Έχουν περάσει τριάντα χρόνια από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η πτώση του τείχους του Βερολίνου, το τέλος της ένοπλης αντιπαράθεσης ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση στην Ευρώπη, και η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης έφεραν πολλές ελπίδες. Η νέα μετά -Ψυχρού Πολέμου πολιτική τάξη οραματιζόταν μία Ευρώ-Ατλαντική κοινότητα ολόκληρη και ελεύθερη, από το Vancouver μέχρι το Vladivostok. Η Ρωσία, οι ΗΠΑ, και όλες οι σημαντικές Ευρωπαϊκές δυνάμεις θα αποτελούσαν τμήμα μίας ενσωματωμένης τάξης με κοινές αξίες.

Αλίμονο όμως, αυτό το όραμα μίας αδιαίρετης Ευρώπης δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα. Οι ανταγωνιστικές απόψεις της αρχιτεκτονικής της μετά -Ψυχρού Πολέμου- Ευρωπαϊκής ασφάλειας δε γεφυρώθηκαν ποτέ. Η Ρωσία ποτέ δεν ενσωματώθηκε πλήρως στους δυτικούς οργανισμούς ασφάλειας, και οι φιλοδοξίες της Μόσχας για έναν νέο πανευρωπαϊκό φορέα ασφάλειας δεν υλοποιήθηκαν ποτέ.

Με την πτώση και φυγή του Ουκρανού Προέδρου Yanukovych,τη Ρωσική κατάληψη και προσάρτηση της Κριμαίας, και το ξέσπασμα του πολέμου στην Ανατολική Ουκρανία ,η μετά- Ψυχρού Πολέμου – τάξη τερματίστηκε απότομα και βίαια. Αν και οι πιέσεις συσσωρεύονταν και ήταν προφανείς για κάποιο διάστημα, τα δραματικά γεγονότα του 2014 σηματοδότησαν μία πραγματική ρήξη, με βαθιά πικρία, έντονη στηλίτευση, και νέο διχασμό στην Ευρώπη, μόνο πολύ πιο μακριά από την Ανατολή.

Δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο τι θα αντικαταστήσει την μετά- Ψυχρού Πολέμου -τάξη στην Ευρώπη. Οι σημαντικότεροι πολιτικοί φορείς ασφάλειας αυτής της τάξης – το NATO, η Ευρωπαϊκή Ένωση, και ο Οργανισμός Ασφάλειας και Συνεργασίας της Ευρώπης( OSCE) – παραμένουν, όμως ο ρόλος και η κατεύθυνσή τους στο μέλλον στη διαδικασία ανακαθορισμού εκτός και εντός δεν είναι ξεκάθαρη. Προκύπτουν σημαντικά ερωτήματα: τι θέση θα έχουν αυτοί οι φορείς στην καινούργια τάξη που διαμορφώνεται; πώς θα αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους; και ιδιαίτερα πώς η Ρωσία και οι γείτονές της, πρώην δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης, θα ταιριάξουν σε αυτή τη νέα τάξη;

Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις σχετικά με το γιατί αυτή η τάξη “δεν δούλεψε”. Πολλές από αυτές τις εξηγήσεις δόθηκαν κατόπιν, και έχουν το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων κρίσης. Η πλειοψηφία αυτών των αναλύσεων, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου, δίνουν υποκειμενικές προεκτάσεις, σχεδιασμένες κυρίως για να επιρρίψουν τις ευθύνες στους ανταγωνιστές και στους επικριτές για την κατάρρευση αυτής της παλιάς τάξης. Υπάρχουν συζητήσεις σχετικά με το λόγο αυτής της κατάρρευσης όχι μόνο ανάμεσα στη Ρωσία και τους ηγέτες της Δύσης, αλλά επίσης και στους κύκλους δυτικών πολιτικών και ειδημόνων.

