Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1770 – 1843) ήταν, δίχως άλλο, ηγετική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Παρόλα αυτά, μεταγενέστερα φυλακίστηκε, λόγω της διαφωνίας του με τους Αντιβασιλείς του βασιλιά Όθωνα. Ο Κολοκοτρώνης είχε υποστεί στις φυλακές μια άδικη μεταχείριση, που δεν του είχαν επιφυλάξει ούτε οι Οθωμανοί διώκτες του. Έζησε για επτά μήνες στα μπουντρούμια των μεσαιωνικών φυλακών στο Παλαμήδι και την Ακροναυπλία.
Στα απομνημονεύματά του, που διηγήθηκε στον Τερτσέτη, ο Κολοκοτρώνης αναφέρει με πόνο:
«Μ’ έβαλαν εννέα μήνες φυλάκιση, χωρίς να βλέπω κανέναν εκτός από τον δεσμοφύλακά μου. Δεν ήξερα τόσους μήνες τι γίνεται έξω, ποιος ζει, ποιος πεθαίνει, ποιον άλλον έχουν φυλακισμένο. Δεν ήξερα γιατί μ’ έχουν φυλακισμένο. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν ψευδομάρτυρες». Από όλες τις δεινές κατηγορίες, καμία δεν αποδείχτηκε κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο. Οι 44 μάρτυρες κατηγορίας, που παρουσιάστηκαν, δεν κατέθεσαν στοιχεία που να μη μπορούν να αμφισβητηθούν. Αντιστρόφως οι 115 μάρτυρες υπεράσπισης που εξετάσθηκαν διέψευσαν τα περισσότερα σημεία της κατηγορίας.
Όταν μάλιστα ο Γέρος, ρωτήθηκε «Τι επάγγελμα έχεις;» και έδωσε την ιστορική απάντηση «Στρατιωτικός! Κρατάω σαράντα εννιά χρόνους στο χέρι το ντουφέκι και πολεμώ για την πατρίδα!», ρίγος και δέος κατέλαβε ακόμη και τους εχθρούς του στρατηλάτη.
Επί είκοσι ημέρες παρέλασαν προ του δικαστηρίου οι μάρτυρες και ήταν σαν να παρέλαυναν όλα τα κομματικά πάθη που είχαν έως τότε συγκλονίσει τη μαχόμενη Ελλάδα.
Η εμφάνιση του Κολοκοτρώνη στο εδώλιο συγκλόνισε το ακροατήριο. Στην ερώτηση του προέδρου «Τι επάγγελμα κάνεις;» ο Γέρος του Μωριά απάντησε: «Στρατιωτικός. Στρατιώτης ήμουνα. Κράταγα επί 49 χρόνια στο χέρι το ντουφέκι και πολεμούσα νύχτα μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τ΄ αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω». Έτσι στις 25 Μαΐου 1834 μαζί με τον Πλαπούτα καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά σύντομα η ποινή μετατράπηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση. Έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, οπότε και ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του «Συμβούλου της Επικρατείας». Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο “Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836” και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση. Κατά πολλούς, η διχόνοια βρίσκεται στο DNA των Ελλήνων. Φαίνεται δε ότι αποτελεί και μια πηγή του δυναμισμού τους, τουλάχιστον σύμφωνα με τη ρήση του “φιλοσόφου” Ηράκλειτου: “πόλεμος πατήρ πάντων”. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αρχαίοι ήταν, ίσως, ο μοναδικός λαός στον κόσμο που είχε επινοήσει και λάτρεψε μία θεότητα-προσωποποίηση της φιλονικίας και της διχόνοιας: την Έριδα. Κατά τον Όμηρο ήταν αδερφή και συνοδός του Άρη, θεού του πολέμου.
Το 1833, οι διαφωνίες του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη με την Αντιβασιλεία, τον οδήγησαν, μαζί με άλλους αγωνιστές, στις φυλακές του Ιτς-Καλέ στο Ναύπλιο, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.
