Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης δικηγόρος – συνταγματολόγος – συνεργάτης Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ελλάδα – συνήγορος Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα – νομικός σύμβουλος Βορειοηπειρωτών Ελλάδος – ΔΣ πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Δήμου Αθηναίων – ΔΣ ιδρύματος Μπότσαρη//.   

Το σύμφωνο συμβίωσης είναι η συμφωνία δύο ενήλικων προσώπων, ανεξάρτητα από το φύλο τους, με την οποία οργανώνουν τη συμβίωσή τους(Νόμος 3719/2008). Το σύμφωνο συμβίωσης ισοδυναμεί με τον γάμο και είναι νομικά κατοχυρωμένο.

Το σύμφωνο συμβίωσης καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο ενώπιον συμβολαιογράφου. Αφού υπογραφεί και από τα δύο μέρη, πρέπει να κατατεθεί αντίγραφο στον ληξίαρχο του τόπου κατοικίας τους και εκείνος με τη σειρά του θα το καταχωρίσει στο ειδικό βιβλίο του ληξιαρχείου.                 Το σύμφωνο συμβίωσης λύεται: α) με συμφωνία των συμβληθέντων, που γίνεται αυτοπροσώπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο, β) με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, αφότου αυτή κοινοποιηθεί με δικαστικό επιμελητή στον άλλον και γ) αυτοδικαίως, αν συναφθεί γάμος είτε μεταξύ των συμβληθέντων είτε μεταξύ ενός από αυτούς και τρίτου.

Η λύση του συμφώνου συμβίωσης ισχύει από την κατάθεση του συμβολαιογραφικού εγγράφου ή της μονομερούς δήλωσης στον ληξίαρχο, όπου έχει καταχωρηθεί και η σύσταση αυτού.                                               Η βασικότερη διαφορά μεταξύ του γάμου και του συμφώνου συμβίωσης βρίσκεται στον τρόπο σύναψης. Συγκεκριμένα, ο πολιτικός γάμος πραγματοποιείται με προφορική δήλωση ενώπιον του δημάρχου με παράσταση δύο μαρτύρων και ο θρησκευτικός με ιερολόγηση από ιερέα. Ωστόσο και ο πολιτικός και ο θρησκευτικός γάμος χρειάζονται αρκετά έγγραφα και δικαιολογητικά ώστε να εκδοθούν οι άδειες, γεγονός που καθιστά τις διαδικασίες ιδιαίτερα γραφειοκρατικές, χρονοβόρες και κοστοβόρες. Αντίθετα, το σύμφωνο συμβίωσης συνάπτεται με συμβολαιογραφική πράξη, που αποκτά την ισχύ της με τη καταχώριση στο ληξιαρχείο. Τα δικαιολογητικά λοιπόν που χρειάζονται είναι πολύ λιγότερα και επέρχεται οικονομία χρόνου και χρήματος. Σύμφωνα με τον νόμο, με το σύμφωνο συμβίωσης μπορεί να ρυθμίζονται οι περιουσιακές σχέσεις των συμβληθέντων και ιδίως η τύχη των περιουσιακών στοιχείων που θα αποκτηθούν κατά τη διάρκεια του συμφώνου (αποκτήματα). Αν δεν υπάρχει συμφωνία για τα αποκτήματα, το κάθε μέρος έχει, μετά τη λύση του συμφώνου, αξίωση κατά του άλλου για ό,τι αυτό απέκτησε και με τη δική του συμβολή.

Όπως έχει προβλέψει ο νομοθέτης, το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης ή εντός τριακοσίων ημερών από τη λύση ή την αναγνώριση της ακυρότητάς του, φέρει το επώνυμο που επέλεξαν οι γονείς του με κοινή και αμετάκλητη δήλωσή τους που περιέχεται στο σύμφωνο ή σε μεταγενέστερο συμβολαιογραφικό έγγραφο, πριν από τη γέννηση του πρώτου τέκνου. Το επώνυμο που επιλέγεται είναι κοινό για όλα τα τέκνα και είναι υποχρεωτικά το επώνυμο του ενός από τους γονείς ή συνδυασμός των επωνύμων τους. Αν η δήλωση παραλειφθεί, το τέκνο θα έχει σύνθετο επώνυμο, αποτελούμενο από το επώνυμο και των δύο γονέων του.  Σύμφωνα με το άρθρο 8 του νόμου 4356/2015,  οι συμβίοι εξομοιώνονται απόλυτα µε τους συζύγους ως προς το μεταξύ τους κληρονομικό δικαίωµα, µε τη µόνη εξαίρεση να αφορά τη νόµιµη µοίρα, για την οποία ορίζεται ότι το κάθε µέρος µπορεί, κατά τη σύναψη του συµφώνου, να παραιτηθεί από το δικαίωµά του στη νόµιµη µοίρα.