Μία εξήγηση που δίνεται είναι ότι αυτή η αρχιτεκτονική ασφάλειας γρήγορα κυριαρχήθηκε από το NATO και την ΕΕ, φορείς οι οποίοι επεκτάθηκαν για να συμπεριλάβουν τις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες εκτός της Ρωσίας. Στην περίπτωση της ΕΕ, η ένταξη της Ρωσίας αποκλείστηκε. Όσο για το ΝΑΤΟ, η πιθανή ένταξη της Ρωσίας συζητήθηκε αρκετές φορές, και από τα κράτη μέλη του NATO και από τη Ρωσία, όμως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Πολλοί Ρώσοι πολιτικοί και αναλυτές παραπονιούνται ότι το NATO, μαζί με τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις του, μετακινήθηκε προς τα σύνορα της Ρωσίας, αντίθετα με τις διαβεβαιώσεις που έδωσε το NATO στις αρχές του 1990. Οι ηγέτες της Δύσης και αναλυτές απαντούν ότι οι χώρες του NATO, συγκεκριμένα η Νορβηγία και η Τουρκία, υπήρχαν ανέκαθεν στα σύνορα της Ρωσίας, και ότι οι στρατιωτικοί στόχοι μετακινήθηκαν μόνο σαν απάντηση των στρατιωτικών κινήσεων της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Όμως, η επέκταση προς τα Ρωσικά σύνορα και η έλλειψη της Ρωσικής ένταξης σε κάθε φορέα δεν ήταν το μοναδικό, και σίγουρα το πιο σημαντικό πρόβλημα με την ΕΕ και το NATO. Η Μόσχα το βρήκε απογοητευτικό, και τελικά απαράδεκτο, ότι το NATO και η ΕΕ πήραν αποφάσεις πάνω σε σημαντικά θέματα τα οποία η Ρωσία θεωρούσε ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντά της γύρω από τις ξεκάθαρες ενστάσεις της Ρωσίας. Οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις τέτοιου είδους αποφάσεων είναι πιθανότατα η απόφαση του NATO να προχωρήσει σε πόλεμο το Μάρτιο του 1999 με τη Σερβία-Μαυροβούνιο, και η κοινή απόφαση NATO και ΕΕ το Φεβρουάριο του 2008 να αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία του κράτους του Κοσσυφοπεδίου. Σε κάθε περίπτωση η Μόσχα διαμαρτυρήθηκε έντονα για αυτές τις αποφάσεις αλλά ήταν ανήμπορη να κάνει κάτι να τις αλλάξει. Οι εκπρόσωποι του NATO δηλώνουν ότι η Ρωσία θα έπρεπε να έχει άποψη όχι όμως δικαίωμα να ασκήσει βέτο στις αποφάσεις της Συμμαχίας. Οι Ρώσοι απαντούν ότι χωρίς τη δυνατότητα να πουν όχι, η φωνή τους καταπνίγεται, για να μην πούμε ότι καταπιέζεται.

Άλλη μία πιθανή σχετική εξήγηση για την αποτυχία της μετά – Ψυχρού Πολέμου -Ευρωπαϊκής τάξης είναι ότι η Ρωσία, το NATO, και η ΕΕ απέτυχαν να χρησιμοποιήσουν τις διόδους και τις επαφές που ανέπτυξαν για να διεξάγουν πραγματικό διάλογο και να διαχειριστούν τις σχέσεις τους επιτυχώς. Η ΕΕ και η Ρωσία
νωρίτερα το 1990, ανέπτυξαν ένα τετραμερές πλαίσιο για τη διαχείριση των σχέσεών τους. Ο διάλογος ΕΕ Ρωσίας διαχειρίστηκε τα θέματα με επιτυχία όπως το θέμα της Ρωσικής πρόσβασης στην εκσκαφή του Kaliningrad μετά την ένταξη της Πολωνίας και των χωρών της Βαλτικής στην ΕΕ. Ωστόσο, μετά τον πόλεμο της Ρωσίας με τη Γεωργία το 2008, η Ανατολική Συνεργασία αποτελεσματικά απέκλεισε τη Ρωσία από τις πολυμερείς συζητήσεις με την ΕΕ και τις εμπλεκόμενες σε εδαφικά θέματα χώρες. Το συμβούλιο NATO- Ρωσίας, που δημιουργήθηκε στις αρχές του 2000,έδωσε στη Ρωσία πρόσβαση σε μία πιο ισότιμη βάση συζητήσεων με τα κράτη μέλη του NATO, όχι όμως δικαίωμα ψήφου στη λήψη αποφάσεων. Παρ’ όλα αυτά, η συνεργασία με το NATO στο Αφγανιστάν και το πρόγραμμα επαφών και ασκήσεων του NATO – και της Ρωσίας παρέμεινε αρκετά ισχυρό το 2013.

