Κι ίσως πείτε, εσείς οι αναγνώστες των ΑΠΟΨΕΩΝ, καλά, τι θέση μπορεί να έχει εδώ ένα λογοτεχνικό αφήγημα. Γιατί – ρωτάω εγώ- η λογοτεχνία δεν εκφράζει ΑΠΟΨΕΙΣ για τη ζωή μας; Δεν εκφέρει έναν στοχασμό για την ύπαρξή μας; Σήμερα, λοιπόν, σας προσφέρω μια ανακουφιστική φιξιόν αφήγηση…Χαλαρώστε. …………………………………………………
(μια ιστορία του granic γραμμένη απ΄τον syor)
………………………………………………………
Μουγκαμάρα στην μπάρα. Είμαι με τον Φίλο. Πίνουμε, καπνίζουμε, αλλά εγώ δεν είμαι στη φάση να πω τίποτα, γιατί η πείρα μου λέει άμα δεν έχεις να πεις τίποτα συγκλονιστικό, καλύτερα να μη μιλάς. Και δεν μιλάμε. Βλέπω όμως πλάγια τον Φίλο να με κοιτάει, σημάδι για μένα ότι θέλει κάτι να μου πει. Εγώ τίποτα…Και, κάποια στιγμή, ο Φίλος μου λέει «αφού εσύ δε μιλάς, θα σου πω εγώ μια ιστορία μου, που δεν την λέω, τρεις άνθρωποι την ξέρουνε, η πρώτη ήτανε και είναι η Γεωργία».
«Πες μου», του λέω.
Κι αρχίζει ο Φίλος να μου διηγείται αυτήν την απλή, απλούστατη ιστορία, έρωτα και πάθους και θανάτου…
«Άκου», μου λέει, «πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα.»
Εγώ του δίνω το σήμα ότι ακούω, και όχι μόνο, του δίνω να καταλάβει ότι γουστάρω να μου πει ό,τι θέλει, είμαι στη φάση ν’ ακούσω μια συγκλονιστική ιστορία. Και τέτοια, και έτσι ήταν η ιστορία που μου αφηγήθηκε ο φίλος συμπότης και συμπορευτής στη νύχτα, για έναν μεγάλο έρωτα που τον έχει φωλιάσει στη ψυχούλα του σαν πουλάκι πληγωμένο και ποτέ αυτές οι στιγμές δεν λυτρώνουν κανέναν, τις κουβαλάμε όλοι σαν πληγές και σαν φαρμάκια θεραπείας.
Του παραγγέλνω καινούργιο ποτό και είμαι έτοιμος να ακούσω την συγκλονιστική του ιστορία για ένα μεγάλο έρωτα και, ως συμβαίνει, έναν υπέροχο θάνατο, με την έννοια όταν πεθαίνει ο έρωτας πεθαίνει κι η ζωή.
Συνεχίζει ο Φίλος – συνεπαρμένος από τις αναμνήσεις του.
«Ήμουνα στα Γιάννενα, φοιτητής του Μαθηματικού, εμένα στ’ αρχίδια μου τα μαθηματικά, απλώς τα ήθελα για να πάρω αναβολή απ’ το στρατό. Αυτό… Κι έχω πάει στα Γιάννενα, για να δώσω ένα μάθημα. Έτσι, για να κρατάω την αναβολή. Εγώ τότε δεν ήξερα τι θέλω να κάνω, αλλά σίγουρα έπρεπε να δώσω το μάθημα, να γραφτώ ότι το έδωσα και να κρατήσω την αναβολή απ’ το στρατό. Αυτό.
Έτσι που πήγαινα αραιά και πού, δεν είχα σπίτι, είχα κάτι φιλαράκια που είχαν κάνει κατάληψη ενός άχρηστου αρχοντικού, το είχαν πολύ ωραία περιποιηθεί και φτιάξει μια ωραία κατάσταση για περιφερόμενους άστεγους φοιτητές, όπως εγώ και όπως άλλα ωραία φιλαράκια μου.
Και το πρώτο βράδυ σκάω στο σπίτι, μου είχε πει πριν ο κολλητός μου να μείνουμε μαζί, πάω στο δωμάτιο και βλέπω μια θεά, θεά σου λέω, γυμνόστηθη πάνω στο κρεβάτι, άνετη εντελώς στην παρουσία μου. Θεά σου λέω, άνετη, γαμώ…αυτό.
Της λέω απλά και κάπως κομπλαρισμένα, ότι ήρθα για τον φίλο μου, με κάλεσε να κοιμηθώ εδώ…συγγνώμη αν έκανα λάθος, αλλά η γυμνόστηθη θεά μου λέει πως λείπει ο φίλος, θα έρθει, αλλά κι εγώ μπορώ να βρω μια θέση να κοιμηθώ.
