του Νίκου Βιτσιλάκη

Πλήρη ανανέωση επιφυλάσσει το 2019 για το μεγάλο supermoto της ιταλικής φίρμας, έτσι ώστε να γίνει ακόμα πιο ζωηρό, με αυξημένη παροχή αδρεναλίνης και ταυτόχρονα πιο φιλική συμπεριφορά.

Η εμφάνιση δανείζεται στοιχεία από τις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες του είδους, με τους Ιταλούς μηχανικούς να επαναπροσδιορίζουν τον παράγοντα «fun to ride» στήνοντας μια μοτοσυκλέτα έτσι όπως αρμόζει στην περίσταση. Ο κινητήρας παραμένει ο γνωστός V-2 Testastretta 11° των 937cc, με την απόδοσή του να αυξάνεται κατά έναν ίππο (114Hp συνολικά και στις ίδιες στροφές), πλην όμως με τη ροπή του να μειώνεται ελάχιστα στα 96Nm (από τα 97.9), τα οποία ωστόσο τώρα εμφανίζονται 250 στροφές χαμηλότερα (στις 7.250 έναντι 7.500). Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς έκαναν οι Ιταλοί, αλλά είναι και κατά 1,5 κιλό ελαφρύτερος από τον προηγούμενο.

Σημαντική και συνάμα ευπρόσδεκτη η αλλαγή στον συμπλέκτη ολίσθησης (slipper), που πλέον είναι υδραυλικής και όχι μηχανικής λειτουργίας. Ένα νέο στάνταρ πακέτο ηλεκτρονικών είναι αυτό που, σύμφωνα με την Ducati, θα προσδώσει στο σύνολο μια πλέον εκρηκτική απόδοση, που καλύτερα ελεγχόμενη θα βοηθήσει τον αναβάτη να βάλει κάτω τα άλογα με ευκολότερο τρόπο. Το εν λόγω πακέτο -πέραν των τριών οδηγικών προγραμμάτων Urban, Touring, Sport- περιλαμβάνει αδρανειακή μονάδα μέτρησης 6 αξόνων (IMU D6), Cornering ABS της Bosch με λειτουργία «Slide by Brake», συστήματα ελέγχου πρόσφυσης (DTC EVO), αποφυγής σούζας (DWC EVO) και Quick Shifter (DQS EVO) για ανεβοκατεβάσματα ταχυτήτων χωρίς τη χρήση του συμπλέκτη (στάνταρ αυτό το τελευταίο μόνο στην έκδοση SP, διαθέσιμο ως αξεσουάρ στην απλή).

Αλλάζουν πολλά

Από πλευράς εμφάνισης, τα νέα πλαστικά βοηθήματα και φωτιστικά σώματα (ειδικά ο τεχνολογίας LED DRL προβολέας) δείχνουν -και είναι- περισσότερο μινιμαλιστικά, ενώ η σκαλωτή σέλα έχει δώσει τη θέση της σε μια «ίσια», που πλέον επιτρέπει στον αναβάτη να μετακινείται πάνω της χωρίς πρόβλημα. Σε συνεργασία με το μικρότερης χωρητικότητας ρεζερβουάρ (14,5 έναντι 16lt), το νέο Hypermotard δείχνει περισσότερο «παιχνιδιάρικο» και πρόθυμο για αυτό που έχει φτιαχτεί, δηλαδή τις ατέλειωτες πλαγιολισθήσεις. Το πλαίσιο παραμένει ατσάλινο χωροδικτύωμα (trellis), όχι όμως και το -πάντα αφαιρούμενο- υποπλαίσιο, που τώρα αποκτά με τη σειρά του αντίστοιχης φιλοσοφίας κατασκευή αντικαθιστώντας το χυτό συνθετικό.

Συνολικό κέρδος τόσο η μείωση του βάρους (πάλι κατά 1,5 κιλό) όσο και η αύξηση της παρεχόμενης ακαμψίας. Οι λαιμοί των εξατμίσεων έχουν επανασχεδιαστεί και το μονό (και ογκώδες) τελικό που έβγαινε στο πλάι έχει αντικατασταθεί από δύο με απόληξη ψηλά κάτω από τη σέλα, θυμίζοντας την πρώτη γενιά του μοντέλου. Στον τομέα της ανάρτησης παρατηρούμε ότι πλέον και στην απλή έκδοση είναι πλήρως ρυθμιζόμενη, με σημαντική αλλαγή την αντικατάσταση του USD πιρουνιού 43mm της KYB από ένα Marzocchi 45mm, που είναι και μισό κιλό ελαφρύτερο. Στην έκδοση SP παραμένουν τα κορυφαία Ohlins μπροστά και πίσω, προσφέροντας παράλληλα και μεγαλύτερες διαδρομές στους τροχούς. Παραμένουν φυσικά και οι σφυρήλατες ζάντες της Marchesini, όπως επίσης και τα περισσότερο αγωνιστικών προδιαγραφών ελαστικά Corsa της Pirelli.

Tα γεωμετρικά χαρακτηριστικά στο σύνολό τους δεν έχουν αλλάξει, οι όποιες διαφορές μεταξύ των δύο μοντέλων οφείλονται στις διαφοροποιημένες διαδρομές της ανάρτησης. Τη σημαντική διαφορά την κάνει η συνολική μείωση του βάρους κατά σχεδόν 4 κιλά (176 το SP, 178 το απλό μοντέλο), φανερώνοντας την προσπάθεια του ιταλικού εργοστασίου να προσφέρει μια μοτοσυκλέτα με βελτιωμένη οδική συμπεριφορά. Στη θέση των οργάνων υπάρχει πλέον μια οθόνη TFT 4.3”, με γραφικά και λειτουργία που θυμίζουν Panigale V4. Κάτω από τη σέλα υπάρχει θύρα USB, ενώ μια σημαντική δυνατότητα είναι αυτή της αφαίρεσης των μαρσπιέ συνεπιβάτη. Απλή και special έκδοση μπορούν να δεχθούν στον εξοπλισμό τους (ως extra) από αντικλεπτικό σύστημα και θερμαινόμενα γκριπ μέχρι την πλατφόρμα πολυμέσων DMS (Ducati Multimedia System) για σύνδεση με smartphone.