Δυστυχώς, οι αιώνιες “γάγγραινες” της ελληνικής νοοτροπίας , η αχαριστία και η αγνωμοσύνη προς τον ευεργετούντα, ο φιλοτομαρισμός που ωθεί στην επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος και κυρίως η εμφύλια διχόνοια, που από αρχαιοτάτων χρόνων χαρακτηρίζει την ιστορική πορεία της φυλής, οδήγησαν το επίσημο ελληνικό κράτος να προσφέρει την ατιμωτική “ανταπόδοση” στη μεγαλύτερη ιστορική φυσιογνωμία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, το Γέρο του Μωριά. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν Έλληνας αρχιστράτηγος και ηγετική μορφή της επανάστασης του 1821, οπλαρχηγός, πληρεξούσιος, Σύμβουλος της Επικρατείας. Απέκτησε το προσωνύμιο Γέρος του Μωριά. Μετά θάνατον τιμήθηκε από την Ελληνική Πολιτεία με το βαθμό του Στρατάρχη. Το 1832 ο δικαστής Αναστάσιος Πολυζωίδης, διορίστηκε από την Αντιβασιλεία, Πρόεδρος του πενταμελούς δικαστηρίου του Ναυπλίου που δίκαζε τους Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα κ.ά.. Ο Πολυζωίδης τότε, μαζί με τον δικαστή Γεώργιο Τερτσέτη, γνωρίζοντας πολύ καλά την αθωότητα των κατηγορουμένων, αρνήθηκε να υπογράψει την απόφαση καταδίκης τους σε θάνατο για εσχάτη προδοσία. Η κίνησή του προκάλεσε τη φυλάκιση και την άγρια κακοποίησή του από την Αντιβασιλεία. Αναμφίβολα η άρνησή του να αποδεχτεί την κρατική παρέμβαση στα της δικαιοσύνης ήταν ενδεικτική της ακεραιότητας του χαρακτήρα του.
Η ανεξαρτησία αποτελεί συστατικό στοιχείο της έννοιας της δικαιοσύνης
Συχνά γίνεται λόγος για «ανεξάρτητη δικαιοσύνη», αφήνοντας να υπονοηθεί ότι δεν αποκλείεται το φαινόμενο της εξαρτημένης δικαιοσύνης, κάπου αλλού ή και εδώ κάποτε. Εξ αρχής λοιπόν, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι, η ανεξαρτησία δεν είναι επιθετικός προσδιορισμός, αλλά συστατικό στοιχείο της έννοιας της δικαιοσύνης. Δίχως ανεξαρτησία δεν υπάρχει δικαιοσύνη, ή έστω υπάρχει παρωδία ή μόνο φαινόμενο δικαιοσύνης. Υπόδειγμα ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και ανεξάρτητου, αμερόληπτου δικαστή, παραδείγματος προς μίμηση, υπήρξε ο πρόεδρος του δικαστηρίου Αναστάσιος Πολυζωίδης. Στην είσοδο του δικαστικού μεγάρου της Θεσσαλονίκης, συναντάμε την προτομή του προέδρου του δικαστηρίου Αναστάσιου Πολυζωίδη. Προτομή του Πολυζωίδη, συναντάμε επίσης, έξω από το δικαστικό Μέγαρο Ναυπλίου, έξω από το δικαστικό Μέγαρο Σερρών κ.α.. . Η καταδικαστική απόφαση , φέρει τις υπογραφές της πλειοψηφίας, αλλά όχι του προέδρου Πολυζωίδη και του δικαστή Τερτσέτη. Οι χωροφύλακες με βρισιές και λασπολογίες και με προτεταμένη τη λόγχη προς τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, τον πιέζουν ασφυκτικά να υπογράψει τη θανατική καταδίκη των αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης. Η απάντηση του Πολυζωΐδη είναι: “Το σώμα μου δύνασθε να το κάμητε όπως