανθρώπων στο πλαίσιο μιας ανταγωνιστικής κοινωνίας.

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Ο Μπρεχτ γεννήθηκε το 1898 στο καθολικό Άουγκσμπουργκ από γονείς ευαγγελικούς. Άρχισε να γράφει από τα 14 του. Το 1917 εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου στη φιλοσοφική και μετά στην ιατρική, χωρίς να τελειώσει ποτέ. Τότε γνωρίζεται με την πρώτη του γυναίκα Πάουλα Μπανχόλτσερ. Ένα χρόνο αργότερα γράφει το ποίημα που τον έκανε γνωστό: Ο ‘Θρύλος του Νεκρού Στρατιώτη’. Εξαιτίας αυτού του ποιήματος, που έγινε τραγούδι με τίτλο ‘Η Μπαλάντα του Νεκρού Στρατιώτη’, του στέρησαν την εποχή του ναζισμού την γερμανική ιθαγένεια.

Τα πρώτα έργα του Μπρεχτ 1918-19 είναι κυρίως αναρχο-εξπρεσιονιστικά δράματα όπως «Ο Βάαλ» και «Τύμπανα μες στη νύχτα». Την ίδια εποχή παίρνει μέρος στις εκδηλώσεις για την δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Κάρλ Λήμπκενχτ στο Βερολίνο. Μετέχει όμως σαν αδιάφορος παρατηρητής, όχι ως ένθερμος ιδεολόγος ή υποστηρικτής. Οκτώ χρόνια αργότερα θα μελετήσει εξονυχιστικά τον Μάρξ.

Από το 1920 ο Μπρεχτ ζει στο Βερολίνο. Το 1923 θα γνωρίσει και θα παντρευτεί, ήδη διαζευγμένος και πατέρας, την δεύτερη γυναίκα του ηθοποιό Μαριάνε Τσοφ. Την ίδια χρονιά θα συναντήσει την 17 Βιενέζα – εβραία Χελένε Βάιγκελ. Ο Μπρεχτ συνδέεται και με τη Βάιγκελ και από το 1924, με τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού, συζεί μαζί της. Την ίδια εποχή γνωρίζεται με την Ελίζαμπετ Χάουπτμαν, η οποία έκτοτε γίνεται μία από τις βασικές του συνεργάτριες και παντρεύεται έναν από τους επίσης πιστούς συνεργάτες τον Πάουλ Ντεσάου. Μετά το θάνατό του η Ελίζαμπετ Χάουπτμαν εξηγούσε πως δούλευαν στο Berliner Enseble εδιηγείτο πως επειδή ο Μπρεχτ πίστευε «ότι ένας άνδρας δεν μπορεί μόνος του σήμερα να τα βγάλει πέρα με πολύπλοκα καθήκοντα» συζητούσε μαζί τους όλα τα κομμάτια του εξονυχιστικά: «Ο Μπρέχτ χρειαζόταν πολύ χρόνο για να φτιάξει ένα θεατρικό κομμάτι. Έλεγχε πάντα τις προτάσεις του, αλλά και τις προτάσεις των άλλων. Πρώτα παρουσίαζε τις δικές του προτάσεις, ό,τι είχε γράψει ας πούμε το προηγούμενο βράδυ ή μια μέρα πριν και τα έθετε προς συζήτηση. Μπορούσαμε χωρίς πρόβλημα να του πούμε ‘Μπρεχτ όχι έτσι’ ‘Μπρεχτ θα το άλλαζα’ ή να κάνουμε μια δική μας πρόταση, την οποία αποδεχόταν ή απέρριπτε και την συζητούσαμε ώρες και ξανά απ’ την αρχή. Ο Μπρεχτ ήταν εδώ primus inter pares».

Το 1929 ο Μπρεχτ παντρεύεται τη Χελένε Βάιγκελ. Η συνεργασία του Μπρεχτ μαζί της θεωρείται μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της δραματικής τέχνης. Η Βάιγκελ ενσάρκωνε στη σκηνή αυτό που ο Μπρεχτ πίστευε ως πρωτοπόρα μέθοδο: τη γυμνή αλήθεια, τη γνώση, την αποστασιοποίηση. Κόντρα στη μελοδραματική – συναισθηματική σκηνική παρουσία. Στόχος του Μπρεχτ ήταν πάντα το μυαλό, η σκέψη, η αμφιβολία και μέσω αυτών η διαπαιδαγώγηση των μαζών.