Θεά η γκόμενα, έχω πάθει τη πλάκα μου εγώ. Βρίσκω μια γωνιά και κουλουριάζομαι, αλλά στο μυαλό μου, τα « μ΄συις ,ου, οι ερωτικ΄ρε μου οτ΄ρξριε ρίχασν αυτηλβ ωε ρπίκρντρο αξολόθρεθδηε τηε οτμητικήε λιμπιντό μου…»
Ακαταλαβίστικα όλ’ αυτά, αλλά εκφράζανε το πόσο πολύ την γούσταρα από την πρώτη στιγμή, Και είδα και το δικό της μάτι. Με μέτρησε σε δέκατα του δευτερολέπτου. Αυτό…
Έφυγα, πήγα για ύπνο σε άλλο δωμάτιο, παρέα με τα φιλαράκια που ήξερα, παρόλο που η γκόμενα επέμενε να μείνω εκεί, υπήρχε χώρος. Το φιλαράκι μου θα ερχόταν αργότερα, αλλά μου έδειξε με την θεϊκή της παρουσία ότι θα μπορούσα κι εγώ μα μείνω εκεί, στο ίδιο δωμάτιο, στο ίδιο κρεβάτι, στην ίδια δική μας αγκαλιά. Δεν άντεξα την πρόκληση και καληνύχτισα ευγενικά.
Το πρωί, στον ομαδικό καφέ, δεν έβγαζε τα μάτια της από πάνω μου. Μαζί της και το φιλαράκι μου. Αυτή καρφωμένη σε μένα. Εντάξει. Μου άρεσε, αλλά ήταν κολλητή του κολλητού μου, ούτε σκέψη να κάνω κάτι επιθετικά ερωτικό ή, το χειρότερο, να μπορέσω, το πλέον δύσκολο, να συμπεριφερθώ εγώ ότι φλερτάρω τη γκόμενά του.
Κι επειδή εμένα μου άρεσε πάντα η εξιχνίαση των εγκλημάτων, άρχισα να αναρωτιέμαι ποιος είναι ο θύτης και ποιος το θύμα συναμεταξύ μας. Και επειδή δε βρήκα άκρη τα παράτησα.
Τώρα δε θυμάμαι ακριβώς πώς και πότε έγινε αυτή η κουβέντα, αλλά κάποια στιγμή της λέω ότι ναι μεν εγώ ήρθα για αρκετές μέρες, αλλά αύριο θα δώσω το μάθημα και θα την κάνω για Αθήνα. Αυτό εντελώς, τίποτ’ άλλο.
Και την ακούω. «Θα ‘ρθω κι εγώ μαζί σου.» Τα παίρνω εγώ. Της λέω «κι ο φίλος σου;» Και την ακούω να μου λέει. «Ο φίλος μου είναι, ερωτευμένος με μια φίλη μου και με φιλοξενεί, πού πήγε το μυαλό σου;»
Πού πήγε εμένα το δικό μου το μυαλό; Μ’ έπιασε τρέμολο. Τι να της πω και πώς να τη φιλήσω, σου μιλάω για θεά τώρα, αν ο Χίτλερ την έβλεπε θα την έβαζε να τη γαμήσουν όλα τα ΕΣ-ΕΣ για να άρχιζε η δημιουργία της αμόλυντης Αρίας φυλής.
«Θα ‘ρθω μαζί σου στην Αθήνα», μου λέει, «αλλά πρώτα πρέπει να πάμε στην Πάργα για να πάρω τις βαλίτσες μου, γιατί εκεί ήμουνα με τη φίλη μου που ερωτεύτηκε ο φίλος σου κι εγώ που δεν είχα πού να μείνω αρχίζοντας το ταξίδι της επιστροφής μου στο Βερολίνο, ήρθα εδώ που με συνάντησες γυμνόστηθη και σου άρεσα»
Εγώ δεν έρχομαι Πάργα, της είπα, εγώ δίνω το μάθημα αύριο και σκαπετάω για Εξάρχεια. Δεν είχα σπίτι, δεν ήξερα τι διεύθυνση να της αφήσω, κοιμόμουν σε όποιον φίλο ή φίλη εύρισκα, κι αν τα ‘βρισκα σκούρα πήγαινα στους γονιούς μου στην Σαμοθράκη. Και της άφησα τη διεύθυνση μιας φίλης στα Εξάρχεια, κοιμόμουν εκεί κάποιες φορές, και το άλλο πρωί την έκανα από τα Γιάννενα, ούτε το μάθημα έδωσα, πήρα το ΚΤΕΛ και όπου φύγει φύγει, με είχε τρελάνει η γκόμενα, είχε σακατέψει την εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, εγώ πάντα έκανα αυτό που ήθελα, εντελώς παρορμητικά και στη συνέχεια, λάου λάου, έφτιαχνα και κάποιο σχέδιο, εδώ, μ’ αυτήν τη θεά θα έφτανα σε παραλήρημα χαράς κι ευδαιμονίας, δηλαδή κάτι παρασάγγες από την κόλαση. Αυτό…
Κι έρχομαι Αθήνα, ψάχνω να βρω τα φιλαράκια μου και πού θα κοιμηθώ τη νύχτα, πάω στο σπίτι της Μαρίας που την είχα καβάντζα για τον ερχομό της θεάς, μια χαρά ήταν, μόνο που θα ερχόταν σε λίγο ο δικός της και δεν με έπαιρνε να κοιμηθώ εκεί, οπότε έφυγα να βρω έναν άλλο φίλο και λέω στη Μαρία «δεν νομίζω ότι θα ‘ρθει, αλλά ίσως αύριο το βράδυ έρθει ζητώντας με μια φίλη Γερμανίδα, μάλλον δεν θα έρθει-σιγά τώρα! – αλλά εάν έρθει, στείλε τήν μου στον Τάσο.» Έτσι, απλά.