θέλετε, αλλά τον στοχασμόν μου, την συνείδησίν μου, δεν θα δυνηθήτε να τα παραβιάσητε”. Ο ίδιος ο Υπουργός Δικαιοσύνης Κ. Σχοινάς έρχεται στη δίκη για ν’ αποσπάσει την υπογραφή κατά πρώτον λόγο του Προέδρου Πολυζωίδη, αλλά και του δικαστή Τερτσέτη. Επιθυμεί μία “ομόφωνη” απόφαση. Ορμά έξαλλος προς τον Πολυζωίδη, αξιώνοντας να υπογράψει, αλλά λαμβάνει την απάντηση: “Προτιμώ την αποκοπήν της χειρός μου, αλλά δεν υπογράφω”. Οι αστυνομικοί τους τραβούν βιαίως απ’ το δωμάτιο των διασκέψεων, να τους βάλουν στην έδρα να υπογράψουν και να διαβαστεί η απόφαση. Τους χτυπούν με γροθιές, με κλωτσιές, με τους υποκόπανους των όπλων. Τους φτύνουν, τους βρίζουν, σχίζουν τα ρούχα του Προέδρου Πολυζωΐδη. Ο Πρόεδρος Πολυζωΐδης, κατά πρώτον λόγο, αλλά και ο δικαστής Τερτσέτης εκείνες τις ώρες καθιέρωσαν έμπρακτα την ιδέα της ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ. Η “απόφαση” είχε συνταχθεί απ’ το δικαστή Δ. Σούτσο, συγγενή του Σχινά και απαγγέλθηκε υπογραμμένη απ’ τους τρεις δικαστές Α. Βούλγαρη, Δ. Σούτσο και Φ. Φραγκούλη, υπηρέτες της αυθαιρεσίας και της βίας της κρατικής εξουσίας. “Εις την ακρόασιν της αποφάσεως σταλαγματιές δακρύων έπεφταν από τους οφθαλμούς του Πλαπούτα. Εσυλλογίζετο την ορφάνεια των τέκνων του. Ο Κολοκοτρώνης με ατάραχον βλέμμα είπε: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου”. (Γ. Τερτσέτη, Άπαντα). Η καταδίκη αυτή προκάλεσε κύμα λαϊκής αγανάκτησης και η Αντιβασιλεία αναγκάστηκε να μετατρέψει την ποινή του θανάτου σε ισόβια κάθειρξη και αργότερα σε εικοσαετή κάθειρξη. Ο Πολυζωίδης επελέγη από την αντιβασιλεία ως πρόεδρος του συγκεκριμένου δικαστηρίου, κυρίως επειδή αρθρογραφούσε εναντίον της ρωσοφιλικής τάσης του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Με την ενηλικίωση του Βασιλιά Όθωνα, αποκαταστάθηκε και διορίστηκε αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και σύμβουλος επικρατείας. Ο Όθωνας απένειμε χάρη στον Πολυζωίδη. Το 1837 διορίστηκε υπουργός Παιδείας και Εσωτερικών. Ως υπουργός Παιδείας ,συνέβαλε καταλυτικά στη θεμελίωση του Εθνικού Πανεπιστημίου, ενώ από τη θέση του υπουργού Εσωτερικών, αγωνίστηκε για την ελευθερία του λόγου. Το 1862 διορίστηκε Νομάρχης Αττικοβοιωτίας.
Ο Πολυζωίδης υπήρξε συντάκτης του ελληνικού Συντάγματος του 1822 και κύριος συντάκτης της Διακήρυξης του 1822 ,την οποία συνέταξε σχεδόν εξ ολοκλήρου. ‘Αλλα έργα του είναι: “Σύντομος πραγματεία περί των ειρηνοποιών και ορκωτών κριτών της Αγγλίας”, “Γεωγραφικά”, “Ελληνικά”, “Νεοελληνικά” και “Γενική Ιστορία”. Πολλοί νομικοί και ιστορικοί, διαχρονικά ασχολούνται με την ιστορική – πολιτική και νομική σημασία της δίκης των Θ. Κολοκοτρώνη και Δ. Πλαπούτα που κατηγορήθηκαν για συνωμοσία κατά του Βασιλέως. Η δίκη διεξήχθη την άνοιξη του 1834 στο «Βουλευτικόν» του Ναυπλίου και διήρκεσε έξι εβδομάδες.
