Τέμπη, το πέρασμα του ελληνικού Γκράν Κάνιον, της κοιλάδας του αμαρτωλού προσκυνήματος της Αγίας Παρασκευής, όπου οι επιτήδειοι ευσεβείς χριστιανοί έβαζαν χέρι στην ελεημοσύνη των πιστών. Του φονικού δρόμου της μελαμίνης, που θέρισε τα σχολιαρόπαιδα από το Μακροχώρι. Του μεγαλύτερου περάσματος από τη Νότια στη Βόρεια Ελλάδα.

Ο δρόμος αυτός έχει τη δική του ιστορία, ταυτόσημη με την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Της Ελλάδας των ασύδοτων εργολάβων και των ενεργούμενών τους, των τρομαγμένων πολιτικών αλλά και των αρπακτικών ενίοτε. Των απορημένων πολιτών, που παρακολουθούν τα ακίνητα βράχια βδομάδες τώρα να μην μετακινούνται από τη θέση τους, για να επιβεβαιώσουν ότι τίποτα δεν είναι μονιμότερο από το προσωρινό. Των ανεύθυνων υπευθύνων, που αναμένουν την έλευση του μεσσία, γιατί ο από μηχανής Θεός δεν έλειψε ποτέ απ’ αυτόν τον τόπο.

Φέτος, που δεν έπεσε χιόνι, έβρεξε βράχια, διαπλοκή και ανοησία. Τώρα τα χέρια ψηλά κι ό,τι πει ο Θεός -ή κάνω λάθος;