Και την επομένη, εννιά το βράδυ, ακριβώς μετά το δρομολόγιο του ΚΤΕΛ Ιωάννινα-Αθήνα, σκάει μύτη η πελώρια θεά. «Ήρθα για να μείνω», μου λέει και μπαίνει με μια μικρή βαλίτσα και μια άλλη τεράστια, ασήκωτη κι όμως τη σήκωνε άνετα, κι εγώ τι να κάνω τώρα που μένω σε φιλαράκι, τι να του πω «πάρε τον πούλο απόψε ήρθε η θεά;»
Της λέω πως δε μπορούμε να μείνουμε εδώ, πρέπει να πάμε σε ξενοδοχείο, αλλά εγώ λεφτά δεν είχα. «Έχω εγώ», μου λέει. Και την κάναμε για το ξενοδοχείο. Κοιμηθήκαμε μάλλον όπως ο Ντε Σαντ με τη Ζυστίν, περάσαμε μια εκπληκτική ερωτική νύχτα, χαιρόμαστε σαν παιδάκια στον γιαλό και λαχανιάζαμε σαν διψασμένοι ταξιδιώτες που σκύβουνε στο ποτάμι να ρουφήξουνε όλο το νερό.
Κι εγώ τότε ακόμη πιτσιρικάς, δεν είχα ακόμα καταλάβει τι είναι ηδονή και πώς τη βρίσκεις και πώς την απολαμβάνεις ολόσωμα κι ολόψυχα.
Την άλλη μέρα, την πήγα στη Σαμοθράκη, στον πατέρα μου και στη μητέρα μου, να έχουμε να κοιμηθούμε και να τρώμε τα ψάρια που έφτιαχνε η μάνα μου. Τους σύστησα, η μάνα μου απλώς έσφιξε το χέρι, δεν ήξερε γρι γερμανικά ή άλλη γλώσσα – και πάντα απορούσα πώς κατάφερε να μάθει την πιο δύσκολη γλώσσα, τα Ελληνικά- και πήγε να μαγειρέψει. Ο πατέρας μου όμως με κούφανε. Άρχισε ένα άνετο μπλα μπλα με τη θεά στα γερμανικά! Και εκείνο το βράδυ, εκείνες τις στιγμές έμαθα για πρώτη φορά ότι ο πατέρας μου είχε κάνει αυτοεξόριστος δέκα χρόνια στη Γερμανία, εδώ πέρα τον κυνηγούσανε – αντάρτης ήτανε, σε λακκούβες κρυβόταν και σε αγκαλιές κοιμόταν. Τόσα χρόνια δεν είχε γίνει ποτέ θέμα τέτοιο μέσα στο σπίτι, ούτε εγώ ούτε η αδερφή μου είχαμε ακούσει ποτέ τον πατέρα μου να μιλάει για την Γερμανία. Πρώτη φορά τότε το άκουσα, στα είκοσί μου.
Ήταν και το άλλο το καταπληκτικό: η θεά ήξερε να στρίβει το τσιγάρο με το ένα χέρι. Εγώ μάθαινα τότε, αλλά ακόμη ούτε με τα δυο δεν τα κατάφερνα. Την ίδια όμως μαεστρία είχε κι ο πατέρας μου, κι αυτός με το ένα τα έστριβε. Και να τσιγάρα και να κουβεντούλα στα Γερμανικά. Ωραία περνούσανε κι οι δυο, φαινότανε στα πρόσωπά τους και στη γλώσσα του σώματος.
Να μη στα πολυλογώ – είμαστε και στη μπάρα, μη σου τα ζαλίζω- πέρασα με αυτή τη γυναίκα είκοσι μέρες πανδαιμόνιο. Ανακατώθηκαν όλα μέσα μου. Το σώμα μου αγρίεψε, έγινε σαν αρπακτικό. Το μυαλό μου πληγώθηκε από τις ανατροπές της σκέψης μου και τα συναισθήματά μου πότε γινόντουσαν αγκάθια μέσα μου και με τρυπούσαν και πότε ξαπλωμένος ήρεμος στην αγκαλιά της, σαν να ήμουν στην επιφάνεια ήρεμης θάλασσας, τα ένιωθα σαν αεράκι δροσιστικό από τα μέρη του Ολύμπου, που φύσαγε ο Διόνυσος και ο Απόλλωνας και η Αφροδίτη, για να με κάνουν εμένα, έναν θνητό, να μοιάζω ημίθεος.