Το 1933, την επόμενη του εμπρησμού του Ράιχσταγκ, ο κομμουνιστής Μπρεχτ και η εβραία Βάιγκελ θα εγκαταλείψουν τη Γερμανία του Χίτλερ. Μετά από 8 χρόνια περιπλανήσεων ανά την Ευρώπη θα βρεθούν στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας, στις ΗΠΑ. Τα χρόνια της αυτοεξορίας τους 1933 -1948 ήταν τα πιο δημιουργικά. Τότε ο Μπρεχτ γράφει πάνω από 25 μεγάλα θεατρικά κομμάτια, ποιήματα, χορικά, κριτικές, τεχνοκριτικές. Τα γνωστότερα έργα του είναι το Μυθιστόρημα της Πεντάρας, τη Ζωή του Γαλιλαίου, Μάνα κουράγιο, Ο Καλός Πολίτης του Σετσουάν, Ο Αφέντης Πουντίλα και ο Δούλος Ματί. Είναι η εποχή που θα συναντηθεί με όλους τους Γερμανούς διανοούμενους που είχαν καταφύγει στις ΗΠΑ όπως τον Τόμας Μάν, τον Χέρμπερτ Μαρκούζε, τον Γκύντερ Άντερς, τον Έρνστ Μπλοχ, τον Τέοντορ Αντόρνο κ.α.

Ο Ελβετός συγγραφέας Μαξ Φρις, που είχε γνωρίσει τον Μπρεχτ εκείνη την εποχή (1947), είχε πει για τον Γερμανό δραματουργό ότι «έδινε την εντύπωση ενός άχρωμου άνθρωπου, ενός εργάτη, ενός μεταλλεργάτη, κι όμως ήταν πολύ αδύναμος για εργάτης, πολύ λεπτεπίλεπτος, πολύ ξύπνιος για αγρότης. Απομονωμένος και παρατηρητικός, σαν φυγάς, που άφησε πίσω του αμέτρητους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Ήταν ντροπαλός για κοσμοπολίτης, πολύ έμπειρος για εγγράμματος. Ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα με περιορισμένη παραμονή παντού και πάντα, περαστικός από την εποχή μας, ένας άνθρωπος ονόματι Μπρεχτ, ανεπιτήδευτος, ένας ποιητής χωρίς αυτοεπαίνους.»

Το 1949, ένα χρόνο μετά την επιστροφή του στο ανατολικό Βερολίνο, στην τότε πρωτεύουσα της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ιδρύει μαζί με τη Χελένε Βάιγκελ το Berliner Enseble. Δύο χρόνια αργότερα δέχεται τις πρώτες οχληρές παρατηρήσεις της μυστικής υπηρεσίας του καθεστώτος Ούλμπριχτ. Παρ’ όλα αυτά το 1954 τιμάται με το διεθνές βραβείο Στάλιν για την ειρήνη και την αλληλοκατανόηση των λαών.

Στην τελετή απονομής του βραβείου ζητά να μεταφράσει τον λόγο του ο υπό διωγμόν συγγραφέας Μπόρις Μπάστερνακ. Η πρότασή του εγκρίνεται από τις σοβιετικές αρχές. Τον Ιούλιο του 1956 στέλνει ανοιχτή επιστολή στη βουλή της ΟΔΓ, όπου κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το ενδεχόμενο κλιμάκωσης του ψυχρού πολέμου.

Ένα μήνα αργότερα πεθαίνει στο Βερολίνο
__________________________________________________________
Μπέρτολτ Μπρεχτ: “Διόρθωση παλιών μύθων και άλλες ιστορίες”  –  μετάφραση, πρόλογος, σχόλια και εργοβιογραφία: Νάντια Βαλαβάνη

ISBN 978-960-03-4984-9  –  σελ. 272  –  τιμή 15,00 ευρώ  –  επανέκδοση 17 Σεπτεμβρίου 2009