Κείμενο και φωτογραφίες του Νίκου Βιτσιλάκη
O «Fast Freddie» είναι ένας αμερικάνος αναβάτης που φρόντισε να σοκάρει τον κόσμο δύο φορές, το 1985 και το 2017…
Με αφορμή τον ερχομό του στην Ελλάδα παρέα με ακόμα δύο παγκόσμιους πρωταθλητές, τους κ.κ. Agostini και Luchinelli συγκεκριμένα, είπαμε να βρεθούμε κοντά του και να περάσουμε λίγες ώρες συνομιλώντας και «συνοδηγώντας» στην πίστα των Μεγάρων. Γεννημένος στη Λουϊζιάνα το Δεκέμβριο του 1961, ο Spencer μεγάλωσε με ένα δίτροχο κάτω από τα πόδια του, ήδη σε ηλικία 11 ετών είχε κατακτήσει νίκες και τοπικούς τίτλους στο αγώνισμα του dirt track. Η πορεία του στο χρόνο λαμπερή, τo 1978 κατέκτησε το εθνικό πρωτάθλημα ταχύτητας στα 250cc και τα επόμενα τρία χρόνια βρέθηκε στην ομάδα Honda USA να οδηγεί ένα 16βαλβιδο CB750F στο εθνικό πρωτάθλημα Superbike, χαρίζοντας μάλιστα (εκτός όλων των άλλων) και την πρώτη νίκη της ιαπωνικής φίρμας στο θεσμό.
Εμβόλιμα πεταγόταν και μέχρι την Ευρώπη, πετυχαίνοντας μάλιστα το 1980 και σε δύο αγώνες να κερδίσει κατά κράτος τα μεγάλα ονόματα της εποχής, δηλαδή τους παγκόσμιους πρωταθλητές GP500 Kenny Roberts και Barry Sheene. Οι ομηρικές μάχες του με τον Eddie Lawson ήταν αυτές που καταξίωσαν το αμερικάνικο πρωτάθλημα Superbike, καθόσον συγκέντρωσαν το ενδιαφέρον του κόσμου (και των χορηγών) ανεβάζοντας τον όλο θεσμό σε υψηλά επίπεδα από κάθε άποψη. Τo 1981 συμμετείχε ταυτόχρονα σε αμερικάνικους και ευρωπαϊκούς αγώνες, στην ουσία εξελίσσοντας το εξωτικό τετράχρονο NSR500 με τα οβάλ πιστόνια.
Η μεγάλη προαγωγή ήρθε το 1982, όταν η Honda του έδωσε μια θέση στην εργοστασιακή της ομάδα για το Π.Π. GP500, αυτή τη φορά στη σέλα μιας δίχρονης τρικύλινδρης NS500. Πετυχαίνοντας δύο νίκες και έχοντας αρκετές εγκαταλείψεις, η 3η θέση στην τελική βαθμολογία μόνο σαν τεράστια επιτυχία μπορεί να λογιστεί. To 1983 κατάφερε το ακατόρθωτο, να κερδίσει δηλαδή σε ηλικία μόλις 21 ετών τον παγκόσμιο τίτλο στα GP500, όντας ο νεότερος αναβάτης στην ιστορία που πέτυχε τέτοια διάκριση (ο προηγούμενος ήταν ο θρυλικός Mike Hailwood, ο επόμενος είναι ο τωρινός Marc Marquez). Εκείνη η χρονιά έμελλε να μείνει στην ιστορία ως μία εκ των πλέον συναρπαστικών όσον αφορά στη διεκδίκηση του τίτλου. Με Honda o Spencer και με Yamaha ο Kenny Roberts πάλευαν σώμα με σώμα όλη τη σεζόν και έχοντας κατακτήσει από 5 νίκες έκαστος «συγκρούστηκαν» μεταξύ τους στον τελευταίο γύρο του προτελευταίου αγώνα της χρονιάς (Σουηδικό GP). Τo αποτέλεσμα ήταν ο Roberts να βρεθεί εκτός πίστας και ο Spencer να πάρει τη νίκη ξεφεύγοντας ελάχιστα στη βαθμολογία. Στον τελευταίο αγώνα (Σαν Μαρίνο) ο Roberts κέρδισε με διαφορά ενός δευτερολέπτου, αλλά ο τίτλος πήγε στην αγκαλιά του Spencer με μόλις δύο βαθμούς διαφορά στην τελική κατάταξη! Tην επόμενη αγωνιστική σεζόν (1984) ο Freddie ξεκίνησε τους αγώνες στη σέλα του τρικύλινδρου NS500 και κάπου στα μέσα της χρονιάς η Honda του έδωσε ένα ριζοσπαστικό V4 NSR500, που είχε το δοχείο καυσίμου κάτω από τον κινητήρα και τους θαλάμους διαστολής των εξατμίσεων κάτω από ένα «ψεύτικο» ρεζερβουάρ. Προβλήματα νεότητας της μοτοσυκλέτας και τραυματισμοί από πτώσεις δεν του επέτρεψαν κάτι καλύτερο από μια 4η θέση στην τελική κατάταξη, αν και πέτυχε συνολικά 5 νίκες (3 με το NSR και 2 με το NS).