Οι μέρες περνούν όμως και η Μαργκερίτε – δε θυμάμαι αν ήδη σου έχω πει το όνομά της, Μαργκερίτε τη λέγανε – έπρεπε να φύγει, σπούδαζε σε πανεπιστήμιο φιλοσοφία κι έπρεπε να γυρίσει να δώσει μαθήματα. Είχα πάθει πλάκα μια μέρα που βρήκα τη μεγάλη της βαλίτσα μισάνοιχτη, έψαξα λίγο κι ήταν γεμάτη με βιβλία του Χέγκελ, του Χαϊντεγκερ, των δικών μας αρχαίων, του Λεβί Στρως και τέτοια. Κι ακόμη ποιήματα Καβάφη, Ρεμπώ, Έλλιοτ, Καρούζο. Στα ελληνικά όλους και στα αγγλικά και στα γερμανικά. Ήτανε η πιο εκλεπτυσμένα έξυπνη γυναίκα που είχα γνωρίσει, φιλική, όμορφη, ερωτική, σεξουαλική και θεά!
Δεν ήτανε καθόλου τυχαίο που εγώ έγινα ποιητής. Η Μαργκερίτε με οδήγησε, σαν άλλη Αριάδνη, να βρω την έξοδο στον λαβύρινθο της αβέβαιης, ακόμα, πνευματικής και σεξουαλικής υπόστασής μου.
Έπρεπε όμως να φύγει. Δύσκολο; Τι νόημα έχει το δύσκολο, κανένα νόημα δεν έχει το δύσκολο, όταν είσαι με τη θεά και πρέπει να το πάρεις απόφαση πως θα την αποχαιρετήσεις για πάντα και να την ακούς να σου λέει και η ίδια πως δεν θέλει να φύγει, όμως πρέπει, είμαστε είκοσι χρονών παιδιά, εκείνη κάτι παραπάνω, τι θα κάναμε δηλαδή, θα παντρευόμαστε; Όχι. Έπρεπε να φύγει. Κι έφυγε…
Κι όταν έμεινα μόνος μου μια ώρα δύο ώρες, μια δυο νύχτες και πέντε μέρες, ένιωσα σαν να μου είχαν σφάξει το κεφάλι και να το είχανε πετάξει στις ράγιες του τρένου που πήρε τη Μαργκερίτε μακριά. Και πολλές φορές από τότε είχα τη φαντασίωση ότι πήγα κρυφά και κόλλησα κάτω από το βαγόνι που μέσα του καθόταν η Μαργκερίτε κι έκλαιγε απαρηγόρητα, κι έτρεχε το τρένο κι εγώ από κάτω να κρατιέμαι δυνατά, σαν να κρατούσα στην αγκαλιά μου τη θεά.
Και δεν άντεξα. Την πήρα τηλέφωνο στο Βερολίνο. Κι απάντησε ο πατέρας της, καθηγητής φιλοσοφίας στο ίδιο πανεπιστήμιο με την κόρη του. Μιλήσαμε στα Αγγλικά. Μου τα έσουρε. «Μη ξαναπάρεις τηλέφωνο αλήτη, η κόρη μου είναι τρελαμένη, άφησέ την ήσυχη!» Τέτοια πράγματα. Εγώ το χαβά μου. Τηλεφωνούσα συνέχεια και το έκλεινα. Ήθελα να την ακούσω. Και μια στιγμή απάντησε η ίδια. Βάλαμε κι οι δυο τα κλάματα. Λέγαμε σκόρπιες λέξεις, μουσκεμένες, ακούγαμε το στεναγμό μας σαν να ακούγαμε υγρή μουσική στην έρημο.
«Φτιάχνω και ξεφτιάχνω τις βαλίτσες μου», λέει, «το πρωί είμαι έτοιμη να φύγω, μετά τις ανοίγω και τις αδειάζω, ο πατέρας μου κι η μάνα μου με κοιτάζουν έντρομοι, μπορεί να φύγω ξαφνικά, μπορεί να μη φύγω ποτέ, μπορεί να μην ξαναϊδωθούμε, τρελαίνομαι, θέλω να έρθω, δε ξέρω αν μπορέσω, δε ξέρω αν θα μπορέσω, όμως αυτό είναι που θέλω πιο πολύ στη ζωή μου τώρα, εσύ;»
Τι με ρωτούσε! Τι ήθελα εγώ; Να ήμουνα Δίας ήθελα και να μεταμορφωνόμουνα σε χρυσοβροχή και να πήγαινα να την μουσκέψω.