Άλλος ένας κύριος παράγοντας της κατάρρευσης αυτής της τάξης ήταν η αποτυχία του OSCE να αναπτυχθεί ως πραγματική ομπρέλα πανευρωπαϊκού οργανισμού ασφαλείας. Κατά τη διάρκεια του 1990 ο OSCE χρησιμοποίησε μεγάλο αριθμό εδαφικών αποστολών, με σκοπό την πρόληψη διαμαχών και την αποκατάσταση στα Βαλκάνια και την πρώην Σοβιετική Ένωση μετά την περίοδο διενέξεων. Ο οργανισμός έγινε επίσης ηγέτης στην επίβλεψη των εκλογών, και στα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων. Όμως μετά το 2000 η Μόσχα διαμαρτυρήθηκε έντονα ότι ο OSCE αντιμετώπισε πρωτίστως τα προβλήματα στην Ανατολή, δηλαδή στην πρώην Σοβιετική περιοχή, και ότι οι δυτικές χώρες που συμμετείχαν αρνήθηκαν να συζητήσουν θέματα που άπτονταν του ενδιαφέροντος της Ρωσίας. Αυτές οι απεικονίσεις τέτοιων παραπόνων ίσως αποτέλεσαν λόγο της αποτυχίας των δυτικών υπογραφόντων να επικυρώσουν την Προσαρμοσμένη Συνθήκη CFE και η έντονη ανεφάρμοστη συζήτηση για στρατιωτική ασφάλεια και εμπιστοσύνη στη θέσπιση μέτρων, κάποτε πολύ σημαντικά θέματα της ατζέντας του οργανισμού OSCE.

Οι πιο σοβαρές προκλήσεις, όμως, προέκυψαν από τις διαφωνίες σχετικά με τον γεωπολιτικό προσανατολισμό και το συνασπισμό (για λόγους πολιτικούς και ασφάλειας) χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης που τώρα συνόρευαν με τη Ρωσία. Από τη στιγμή της Σοβιετικής κατάρρευσης η Ρωσία επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ασφάλεια αυτών των κρατών. Αυτή η “σφαίρα προνομιακού ενδιαφέροντος” ερχόταν σε αντιπαράθεση με τον τρόπο αντιμετώπισης τους από τους δυτικούς καθώς τα έβλεπαν σαν κράτη πλήρους κυριαρχίας αυτών. Καθώς οι δυτικές χώρες και οι φορείς όπως η ΕΕ και το NATO, αύξησαν την παρουσία και τη δραστηριότητά τους σε αυτά τα κράτη, η Ρωσία το είδε αυτό ως πρόκληση της δικής της θέσης και των συμφερόντων της. Η σύγκρουση αυτών των αντικρουόμενων απόψεων προκάλεσε τον πόλεμο στη Γεωργία και την Ουκρανία.

Από το 2014 ο πόλεμος στο Donbas και οι επακόλουθες κυρώσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ κατά της Ρωσίας βάθυναν την αμοιβαία εχθρότητα και διέβρωσαν περαιτέρω την μετά-Ψυχρού Πολέμου- τάξη. Οι Ρωσικές κυβερνοαποστολές, όπως εκείνες στις Αμερικανικές εκλογές το 2016, και οι επιθέσεις στους επικριτές στο εξωτερικό κατέστρεψαν περισσότερο τις σχέσεις. Οι αυτοεπιβαλλόμενες πράξεις των δυτικών όπως το Brexit διατάραξαν ακόμη περισσότερο αυτήν την τάξη. Αν και η Διοίκηση του Biden έχει τονίσει την αφοσίωση των ΗΠΑ στην Ευρωπαϊκή ασφάλεια, η ανοιχτή αμφισβήτηση και κριτική του NATO από τον Πρόεδρο Trump άφησε πολλές αμφιβολίες ως προς την ανθεκτικότητα αυτής της Αμερικανικής δέσμευσης, ενός ακρογωνιαίου λίθου στην Ευρωπαϊκή ασφάλεια από τα τέλη του 1940.

Επομένως, που βρίσκεται τώρα η Ευρωπαϊκή τάξη ασφάλειας; Οι σημαντικοί φορείς – NATO, ΕΕ, και ο OSCE –είναι ακόμα ζωντανοί, όμως η μελλοντική τους δύναμη και αποτελεσματικότητα δεν είναι ξεκάθαρες.

Η Ρωσία επιδεικνύει μία στροφή προς την Ευρασία. Η πιο πρόσφατη Ρωσική εθνική στρατηγική ίσα που αναφέρει την Ευρώπη. Οι ΗΠΑ έχουν αναγνωρίσει την Κίνα ως τον πιο σημαντικό ανταγωνιστή και την πιο σημαντική πρόκληση για την ασφάλεια στο εγγύς μέλλον, και αναζητά τρόπους να εγγράψει και την Ευρώπη σε αυτήν την προσπάθεια. Η ΕΕ ακόμη προσαρμόζεται στην απώλεια ενός σημαντικού κράτους μέλους της και της συνεισφοράς του στην οικονομία, ενώ επίσης αναλογίζεται τις μελλοντικές της δυνατότητες στην ασφάλεια και άμυνα και στάση, δεδομένης μίας πιθανής ελάττωσης της ανάμιξης των Αμερικανών στην Ευρώπη. Ο OSCE προετοιμάζεται να γιορτάσει την πεντηκοστή του επέτειο το 2025, όμως παραμένει ασαφές το αν κάποια από τις σημαντικές συμμετέχουσες χώρες είναι προετοιμασμένη να χρησιμοποιήσει τον οργανισμό ως φόρουμ ή όργανο για οτιδήποτε πραγματικά σημαντικό.

