Κείμενο, Φωτογραφίες : Νίκος Τσαμάνδουρας
Το πρώτο μέρος της περιπέτειας 100 και πλέον άτυχων μοτοσυκλετών (τις οποίες οι αναβάτες τους δεν λυπήθηκαν καθόλου), μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Ανακεφαλαιώνοντας ωστόσο, η “βόλτα” στα Κρητικά βουνά που γίνεται σταδιακά θεσμός, τα φετινά “Γαϊδουράγκαθα”, βρήκε την 1η μέρα να ξεκινά στο Ηράκλειο και να τελειώνει στους Καλούς Λιμένες. Τι έγινε όμως μετά;
Ακολουθεί η συνέχεια!
Μέρα 2η, τα καλύτερα ήταν μπροστά μας
Η ανατολή μας ξύπνησε γλυκά ενώ και ο καιρός μας έκανε τη χάρη, χαρίζοντας μας συννεφιά τόση όση χρειαζόμασταν για να μη σκάσουμε με το καλημέρα. Το πέρας του πρωινού καφέ μας επιφύλασε χωματόδρομο ανηφορικό για ακόμα μια φορά. Χαρακτηριστική ήταν η άνεση του μικρού μου Honda στους τομείς της κατανάλωσης και της θερμοκρασίας, με το δείκτη του ρεζουρβουάρ να αρνείται πεισματικά να πέσει και το θερμόμετρο να επιδεικνύει όμοια αντίσταση στο να ανέβει πάνω από τα μισά και παρά τις σταθερά 8.000-11.000 στροφές που δούλευε σχεδόν σταθερά το πεισματάρικο μονοκύλινδρο μοτεράκι του.
Με τη θερμοκρασία του Αυγούστου να έρχεται στα φυσιολογικά για την εποχή επίπεδα, φτάσαμε στη Μονή Οδηγήτριας, σημείο που σηματοδοτούσε την αρχή της ασφάλτου αλλά και το Meeting Point για ανασυγκρότηση και περαιτέρω οδηγίες προς τους εναπομείναντες ναυτιλομένους και μη. Άσφαλτος και όμορφο στροφιλίκι μέχρι ένα ακόμα σημείο ανεφοδιασμού και κάλυψης ..καμμένων ασφαλειών. Η συνέχεια πάλι διττής φύσης, με την επιλογή του χώματος και της ασφάλτου να με βρίσκει στο 2ο σενάριο, μέχρι τη λίμνη του Ζαρού και το επόμενο γαστριμαργικό γιουρούσι που είχε συνέχεια. Τα παραγεμισμένα στομάχια μας δοκιμάστηκαν εντόνως μετά τη Γέργερη, όπου τραβήξαμε τις ανηφορικές στράτες του Ψηλορείτη. Τα δίχρονα ειδικά «άναβαν», με την ανάγκη της στάσης να γίνεται ενίοτε επιτακτική, ενώ και οι υπόλοιποι κάναμε στάσεις για τις απαραίτητες αναμνηστικές φωτογραφίες. Έχοντας όμως στα αριστερά μας το δάσος του Ρούβα, το άγριο και επιβλητικό τοπίο σήμαινε και το τέλος της ασφάλτου.