Κι αυτό είναι μεγάλη τυραννία, δε ξέρω αν σου έχει συμβεί, να φύγει η αγαπημένη σου και μετά να μιλάτε ώρες στο τηλέφωνο, ξέροντας πως «Ποτέ πια», όπως μουρμούριζε το Κοράκι του Πόε στον έρημο κι απεγνωσμένο που περίμενε να έρθει η αγαπημένη του Ελεονόρα. Μαρτυρικό μαρτύριο, σου λέω. Και αποφασίσαμε από κοινού να μη τηλεφωνηθούμε ξανά, να μη γράψουμε άλλα λαχταρισμένα γράμματα, να λησμονήσουμε, να φύγουμε μπροστά…
Έκανε μια παύση. Εγώ δε μιλούσα, δε ρώταγα, άκουγα μόνο. Πίναμε, καπνίζαμε, στρίψαμε κι ένα τσιγαράκι, δώρο φίλου που βρέθηκε στα ξαφνικά να πίνει στο διπλανό σκαμπό, έκανε μεγάλη σιωπή, λέω θα τέλειωσε μάλλον, τι συνέχεια να έχει, εντάξει, τρελαθήκανε απ’ την αγάπη τους, αλλά όταν κάτι τελειώνει ή ψυχοπαθής θα γίνεις ή δολοφόνος αν δεν στοχαστείς πάνω στο χρόνο και πάνω στις υπαρξιακές σου ανάγκες, δεν περνάνε εύκολα αυτά, πολλοί φεύγουν όλο και πιο μακριά όλο και πιο ψηλά, όμως καλό είναι εσύ να συνεχίσεις μόνος σου, και πριν συναντηθούνε μόνοι τους ήταν, και να μη συναντιόντουσαν πάλι μόνοι τους θα ήταν, πάντα με την ελπίδα να συναντηθούν, κάποια μέρα που θα κατουρήσει ο Χριστός πάνω στο λαμπερό τους εφηβαίο.
Αφού κάπνισε όλο το τσιγάρο κι άναψε συνέχεια το άλλο, ήπιε μια καλή γουλιά και συνέχισε.
Περνάνε δέκα χρόνια. Εγώ έχω καταφέρει να κάνω αυτό που γουστάρω, να γίνω συγγραφέας, ποιητής έγινα κι έχω την πρώτη μου πρόσκληση να κάνω ανάγνωση της ποίησής μου στο Βερολίνο. Το φαντάζεσαι; Μετά από δέκα χρόνια θα πάω στον τόπο της, μια ανάσα ίσως από κει που μένει; Και πώς να μένει άραγε; Και πριν απ’ όλα, ζει ακόμη; Και πώς ζει; Έκανε τις σπουδές της ή μήπως έγινε καμιά γκαρσόνα ή στριπτιζού ή πορνοστάρ; Θεά ήτανε κι οι θεές είναι περιζήτητες…
Την παίρνω τηλέφωνο, απαντάει πάλι ο πατέρας της, του λέω ποιος είμαι και πριν αρχίσει να βρίζει του λέω πως βρίσκομαι στο Βερολίνο προσκεκλημένος ενός Ινστιτούτου γερμανικού, θα ήθελα να μιλήσω και στη Μαργκερίτε.
Του άρεσε ότι ο παλιός αλήτης γκόμενος της κόρης του ήταν καλεσμένος ποιητής στη χώρα του, μου μίλησε με σεβασμό. Βεβαίως, μου λέει, να σας δώσω το τηλέφωνό της, η Μαρκερίτε μένει σε άλλη πόλη, εκεί που είναι το πανεπιστήμιο που διδάσκει, ξέρετε ότι πλέον είναι καθηγήτρια γλωσσολογίας, είναι και παντρεμένη με τρία παιδιά;
Κλείνω ευγενικά κι αμέσως παίρνω τον αριθμό της.
Έχεις νιώσει ποτέ να πάει να σκάσει η καρδιά σου, όχι από φόβο ή έμφραγμα, αλλά από την επικείμενη να σου συμβεί ευτυχία; Απ’ αυτήν την ευτυχία που δέκα χρόνια δεν την είχες ζευγαρώσει με άλλη, δεν ταίριαζε με καμία, μόνη της φτερούγιζε στα σωθικά μου. Στο τρίτο κουδούνισμα απάντησε η θεά μου.
Ναι, ποιος; ρώτησε στα γερμανικά. Εγώ μίλησα απλά ελληνικά. «Ο Φίλος είμαι…» της λέω… Και μείναμε κι οι δυο αμίλητοι για πάνω από δυο λεπτά.
Και για να μη στα ζαλίζω τέτοια στιγμή, της λέω να έρθει στο Βερολίνο να παραβρεθεί στην τιμητική για μένα ποιητική βραδιά. Της ήταν εντελώς αδύνατον. Σύζυγος, τρία παιδία και καθημερινά μαθήματα στο πανεπιστήμιο. Της λέω «θέλεις να έρθω εγώ εκεί;» Την ένιωσα να τρέμει. Λαχταρούσε να πάω. Της λέω «το βράδυ θα διαβάσω τα ποιήματά μου και θα σε σκέφτομαι, κι αύριο έρχομαι.»
Έγινε η βραδιά, πήγε πάρα πολύ καλά, ενθουσιασμένος ο κόσμος και οι επαΐοντες, όλη νύχτα πίναμε και περνούσαμε ωραία, εγώ τότε ήμουνα παντρεμένος με τη Γεωργία το μέντιουμ που όλα τα ήξερε και όλα μου τα έλεγε, είμαστε πολύ ωραία, μου είχε πει η Γεωργία – που ήξερε την ιστορία με την Μαργκερίτε – «να πας να την δεις οπωσδήποτε.»
