Κάποτε είχα μια διαφωνία με το μακαρίτη το διευθυντή στα «ΝΕΑ», Λεωνίδα  (Λέοντα) Καραπαναγιώτη, ο οποίος υπήρξε εξαιρετικός στη δουλειά του, αρκεί να συμφωνούσες μαζί του! Είχε έρθει η κουβέντα στις άτιμες τις δυσκολίες του ρεπορτάζ και του λόγου μου τόλμησα να υπερασπιστώ ως μαχητικότερο και με «λιγότερα ψέματα» το αθλητικό! Πύραυλος είχε γίνει, αλλά η παροιμιώδης ευγένειά του απέτρεψε περαιτέρω περιπέτειες σε βάρος μου… Χρόνια πριν αναλάβει τη διεύθυνση στην εφημερίδα ο Λέων, είχα γευτεί ακόμη μία μίνι περιπέτεια, μάλιστα την πρώτη ημέρα ανάληψης καθηκόντων από τον έμπειρο συνάδελφο (πρώην υπουργό, συγγραφέα κλπ.) Γιάννη Καψή. Θυμάμαι – μιλάμε για τέλη δεκαετίας του ‘70 – συναντηθήκαμε στο ασανσέρ της Χρήστου λαδά (αριθμός 3), λίγο πριν τις τέσσερις τα ξημερώματα, με προορισμό το ιστορικό τυπογραφείο του πάνω ορόφου. Ο Ι.Κ. θα φρόντιζε το πρωτοσέλιδο, για να προχωρήσει η έκδοση και εγώ την έρημη την αθλητική σελίδα (μεγάλου σχήματος) που με «εξαράκι» στοιχεία προσπαθούσαμε να «χωρέσουμε» τα πάντα γύρω από τα σπορ. Μόλις έκλεισε η πόρτα του ανελκυστήρα, ο Καψής (φρέσκος είπαμε στην ηγεσία της εφημερίδας) με κοίταξε στα μάτια και πέταξε:

«Εσύ ποιος είσαι παιδί μου;»

«Ο αθλητικός που εργάζεται την ημέρα και ταλαιπωρείται τη νύχτα», τόλμησα.

Του άρεσε, οπότε συνέχισε τις ατάκες του:

«Εγώ είμαι ο Γιάννης Καψής, ο νέος σου διευθυντής. Δεν ξέρω από αθλητικά, αλλά, αν τα μάθω, θα σας αλλάξω τα φώτα. Και να θυμάσαι είμαι «πουτάνα» σμυρνιά στη δουλειά».

Ήταν φανερό πως ήθελε να με δοκιμάσει, αλλά δεν με έπαιρνε να κωλώσω:

«Το “σμυρνιά” το γνώριζα κύριε Καψή, το άλλο επιτρέψτε μου να μη το δεχτώ προς το παρόν, αν δεν σας δοκιμάσω».

Είχαμε φτάσει στον… προορισμό μας, όταν έξω πια από τη θαλάμη συμπλήρωσε βιαστικά:

«Όταν τελειώσεις κατέβα στο γραφείο μου να πιούμε ένα ουίσκι».

Δεν πήγα, διότι δεν έπινα και δεν πίνω (κάνω άλλες ιστορίες, καθότι ουδείς… αναμάρτητος). Μέρες μετά πληροφορήθηκα ότι εκείνος ο διευθυντής ήθελε να με κάνει… πολιτικό συντάκτη και κάποιος μεσάζων μου το έριξε «απ’ έξω απ’ έξω». Φυσικά αρνήθηκα διότι πίστεψα πως το αθλητικό είναι το κορυφαίο στην εφημερίδα. Και έμεινα σ’ αυτό ως σήμερα (κάπου τέσσερις δεκαετίες…).

Θα αναρωτηθείτε τι θέλω να πω μετά από όλα αυτά. Απλά ότι δικαιώνομαι. Στη δουλειά μου, σπάνια είχα παρεμβάσεις. Μετά το ματς, στη γραφομηχανή γράφονταν «όσα είχα δει», όσα έκρινα άξια σχολιασμού, κι’ αν τύχαινε να έχουν γίνει επεισόδια, το προχώραγα το πράμα. Συνεπώς, έκανε τρία ρεπορτάζ σε ένα: αθλητικό, αστυνομικό, ελεύθερο συν το σχόλιο.