Άραγε, πώς θα είναι η νέα Ευρωπαϊκή τάξη ασφάλειας; Πρωτίστως, θα αντανακλά αλλαγές στην παγκόσμια τάξη, ιδιαίτερα στην άνοδο της Κίνας. Το 1989-1991 η Κίνα ήταν ακόμα μία πρόσφατα αφυπνισμένη δύναμη. Τώρα είναι μία παγκόσμια δύναμη με παγκόσμια εμβέλεια. Δεύτερον, δεν φαίνεται ότι νέοι φορείς ή ομάδες θα προκύψουν στην Ευρώπη στο κοντινό μέλλον. Συγκεκριμένα, κανένας καινούργιος Ευρωπαϊκός θεσμός ασφάλειας ή φόρουμ δε διαφαίνεται στον ορίζοντα.

Συνεπώς, οι υπάρχοντες Ευρωπαϊκοί θεσμοί, πλατφόρμες και φόρα θα πρέπει να αναζητήσουν τρόπους να κάνουν καινούργια πράγματα και να ολοκληρώσουν παλιότερες υποχρεώσεις τους με καλύτερο τρόπο. Οι δυτικές χώρες θα πρέπει να διεξάγουν ουσιαστικούς διαλόγους με τη Ρωσία χωρίς μεγάλες προσδοκίες, θέτοντας στόχους οι οποίοι είναι βιώσιμοι και αμοιβαία πραγματοποιήσιμοι. Η Ρωσία πρέπει να βρει λιγότερο ενοχλητικούς και λιγότερο εξαναγκαστικούς τρόπους να διαχειριστεί τις σχέσεις με τους γείτονές της. Σίγουρα έχει νόμιμο συμφέρον και ενδιαφέρον στον προσανατολισμό της ασφάλειας και των ενεργειών αυτών των γειτόνων, όμως χρειάζεται να εκπληρώσει αυτά της τα ενδιαφέροντα με λιγότερο καταστροφικό, αντιπαραγωγικό τρόπο.

Σε κάποιες περιπτώσεις, τα τρίτα μέρη θα μπορούσαν να διευκολύνουν το διάλογο, αλλά δε μπορεί να επιβάλλει τις επιλογές της στους γείτονές της.

Ένας διμερής διάλογος ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία σχετικά με τη στρατηγική σταθερότητα ξεκίνησε φέτος. Αυτή η διαδικασία είναι ακόμη στην πολύ αρχή της όμως ίσως κατευνάσει την ένταση. Ένας ανανεωμένος διάλογος μεταξύ της ΕΕ και της Ρωσίας, ίσως σε θέματα ενεργειακής ασφάλειας, θα μπορούσε πιθανότατα να βοηθήσει στη διαμόρφωση της νέας τάξης. Για την Ευρώπη, σαν σύνολο, χρειάζεται ένα πολυμερές φόρουμ το οποίο θα αναγνωρίσει και θα ξεκινήσει συζήτηση ευρείας κλίμακας σχετικά με θέματα ασφάλειας τα οποία έχουν προκύψει και συσσωρευτεί καθώς οι σχέσεις Ανατολής-Δύσης έχουν χειροτερεύσει την τελευταία δεκαετία. Το να επικεντρώσουμε το δομημένο διάλογο του OSCE σε σκέψη για κάποια από τα πιο έντονα προβλήματα της συμβατικής στρατιωτικής ασφάλειας θα ήταν μία καλή αρχή. Ενέργειες σαν αυτή μπορεί να αποδώσουν, μπορεί όμως και όχι, όμως, τουλάχιστον έχουν το πλεονέκτημα της δημιουργίας μίας νέας ,κοινώς αποδεκτής, πιο ισχυρής και σταθερής (κάποιος ίσως ήλπιζε) κατάστασης. Η εναλλακτική είναι να αφήσουμε την Ευρώπη στο έλεος των γεγονότων, κάτι το οποίο από το 2014 δεν βγήκε σε καλό.