Το πρώτο σοκ
Το 1985 ο Fast Freddie σοκάρισε τους πάντες με ένα κατόρθωμα που δεν έχει επιτευχθεί από κανέναν άλλον στον πλανήτη, ακόμα και μέχρι σήμερα! Συμμετέχοντας σε δύο κατηγορίες στα GP (250 & 500) κατάφερε να πάρει και τους δύο τίτλους, όντας ο μοναδικός που έχει πετύχει κάτι τέτοιο μέσα στην ίδια χρονιά! Και σαν να μη του έφτανε αυτό, κέρδισε τον περίφημο αγώνα Daytona 200 αλλά και τους τίτλους στις κατηγορίες Formula 1 και 250cc των ΗΠΑ, κάτι που τον έκανε να είναι ο μοναδικός αναβάτης στην ιστορία που έχει πετύχει κάτι αντίστοιχο μέσα στην ίδια χρονιά! Δυστυχώς η συνέχεια δεν ήταν ευχάριστη για τον αμερικάνο θρύλο, καθόσον ένας τραυματισμός στον καρπό του χεριού του τον υποχρέωσε να σταματήσει τους αγώνες. Πολλοί ήταν αυτοί που έγραψαν ότι αυτό έγινε από την καταπόνηση που του επέβαλλε ο Spencer συμμετέχοντας ταυτόχρονα σε τόσους αγώνες. Προσπάθησε μέχρι τα τέλη του 1987, πλην όμως δεν κατάφερε να ξανακερδίσει, επανήρθε το 1989 και το 1993 αλλά το τέλος στα GP ήταν άδοξο. Από το 1990 μέχρι και το 1992 συμμετείχε στο αμερικάνικο πρωτάθλημα SBK (AMA Superbike) κερδίζοντας συνολικά 3 αγώνες, επανήρθε το 1995 με την ομάδα Fast By Ferracci Ducati, ενώ στα τέλη της ίδιας χρονιάς έκανε και κάποιους ανεπιτυχείς αγώνες στο Π.Π. Superbike και με την ομάδα του Mauro Lucchiari.
Το δεύτερο σοκ
Τον Απρίλιο του 2017 ο Spencer έβγαλε σε βιβλίο την αυτοβιογραφία του με τίτλο “Feel my Story”, μέσα από την οποία μας γνωρίζει όχι μόνο την αγωνιστική του πορεία αλλά και κρυφές πτυχές της προσωπικής του ζωής, με μία εξ αυτών να δημιουργεί τεράστια αίσθηση στον κόσμο. Από τις πρώτες σελίδες της διήγησής του μάθαμε ότι σε ηλικία 5-6 ετών είχε πέσει επανειλημμένα θύμα κακοποίησης από έναν έφηβο που είχε αναλάβει να τον προσέχει όταν οι γονείς του έλειπαν από το σπίτι. Σοκ πραγματικό αυτή η αποκάλυψη, που γίνεται μάρτυρας μιας προσωπικότητας με τεράστια δύναμη ψυχής. Μιας προσωπικότητάς που αμέσως μετά το τέλος της αγωνιστικής της καριέρας ξεκίνησε ένα ατελείωτο ταξίδι στον κόσμο, με μέλημα την απόκτηση περισσότερων εμπειριών. Παράλληλα, ο θρυλικός αναβάτης ίδρυσε μια σχολή οδήγησης μοτοσυκλέτας, ενώ ξόδεψε και πολύ χρόνο στα τηλεοπτικά κανάλια σαν ειδικός αναλυτής αγώνων.