Η συνέχεια ήταν σουρεαλιστική τουλάχιστον, καθώς η κλίση του εδάφους ανέβαινε σημαντικά και ο χωματόδρομος ήταν πλέον κάτι που εγώ θεωρώ «βουνό διαλυμένο σε πέτρες». Ο φόβος ήταν ο εξής: -Αν δεν ξεπεταγόμουν μπροστά, θα χανόμουν στη σκόνη του παρελθόντος του πλήθους των εντούρο που έκαναν απλά το καθήκον τους. Βουρ λοιπόν και ο Θεός βοηθός. Τα πρώτα μέτρα ήπια, λίγες πέτρες. Μετά όμως, τα ασφάλτινα λάστιχα του CBR αλλά και η κούραση στους καρπούς από το κλειστό τιμόνι, αρχίζουν να αναστέλλουν τις επιθετικές μου προθέσεις και διακριτικά πλέον στην άκρη του χωματόδρομου και με κομμένο ρυθμό έβλεπα τα Tenere, XΤ, XR και Adventure 990 να με περνούν, ενώ οι πέτρες είχαν μεγαλώσει και πληθύνει επικίνδυνα κάνοντάς με να ιδρώνω λίγο παραπάνω μέσα στο κράνος. Και πάλι ένιωθα μια μικρή περηφάνεια που είχα αφήσει πίσω μου αρκετό λαό με μακράν ανώτερα «μηχανάκια». Περηφάνεια που διαλύθηκε ολοσχερώς όταν με πέρασε σα σταματημένο μια βέσπα και κάποια ακόμα «παπάκια» που πήγαιναν δίχως αύριο! Τα περίπου 30 χωμάτινα χιλιόμετρα κάποια στιγμή τέλειωσαν, με αρκετά πλαστικά στο χοντάκι μου να τρίζουν και να διαμαρτύρονται, υποδεικνύοντας εσωτερικά μικρά σπασίματα, τα οποία ευτυχώς δε μεταφράστηκαν σε κάτι περισσότερο.
Με την άσφαλτο πλέον να μας οδηγεί, φτάσαμε στο αστεροσκοπείο του Σκίνακα, με την απίστευτη θέα να μας δίνει λίγη ακόμα δύναμη για τη συνέχεια. Μετά από ακόμα μερικές απαραίτητες φωτογραφίες, ο δρόμος είχε σαν προορισμό τα Ανώγεια, μια τελευταία στάση για ένα καφέ ή/και γαλακτομπούρεκο, γνωστή υπερτροφή ειδικά των εντουράδων. Με ένα σύννεφο που μας έβρεξε λίγο, ίσα ίσα για να μας λασπώσει και να προβληματίσει κάπως τα λάστιχα και την πρόσφυσή μας (παρεμπιπτόντως τα φετινά λάστιχα της Pirelli Angel CT δεν έδωσαν..γλίστρες), φτάσαμε στο χωριό, όπου –όπως και να το κάνουμε- γίναμε θέαμα, ταράζοντας την απογευματινή ησυχία των κατοίκων, χωρίς ωστόσο να έχουμε εκπτώσεις στη φιλοξενία μας.
Με το πρόγραμμα, που βγήκε και τηρήθηκε από οργάνωση απαρτιζόμενη από τους Γιώργο Πιτσούλη, Γιάννη Παρασύρη και Νίκο Μαρκατάτο, οι οποίοι είχαν την έννοια όλων μας και τους χρωστάμε κάτι παραπάνω από ένα «ευχαριστώ», να τελειώνει on time, που λέμε και επαέ στην Κρήτη, άρχισαν να χωρίζουν οι δρόμοι μας, με αρκετό κόσμο να πρέπει να προλάβει το βραδινό πλοίο για Πειραιά. Σίγουρα φτιάχτηκαν αναμνήσεις, ιστορίες και γνωριμίες άξιες για την επόμενη βόλτα μας. Χωρίς ανταγωνισμό, σε μια πολύ υγιή βόλτα, όπως ακριβώς πρέπει να είναι αυτές οι βόλτες. Ε, και αν θυσιάστηκαν κάποιες μανέτες, κάποια πλαστικά και λίγα γόνατα/αγκώνες, είναι μάλλον λογικές παράπλευρες απώλειες, σε ένα τόσο ετερόκλητο πλήθος 100 και βάλε τόσο διαφορετικών πάνω από όλα ανθρώπων και έπειτα μοτοσυκλετών.
Στην τελική, η κρίσιμη ερώτηση είναι «Θα ξαναπήγαινες;» και κάτι μου λέει πως η ομόφωνη απάντηση όλων θα είναι «ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΟΤΕ, ΑΡΓΕΙ ΑΚΟΜΑ;;;;»….