«Κάθε γενιά, αναμφίβολα,
πιστεύει ότι θα αλλάξει
τον κόσμο…»

Αλμπέρ Καμύ

Συμπληρώνονται σήμερα 50 χρόνια από τότε που ο μεγάλος Γάλλος συγγραφέας και φιλόσοφος Αλμπέρ Καμύ (Albert Camus), ο τιμημένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1957), έπαψε να οραματίζεται, να γράφει και να στοχάζεται για λογαριασμό όλης της ανθρωπότητας.

Ήταν 4 Ιανουαρίου του 1960, όταν το αυτοκίνητο μάρκας Facel-Vega στο οποίο επέβαινε (οδηγούσε κάποιος φίλος του, συγγενής του γνωστού Γάλλου εκδότη Gallimard) ξέφυγε από την πορεία του και προσέκρουσε σε δέντρο στην περιοχή της Βιλμπλεβέν (Villeblevin) της Υόνης (Yonne). Ο άνθρωπος που μόλις πριν από λίγο καιρό είχε δηλώσει πως το πιο τραγικό πράγμα στον κόσμο είναι ο θάνατος ενός παιδιού, και που συμπερασματικά κατέληγε στο ότι εξίσου τραγικός και ανούσιος (παράλογος) είναι και ο θάνατος ενός ανθρώπου σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, έπεφτε τώρα θύμα τροχαίου, μόνο και μόνο για να δικαιωθεί η κοινώς λεγόμενη τραγική ειρωνεία της ζωής. Νεότατος, σε ηλικία μόλις 47 ετών, έχοντας αφήσει πίσω του ένα μοναδικής αξίας συγγραφικό έργο, ο ακάματος γραφιάς κλήθηκε να συναντηθεί με Αυτόν, με τον οποίο -κατά τα λεγόμενά του- η σύντομη ζωή του ως ανθρώπου δεν άφηνε χρονικά περιθώρια για να ασχοληθεί! Κι εκεί, όπου ο «παγκόσμιος» στοχαστής είχε το σπίτι του, στη Λουρμαρέν (Lourmarin) της Βωκλύζ (Vaucluse), έμελλε πλέον να αναπαυθεί το ταλαιπωρημένο του κορμί, κλείνοντας απροσδόκητα τον «κύκλο του παραλόγου».

Ο Αλμπέρ γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου του 1913. Ο πατέρας του Λουσιέν (Lucien) τον Σεπτέμβριο του 1914 εκλήθη στα όπλα, στο πλαίσιο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τον Οκτώβριο, στην πρώτη μάχη στον ποταμό Μαρν, τραυματίζεται θανάσιμα και στις 14 του μηνός αφήνει την τελευταία του πνοή. Η οικογένειά του μετακομίζει στην Αλγερία, ο μικρός Αλμπέρ διαπρέπει στις σπουδές του (Φιλολογία), εντρυφεί στην φιλοσοφία του Νίτσε και από πολύ νωρίς δοκιμάζει την γραφίδα του. Κάποια πρώτα του γραπτά φιλοξενούνται στο περιοδικό Sud (1932). Όταν αποφασίζει να αφοσιωθεί στην διδασκαλία, η φυματίωση που ύπουλα τον χτυπά του στερεί το δικαίωμα.

Το 1937 εκδίδεται το έργο του «Η λάθος και η σωστή πλευρά» (L’Envers et l’Endroit) και στην συνέχεια ιδρύει το «Θέατρο της Εργασίας» (le Théâtre du Travail), το οποίο θα μετονομασθεί σε «Θέατρο της Ομάδας». Οι ανησυχίες του τον έχουν ήδη ωθήσει στις τάξεις του Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά δύο χρόνια μετά την εγγραφή του θα διαχωρίσει την θέση του με αυτό. Όταν κάποτε πιάνει δουλειά στην εφημερίδα «Λαϊκό Μέτωπο» (Front populaire), οι έρευνές του προκαλούν την αντίδραση των Αρχών της Αλγερίας, οι οποίες απαγορεύουν την έκδοσή της το 1940. ο Καμύ πηγαίνει στο Παρίσι και εργάζεται στην εφημερίδα «Παρίσι-Βράδυ» (Paris Soir). Το 1942 δημοσιεύει το «Ο Ξένος» (L’ Étranger) και το δοκίμιο «Ο μύθος του Σίσυφου» (Le Mythe de Sisyphe) -δύο από τα έργα στα οποία αναμφίβολα χρωστά την πρώτη αναγνώρισή του. Όλα αυτά τα γραπτά, σύμφωνα με τον ίδιο, υπάγονται στην «ομάδα (κύκλο) του παραλόγου», στην οποία προστίθενται αργότερα και άλλα έργα, όπως τα θεατρικά «Παρεξήγηση» (Le Malentendu) και «Καλιγούλας» (Caligula).

Το 1943 καλείται να αναλάβει την διεύθυνση της εφημερίδας «Μάχη» (Combat) στον εκδοτικό οίκο Gallimard. Παράλληλα, συνεχίζει την συγγραφή των έργων του λεγόμενου «κύκλου της εξέγερσης», όπου περιλαμβάνονται το μυθιστόρημά του «Πανούκλα» (1947), το «Κατάσταση Πολιορκείας» (L’État de siège -1948), το «Οι δίκαιοι» (1949) και το «Ο επαναστατημένος άνθρωπος» (L’ Homme révolté – (1951).Το 1956, καθώς ο πόλεμος για την ανεξαρτησία της Αλγερίας βρισκόταν εν εξελίξει, ο Καμύ προτείνει «πολιτική ανακωχή». Εκδίδει το απαισιόδοξο «Η πτώση (La Chute) -ένα έργο εμπνευσμένο από τις αγωνιώδεις σκέψεις του πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση.

Ο Καμύ υπήρξε αρκετά σοφός για να πιστεύσει σε κάποιον Θεό, αρκετά ευαίσθητος και φιλελεύθερος για να υποταχθεί στον απόλυτο τρόπο θεώρησης του Μαρξισμού, και αρκετά λογικός για να συνταχθεί με την οπτική του λογικού υπαρξισμού. Όπως και ο ίδιος είχε ισχυρισθεί, προτιμούσε την αληθινή φιλία, την συντροφικότητα: «Don’t walk infront of me, I may not follow. Don’t walk behind me, I may not lead. Just walk beside me and be my friend…»

Αυτός ο «επαναστατημένος άνθρωπος» σε όλη του την ζωή δεν έπαψε να μάχεται για τα πιστεύω του, να προσπαθεί να μεταφέρει στο χαρτί και το θεατρικό σανίδι την αγάπη του για τον συνάνθρωπο, την ειρήνη, την δικαιοσύνη και την ανυποταγή. Δεν ακολούθησε τον εύκολο δρόμο, αλλά την καρδιά του, την σπίθα που μέσα του έκαιγε και που ολοένα και περισσότερο ενδυνάμωνε την δίψα του για έναν καλύτερο κόσμο. Το παράδειγμά του είναι σχεδόν ακατόρθωτο να το ακολουθήσει κανείς. Μα αν το αποτολμήσει, ίσως «…στα βάθη του χειμώνα» ανακαλύψει κι αυτός εντός του την ύπαρξη «ενός ακαταμάχητου καλοκαιριού»…