Πάντα με το χαμόγελο
Η εκδήλωση Legends Track Days 2018 είχε τριήμερη διάρκεια και εγώ φρόντισα να είμαι εκεί την πρώτη μέρα, με το σκεπτικό ότι θα έχει και λιγότερο κόσμο (Παρασκευή πρωί γαρ). Πίστευα ότι θα βρω λίγο χρόνο να σταθώ δίπλα του και απλά να βγάλουμε μαζί τις καθιερωμένες αναμνηστικές φωτογραφίες, σκεφτόμουν ότι θα κάνει κάποια στιγμή την εμφάνισή του και θα πως το εκμεταλλευόμουν δεόντως. Φτάνοντας εκεί κοντοστάθηκα στο «περίπτερο» της διοργανώτριας Extreme Track Days του Σωτήρη Ζαφειρόπουλου, συζητώντας τα δρώμενα με ανθρώπους του χώρου. Δεν είχαν έρθει μόνοι τους οι τρεις «παγκόσμιοι», συνοδευόντουσαν και από ένα απίστευτο «παρεάκι» αναβατών μεγάλης ηλικίας από διάφορες χώρες της Ευρώπης και με μοναδικές μοτοσυκλέτες εποχής (σύντομα θα ακολουθήσει σχετικό άρθρο). Όσο βρισκόμουν εκεί δεν είχα προσέξει έναν αναβάτη ντυμένο στα δερμάτινα, που σκυφτός δίπλα σε ένα CBR1000R κοιτούσε τη φθορά των ελαστικών. Καθόσον χρόνια στους αγώνες, προσπάθησα από τη φόρμα και το κράνος να καταλάβω ποιος ήταν, δεν τα κατάφερα και φυσιολογικά πράττοντας ρώτησα τον Σωτήρη να μου λύσει το μυστήριο. «Ποιος; Αυτός; Ο Freddie είναι…» ήρθε η απάντηση κι εγώ έτρεξα -μάλλον εκσφενδονίστηκα- δίπλα του. Σηκώθηκε, με κοίταξε χαμογελαστός και έβγαλε το κράνος. Αντιλαμβάνεστε ότι για ένα συντάκτη που ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του καριέρα την ίδια χρονιά που ο Spencer έγινε γνωστός στον πλανήτη (1978), πόσο σημαντική ήταν αυτή η στιγμή.
Του συστήθηκα και ξεκίνησα με τα τυπικά «πως σου φαίνεται η Ελλάδα», «έχεις ξανάρθει;» και άλλα παρόμοια. «Τη λατρεύω την Ελλάδα» ήταν οι πρώτες του ατάκες, «θα πάρω την οικογένειά μου και θα έρθουμε το καλοκαίρι, θέλω πολύ να πάω στη Σαντορίνη». Ήταν άμεσος στην κουβέντα μας, χωρίς δεύτερη σκέψη απαντούσε σε ότι του έλεγα, δεν έδειξε να προβληματίστηκε ακόμα κι όταν του έκανα τη δύσκολη ερώτηση σχετικά με το «τότε» και το «σήμερα» του motoGP. «Είναι γεγονός πως όλα έχουν αλλάξει, αρχής γενομένης από το οικονομικό, εμείς όταν αγωνιζόμασταν βάζαμε χρήματα, ενώ σήμερα βγάζουν!». Στη συνέχεια επιβεβαίωσε τα λεγόμενά του, λέγοντας ότι η συμμετοχή του στα Legends Track days γίνεται (και) γιατί έχει ανάγκη τα χρήματα, όχι απλά γιατί του αρέσει. «Περνάω καλά όμως και χαλάλι» ήταν η τοποθέτησή του και φορώντας ξανά το κράνος του ξεκίνησε να πηγαίνει βόλτα στην πίστα με τυχερούς συνεπιβάτες. Δεσμεύτηκε για μια νέα συνάντηση όταν επιστρέψει στην Ελλάδα το 2019, εκτός πίστας φυσικά, ήδη μου ανέθεσε το ρόλο του ξεναγού και φυσικά δεν το αρνήθηκα. Είχε ήδη επισκεφθεί το μουσείο της Ακρόπολης και έδειξε έντονο ενδιαφέρον να βρεθεί σε Δελφούς, Αρχαία Ολυμπία και …στα βουνά της Ηπείρου! Κάτι ξέρει αυτός, έτσι δεν είναι;