Εφτακόσια χιλιόμετρα απόσταση, πέντε ώρες με το τρένο, φισέκι πάνε αυτά. Το δικό μου αναχωρούσε στις 7.46 ακριβώς, πάω στο σταθμό στην ώρα μου, βλέπω ένα τρένο στην αποβάθρα που έπρεπε να είμαι, πάει η ώρα 7.40, μπαίνω μέσα και 7.45 φύγαμε. Έλα όμως που εκεί όταν λένε «ακριβώς» το εννοούνε και το δικό μου τρένο ήταν το επόμενο, στις 7.46! Το κατάλαβα από τις χειρονομίες του πρώτου ελεγκτή.
Γαμώ τη πουτάνα μου, λέω, λάθος τρένο πήρα, χεστήκαμε τώρα. Με λίγα Αγγλικά μου εξήγησε ο ελεγκτής ότι ήμουνα τυχερός – μες στη μαλακία μου – μια και αν κατέβαινα στον επόμενο σταθμό- στο Αννόβερο – θα προλάβαινα ένα άλλο τρένο, από άλλη διαδρομή, αλλά που κι αυτό πήγαινε στον σταθμό της πόλης που πήγαινα κι εγώ, δηλαδή εκεί που θα συναντούσα τη θεά μου, τη Μαργκερίτε. Και να σκεφτείς ότι σε αυτά τα ίδια τα μέρη είχε κάνει αυτοεξόριστος ο πατέρας μου, κάτι που είχα μάθει για πρώτη φορά, όταν ήμουνα είκοσι, μ’ εκείνη την επίσκεψη με τη Μαργκερίτε στη Σαμοθράκη. Τέλος πάντων, αυτό.
Έτσι κι έγινε. Τα κατάφερα!
Και δε μπορώ τώρα, διέκοψε ο Φίλος, να σου πω πώς αισθανόμουν, μόνος ανάμεσα σε ξένους με τη σκέψη μου στην πρώτη συνάντησή μου με την Μαργκερίτε, μετά από δέκα χρόνια. Όσο το θυμάμαι τόσο έχω την αίσθηση και τη φαντασίωση ότι καθόμουν στο μπροστινό προφυλακτήρα του τρένου κι έτρεχα πρώτος πρώτος. Θα έχεις δει αυτήν την καταπληκτική ταινία «Το τρένο της μεγάλης φυγής», θυμάσαι τι ευτυχία έδειχναν πάνω στο τρένο που έτρεχε με 150 την ώρα κι αυτοί να έχουν βγάλει έξω το κεφάλι τους και να τους χαστουκίζει ο αέρας. Τέτοια χαστούκια ένιωθα. Τέτοια χαρά. Κι όλο πήγαινα στο μπαρ του τρένου, έπινα ένα ουίσκι, ξαναγύρναγα στον διάδρομο να βλέπω απ’ το τζάμι τα δέντρα και τις πεδιάδες να περνούν φισέκι από μπροστά μου κι όλο η ψυχή μου φτερούγιζε.
Και δεν είχα κοιμηθεί καθόλου, ε; Μετά το άγχος όλης της μέρας, πριν απ’ την ανάγνωση της ποίησής μου, η αγωνία στη διάρκειά της, μετά τα σωρό μπαρ που πήγαμε, ίσα που πρόλαβα να κάνω ένα μπάνιο, να φιλήσω τη Γεωργία και να φύγω για τον σταθμό.
Και φτάνω που λες μετά από πέντε ευτυχισμένες, αλλά και κολασμένες μαζί, ώρες , στον σταθμό, και να έχει αρχίσει μια καταιγίδα φοβερή, βρέχει, αστράφτει, κάτι κεραυνοί θα έπεσαν σίγουρα και το τρένο μπαίνει στο σταθμό. Εγώ στο παράθυρο ώσπου να σταματήσει, ψάχνω να δω ένα πρόσωπο, ένα σχήμα που να περιμένει εμένα… Κατέβηκα. Κατέβηκαν κι άλλοι τρεις επιβάτες, το τρένο έφυγε, η αποβάθρα άδειασε εντελώς. Κανείς δεν με περίμενε! Και να ακούω την καταιγίδα να χτυπάει αδυσώπητα τη στέγη του παλιού σταθμού, φτιαγμένος πριν από εκατό χρόνια, απ’ αυτούς τους σταθμούς που σε κάνουν να σκέφτεσαι «καλά υπήρχαν άνθρωποι πριν από τόσα χρόνια, και πώς το έφτιαξαν αυτό το αριστούργημα», κι ο νους σου να μην πηγαίνει στον Παρθενώνα… αυτό.
Σταμάτησε, για να ανάψει τσιγάρο. Είναι όπως όλοι μας ο Φίλος. Μπορεί να συμπεριφερόμαστε ξενέρωτα και άπιωτα, αλλά όταν έρχονται οι παθιασμένες στιγμές μπορούμε να πιούμε τον άμπακο και να καπνίσουμε τον αγγλέορα. Είχε όμως και το ξεχωριστό του ο Φίλος. Αυτό που πάντα κάνει τους ανθρώπους να ξεχωρίζουν, όπως τα δακτυλικά μας αποτυπώματα, είχε τη δική του γλώσσα του σώματος τις στιγμές της αφήγησης, κι αυτό με συνέπαιρνε και τον άκουγα χωρίς καμία διακοπή, και κάποιες φορές τη σιωπή μου την έπαιρνε ότι εγώ βαριόμουν, ότι, τάχα, του έδειχνα πλαστή κατάσταση επαφής και μπαρόβιας επικοινωνίας.