Η πρώτη αυτή μεγάλη δίκη της νεότερης Ελλάδας προσφέρεται για διαχρονικό προβληματισμό σχετικά με τη φυσιογνωμία του νεωτερικού ελληνικού κράτους, τα κομματικά πάθη που διχάζουν, το ρόλο των ξένων δυνάμεων, αλλά και τις παρεμβάσεις της πολιτικής εξουσίας στην απονομή της δικαιοσύνης. Αναδεικνύει τη δύναμη του δικανικού λόγου και της ελεύθερης συνείδησης, συνάμα, δε, μεταφέρει το μήνυμα της ενότητας στη μακρά πορεία για την εθνική ολοκλήρωση. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1834 στο ίδιο πάλι δικαστήριο, ήσαν κατηγορούμενοι οι δύο δικαστές: Πολυζωίδης και Τερτσέτης.
Κατήγορος ήταν ο Μάσον.
Η Κατηγορία: Άρνησης Υπηρεσίας. Τερτσέτης: “Ποιός είσαι εσύ που παίζεις με ημάς εις την γη της γεννήσεώς μας;”
Όρθιο το ακροατήριο χειροκροτεί και επευφημεί τους κατηγορουμένους. Ο Πρόεδρος του δικαστηρίου Σωμάκης , διαβάζει την αθωωτική απόφαση.
Η δικαιοσύνη, η ελληνική δικαιοσύνη εθριάμβευε για δεύτερη φορά. Να θυμηθούμε αποσπάσματα της απολογίας του Πολυζωίδη. Ήταν λόγος πύρινος, αιώνιος, διαχρονικός.
«…σήμερα έχω ό,τι δεν είχα ως Δικαστής. Ελευθερία. Ελευθερία να εκφράσω τη σκέψη μου… ο τόπος αυτός είναι σκληρός, το αίμα έχει κάνει το χώμα πέτρα, το κλίμα είναι ύπουλο, βαρύ. Είτε από ελονοσία, όπως ο Λόρδος Μπάιρον, είτε από πιστόλι και μαχαίρι θα πεθαίνουν οι ξένοι. Η Ελλάδα αργά ή γρήγορα ξερνά τα ξένα σώματα που πάνε να κολλήσουν πάνω της. Κι ας έχουν τις καλύτερες προθέσεις. Η έννοια του δικαίου είναι σχετική. Το δίκαιο για να είναι δίκαιο έχει ανάγκη από ιθαγένεια, από εθνισμό. Ποιος είναι ο εθνισμός σου Επίτροπε;
Ξέρεις να λες Ελλάδα στα ελληνικά. Μα τίποτα δεν νιώθεις απ’ ότι σπουδαίο, μεγάλο και αιώνιο κρύβει τούτη η λέξη στα σπλάχνα της. Δεν έχεις θέση στην ελληνική δικαιοσύνη Επίτροπε. Είσαι εκτός! Φύσει και θέσει… κάθε σπιθαμή που καταλαμβάνει αυτή τη στιγμή η ύπαρξή σου είναι του Κολοκοτρώνη Επίτροπε!… αλλά ποιος είσαι εσύ που θα του ζητήσεις να πληρώσει για τα σφάλματά του; Μα αυτός είναι η Ελλάδα, κύριε Μάσον…
Είστε υποκριταί γιατί λέτε ότι αγαπάτε την Ελλάδα, αλλά ζητάτε να αποκεφαλίσετε τους Έλληνες! Και τι Ελλάδα θα απομείνει χωρίς τους Έλληνες; Μήπως θέλετε να σφάξετε εμάς για να κατοικηθεί από εσάς; Ω, φιλέλληνες! Φως ζητήσαμε, σκοτάδι μας φέρατε! Έχετε μίσος για το γένος μας, που πάντα μέσα σ’ ολόκληρη την ιστορία του στάθηκε αντίθετο στους Τυράννους και την τυραννία. Γιατί, όντας τούτος ο τόπος πέρασμα για άλλες θάλασσες, για μεγάλα κέρδη και συμφέροντα, έχει το κακό ιδίωμα να κατοικείται από έναν δύσκολο, ατίθασο και υπερήφανο λαό. Πάσα διαφωνία μεταξύ Ελλήνων είναι διαφωνία μεταξύ Ηρώων».