Σχεδόν την ίδια ώρα, γύριζε ο πολιτικός συντάκτης από το ρεπορτάζ (δηλαδή από τη Βουλή). Πριν γράψει ο άτυχος, είχε πάγια εντολή να «συζητά» τα θέματά του με το διευθυντή, όποιος κι’ αν ήταν αυτός (Νίτσος, Καψής, Λέων…)

 Παραδοσιακά γινόταν – περίπου – ο εξής διάλογος:

«Τι έχουμε σήμερα Θανασάκη;» (τυχαία το όνομα)

«Χαμός κύριε διευθυντά. Αρπάχτηκαν ο τάδε βουλευτής με το δείνα επιτετραμμένο της Τράπεζας της Ελλάδος.»

 «Καλά, άσε, θα σου πω. Τι άλλο;»

«Έχω ρεπορτάζ για την υπόθεση που απασχολεί την αντιπολίτευση κλπ.»

«Το βλέπεις μεγάλο να βγαίνει;»

«Μία σελίδα».

«Ένα δίστηλο και μην το τραβάς. Τι άλλο;»

Να μη τα πολυλογώ διότι δεν πρέπει… Τελικά, ο συνάδελφος του πολιτικού, είχε υλικό για δύο σελίδες και έγραφε συνολικά ένα τρίστηλο… Ενώ ο αθλητικός, ο μάγκας, είχε γράψει το σαλόνι… Ποιος έκανε πιο σωστή δουλειά αδέλφια; Ο αθλητικός, όμως ο κίνδυνος καραδοκούσε, καθότι με τη νοοτροπία που επικρατούσε (και εξακολουθεί να επικρατεί…)  δεν ήθελε να φέρει  πόλεμο. Διότι ο αναγνώστης, ο οποίος αγόραζε τη συγκεκριμένη εφημερίδα, επειδή ήταν πολιτικά τοποθετημένος σε συγκεκριμένη παράταξη, δεχόταν τα πάντα, όμως, όταν έφτανε στις ριμάδες τις αθλητικές σελίδες, ξεχνούσε τις πριν και γινόταν θηρίο. Ο γάβρος θύμωνε, αν θεωρούσε ότι αδικούσε η περιγραφή την ομάδα του, ο βάζελος τηλεφωνούσε για τον ίδιο λόγο, οι αεκτζήδες ήταν… μαχητικότεροι (καθότι θεωρούνταν μόνιμα αδικημένοι, καταπιεσμένοι και κάπου είχαν τα δίκια τους…) Συχνά έφταναν οι απειλές:

«Θα την κόψω την εφημερίδα, είσαι προβοκάτορας, εχθρός  του Λαμπράκη, μη σε δω μπροστά μου, θα σε σκίσω, βγάλε τα κόκκινα γυαλιά», τέτοια. Εννοείται ότι εκείνη τη στιγμή η διπλωματία ήταν προτιμότερη του θάρρους ή της αντιπαράθεσης…

«Αγαπητέ μου έχετε δίκιο. Καλά κάνετε και διαμαρτύρεστε, άλλωστε η εφημερίδα ανήκει σε σας, που πληρώνετε το τάληρο και όχι σε μένα. Πάρτε με να τα ξαναπούμε».  

Κολακευόταν, ηρεμούσε και δήλωνε ότι «θα περιμένει για να ξανακρίνει»… Εννιά φορές στις δέκα, ο ίδιος δυσαρεστημένος αναγνώστης γινόταν οπαδός της γραφής που τον είχε ερεθίσει… 

Τα θυμήθηκα όλα αυτά και τα καταθέτω για έναν απλό (ή μάλλον… διπλό) λόγο. Εδώ στη «Ζούγκλα», θέλησα να θυμηθώ το ρεπορτάζ και τις ωραίες μέρες της μάχιμης σχέσης με το Μέσο, έγραψα δυο πραγματάκια για το ντέρμπι Παναθηναϊκού – Ολυμπιακού και πρόσφατα Ολυμπιακού – ΠΑΟΚ. Αυτό ήταν! Σαν να μην άλλαξε μια μέρα… Τα e-mail κατέφθασαν και ήταν «της οργής». «Φόρεσε την πράσινη φανέλα ρε», ο ένας, «είσαι “κωλόγαβρος” που ειρωνεύεται ο άλλος». 

Τι άλλο να προσθέσω; Ότι ο «πελάτης» έχει πάντα δίκιο; Σαφώς και έχει. Αρκεί λίγο να βλέπει καθαρά τα πράγματα και να κρίνει νηφάλια. Και μια συμβουλή: να θυμάται ότι δεν υπάρχει ομάδα στον πλανήτη που να έχει συνάψει συμβόλαιο με τον όρο «πάντα νίκες». Όποιος δεν το δέχεται, μπορεί να με θεωρεί «οπαδό» σύμφωνα με τις δικές του προτιμήσεις. Απλό δεν είναι;