Μόνος κι έρημος κι απελπισμένος και με χίλιες σπαραγμένες σκέψεις για το τι να έχει συμβεί, γιατί δεν ήρθε, τι θα κάνω τώρα, ακόμα δεν υπήρχανε τα κινητά, είχα μια τηλεκάρτα και τον αριθμό της, κοίταξα πέρα δώθε την έρημη αποβάθρα, δεν είδα κουβούκλιο τηλεφώνου, και να πέφτουν αστραπές και να βλέπω την άγρια γερμανική βροχή να σφυροκοπάει τις ράγιες, είχε σχεδόν σουρουπώσει από τα μαύρα σύννεφα… και ξαφνικά ακούω κάτι γρήγορα πατήματα! Κάποιος έτρεχε, δεν καταλάβαινα πού, τα άκουγα όλο και πιο δυνατά στο πλακόστρωτο του σταθμού και, ξαφνικά, ορμάει στην αποβάθρα από μέσα αυτή, η Μαργκερίτε, η θεά μου, με βλέπει με μια ματιά κι αρχίζει πάλι να τρέχει με τα χέρια ανοιχτά, κι εγώ να την βλέπω και να μη μπορώ να κουνηθώ, τα πόδια μου έτρεμαν, με ζυγώνει, κόβει το τρέξιμο, έρχεται αργά αργά, με γέλια και με δάκρυα…κι αγκαλιαστήκαμε, βουβοί κι οι δύο, μόνο τα μπουμπουνητά βογκούσαν ασταμάτητα, κι εγώ σκεφτόμουν «να’τηνε η μέρα που κατούρησε ο Χριστός».
Έβαλε ένα παγάκι στο ουίσκι του, ήπιε δυο γουλιές, άναψε κι άλλο τσιγάρο. Εγώ δεν είπα τίποτα, τι να έλεγα, αυτός έκανε τις σπονδές του κι αυτός μουρμούριζε τις προσευχές του και τα μοιρολόγια του.
Μ’ έπιασε απ’ το μπράτσο, βγήκαμε έξω και μπήκαμε στο αυτοκίνητό της. Ακουμπήσαμε πίσω και κοιταχτήκαμε βαθιά και χαμογελαστά. Της σκούπισα κάτι σταγόνες από τα βρόχινα δάκριά της κι αυτή μου πήρε το χέρι και το φίλησε. «Θα πάμε σπίτι μου, ε;» την άκουσα, κι έγνεψα κάτι σαν «πάμε όπου θέλεις κι εδώ να μείνουμε μέχρι που θα ξανάρθω στο σταθμό δε με νοιάζει.» Και πού αλλού να πηγαίναμε; Δεν υπήρχε το αλλού. Δε φαινόταν πουθενά αλλού. Και πήγαμε σπίτι της, μια μονοκατοικία, γερμανική κωμόπολη, Ανατολική Γερμανία, είχε πέσει το τείχος, αλλά ακόμη ήταν η Ανατολική, στα ίδια εκείνα μέρη που γυρόφερνε ο πατέρας μου.
Δε θυμάμαι αν είπαμε τίποτα, δεν θυμάμαι αν μιλήσαμε καν. Με σύστησε στον άντρα της, σαν Γερμανός καθηγητής φιλοσοφίας, δέκα χρόνια μεγαλύτερός της, γνώρισα και τα παιδιά της, με σέρβιραν παγωμένη βότκα, είχε μαγειρέψει, φάγαμε, με ρώτησαν για την ποίησή μου, εγώ άκουγα ό,τι μου έλεγαν για τα δικά τους, ωραία τα παιδάκια της, με κοίταζαν με στυλωμένα μάτια, ποιος να ήμουν άραγε και γιατί η μητέρα τους φαινόταν τόσο ευτυχισμένη κι ο πατέρας τους όπως τον ήξεραν.
Έμεινα κάπου δυο ώρες. Το τρένο της επιστροφής έφευγε στις 14. 11 ακριβώς. Αποχαιρέτησα τους δικούς της, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και με πήγε στο σταθμό. Βγήκαμε στην αποβάθρα. Δε λέγαμε κουβέντα. Μόνο είχε κολλήσει πάνω μου και με κοιτούσε με βλέμμα χαμογελαστό και γεμάτο σπάραγμα. Ήρθε το τρένο. Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά για κάμποσα λεπτά, άκουσα τον σταθμάρχη να σφυρίζει, την αφήνω απότομα κι ανέβηκα. Το τρένο ξεκίνησε αργά αργά. Κοιτάζω από το παράθυρο και τη βλέπω να πηδάει να πιαστεί από τη σκάλα και ν’ ανέβει, το τρένο ανέπτυξε ταχύτητα και την πέταξε στην έρημη αποβάθρα. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τη θυμάμαι. Πεσμένη στην αποβάθρα.
Κι η καταιγίδα δεν είχε σταματήσει ούτε στιγμή. Ίσως να έπεσε κι ένας κεραυνός… αυτό, τίποτ’ άλλο.
Είχε χαμηλώσει η φωνή του, μιλούσε γερμένος μπροστά, ο ντιτζέι έβαζε μουσικές που του άρεσαν, ήπιε την τελευταία του γουλιά, φώναξε τον μπάρμαν, παρήγγειλε άλλο ένα ποτό, έβρεξε τα χείλη του κι απότομα πήρε πάλι φόρα.
Κι άκου τώρα εσύ την μελό μου ιστορία, πώς πέρασα σ’ εκείνο το ταξίδι της επιστροφής στο Βερολίνο, δεν είχα κοιμηθεί καθόλου, στο ξανάπα… Ήμουνα μόνος μου μέσα στο κουπέ, νύχτα πια, η βροχή έπεφτε πάνω στο παράθυρο, το τρένο έτρεχε προς τη «μεγάλη φυγή» κι εμένα ξαφνικά πλημμύρισαν οι λυγμοί μου κι άρχισα να κλαίω με αναφιλητά, σκιζόταν ο λαιμός μου, το στήθος μου ξερνούσε την απελπισία μου, έκλαιγα γαμώτο μου, έκλαιγα σου λέω…κι ήθελα ένα ποτό, ήθελα πολύ ένα ποτό και να η σύμπτωση, το τρένο σταματάει σ’ ένα σταθμό στου διαόλου το πουθενά, ανοίγω το παράθυρο και κοιτάζω την ώρα αναχώρησης, θα έφευγε σε δέκα λεπτά, τρέχω κάτω, πάω στο κυλικείο, γυρεύω ένα ποτό οποιοδήποτε, δεν είχαν, μόνο ξενέρωτες γερμανικούς καφέδες και αναψυκτικά, ρωτάω πού μπορώ να βρω ένα ποτό, μου λένε παρακάτω, έξω απ’ το σταθμό υπάρχει ένα μπαρ… και τρέχω να το βρω, ρισκάροντας να φύγει το τρένο, τρέχω μέσα στη βροχή, ναι το βρίσκω το μπαρ, ορμάω μέσα, είχε κάτι ηλικιωμένες κυρίες που τα ‘πιναν μόνες τους, ζητάω ουίσκι δεν είχανε, μόνο βότκα, λέω βάλτε μου μια βότκα, αλλά η μερίδα ήτανε γερμανικιά, του λέω βάλτο διπλό, μετά του λέω γέμισέ το το γαμημένο το ψηλό νεροπότηρο, το γεμίζει, πληρώνω, τ’ αρπάζω και τρέχω στο σταθμό, τρέχω στο τρένο, ανεβαίνω, ξεκινάει. Μπαίνω στο κουπέ μου, ανασαίνω, πίνω αρκετό μονορούφι… και να πάλι τα κλάματα, δεν μπορώ να συγκρατηθώ, άλλωστε γι αυτό ήθελα να πιω, και κλαίω κλαίω… και μπαίνει μια κοπέλα στο κουπέ, κάθεται απέναντί μου και στην άκρη, με κοιτάζει, εγώ δεν μπορώ να σταματήσω, ψάχνω να βρω τσιγάρα και δεν είχα τσιγάρα, καταλαβαίνεις, είχα ξεχάσει να πάρω τσιγάρα, και κλαίω ασταμάτητα, κι αυτό το κορίτσι βγάζει και στρίβει ένα τσιγάρο, το ανάβει και μου το βάζει στο στόμα λέγοντάς μου «κουλ κουλ», καταλαβαίνεις, έστειλε η θεά μου τον άγγελό της να μου δώσει τσιγάρο, ρουφάω τον καπνό, πίνω βότκα, μπαίνει ο ελεγκτής, του δίνω το εισιτήριο σκασμένος στα κλάματα, δεν μπορώ να σταματήσω, αυτός με κοιτάζει που καπνίζω, δε μου λέει τίποτα, μου επιστρέφει το εισιτήριο, ρίχνει μια ματιά στο κορίτσι και βγαίνει… κι εμένα ξαφνικά μου ήρθε η μεγάλη σκέψη, πως όχι, τώρα ήταν που κατούρησε ο Χριστός, μέσα από την ψυχή μου, και δεν ήταν μέρα, ήταν νύχτα, καταλαβαίνεις;
Τι άλλο θέλεις να σου πω; Έφτασα στο Βερολίνο, πήγα στο ξενοδοχείο, λέω στη Γεωργία «αύριο θα στα πω, τώρα θέλω να κοιμηθώ.» Είχε πλέον μπει αυτόματα η φραγή στο κλάμα.
Γράψε τώρα εσύ μια μελό ιστορία… Αυτό, τίποτ’ άλλο… αυτό… αυτό.
Και συνεχίσαμε να πίνουμε σιωπηλοί.