Το ρυθμιστικό πλαίσιο του συμφώνου συμβίωσης προβλέπεται πλέον στο ν. 4356/2015, ο οποίος αντικατέστησε τον προηγούμενο ν. 3719/2008. Με το νέο νόμο επιδιώκεται ο εκσυγχρονισµός της νοµοθεσίας για το σύμφωνο συμβίωσης, ο οποίος συμπυκνώνεται σε τρία βασικά σημεία:

α) Τα µέρη του συµφώνου εµπίπτουν στον όρο «οικογένεια» µε την έννοια του νόµου, και ασφαλώς έχουν ο ένας έναντι του άλλου την ιδιότητα του «οικείου».

β) Οι διατάξεις του ισχύοντος νόμου προωθούν κατά κανόνα την αρχή της ιδιωτικής αυτονοµίας, δηλαδή σέβονται την ιδιωτική βούληση, ιδίως στον τοµέα των περιουσιακών σχέσεων, όπου τα µέρη αφήνονται ελεύθερα να τις ρυθµίσουν όπως επιθυµούν. Έτσι, σε αντίθεση µε το γάµο, τα µέρη µπορούν να ρυθµίσουν τα ίδια τις περιουσιακές τους σχέσεις, σύµφωνα όµως µε τις αρχές της ισότητας και της αλληλεγγύης, διατηρώντας σε µεγαλύτερο βαθµό την περιουσιακή τους αυτοτέλεια, εφόσον το επιθυµούν, ακόµη και σε κληρονοµικά θέµατα. Εάν ωστόσο δεν το επιλέξουν, έχουν πλήρη δικαιώµατα, περιουσιακά και κληρονοµικά. Αυτό αντανακλά µια σύγχρονη θεώρηση του οικογενειακού δικαίου, το οποίο αντιλαµβάνεται τα άτοµα ως αυτεξούσιες, ανεξάρτητες και ισότιµες προσωπικότητες, ικανές να ρυθµίσουν τις διαπροσωπικές τους σχέσεις, χωρίς περιττές παρεµβάσεις του νοµοθέτη, πλην αυτών που θεωρούνται απολύτως αναγκαίες για την προστασία των µερών και, κυρίως, των τέκνων.

 γ) Δεν λείπουν και αναγκαστικού δικαίου διατάξεις εκεί όπου αυτό επιβάλλεται (όπως στο τεκµήριο πατρότητας των τέκνων, το επώνυµο των µερών και των τέκνων τους ή στα ζητήµατα της γονικής µέριµνας).

Κληρονομικό δικαίωμα επιζώντος συμβίου:

 Εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα: Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, με το άρθρο 8 του ν. 4356/2015 γίνεται παραπομπή στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα που αφορούν τις κληρονομικές σχέσεις των συζύγων. Πιο συγκεκριμένα, σε περίπτωση που ο θανών δεν άφησε διαθήκη, ο συμβίος που επιζεί συντρέχει ως κληρονόμος με τους συγγενείς της πρώτης τάξης με ποσοστό ¼ της κληρονομίας, ενώ με τους συγγενείς των επόμενων τάξεων με ποσοστό ½ αυτής ( ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1820 εδ. α΄). Αν, βέβαια, δεν υπάρχουν καθόλου συγγενείς, ο επιζών συμβίος καλείται στην πέμπτη τάξη ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος και λαμβάνει ολόκληρη την κληρονομιαία περιουσία (ΑΚ 1821).

 Νόμιμη μοίρα: Ο συμβίος που επιζεί έχει δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομία, όπως ακριβώς και ο επιζών σύζυγος. Το ποσοστό της ανέρχεται στο μισό της εξ αδιαθέτου κληρονομικής μερίδας, που θα κληρονομούσε βάσει της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, αν δεν υπήρχε διαθήκη (ΑΚ 1825 §1 εδ. β΄). Σημειώνεται, ωστόσο, ότι στην περίπτωση του συμφώνου συμβίωσης, το κάθε µέρος µπορεί, κατά τη σύναψή του, να παραιτηθεί από το δικαίωµά του στη νόµιµη µοίρα. Και τούτο, διότι, εάν τα µέρη επιλέξουν να διατηρήσουν την περιουσιακή τους αυτοτέλεια, µπορούν να παραιτηθούν εξ αρχής από το δικαίωµα στη νόµιµη µοίρα και να ρυθµίσουν διαφορετικά την κληρονομική τους διαδοχή. Η απόκλιση από τα ισχύοντα στο πλαίσιο του γάμου, δικαιολογείται, όπως τονίστηκε ανωτέρω, από το γεγονός ότι με τις διατάξεις του ν. 4356/2015 προωθείται η αρχή της ιδιωτικής αυτονοµίας, δηλαδή ο σεβασμός στην ιδιωτική βούληση, ιδίως στον τοµέα των περιουσιακών σχέσεων, όπου τα µέρη αφήνονται ελεύθερα να τις ρυθµίσουν όπως επιθυµούν.

Το δικαίωμα στην νόμιμη μοίρα, είναι αναγκαστικού δικαίου.

 Η περιουσία ενός προσώπου δεν είναι πλήρως ελεύθερη να τη μοιράσει στους συγγενείς του. Πρέπει ενά ελάχιστο μερίδιο, να επιφυλάσσεται υπέρ παιδιών και συζύγου. Δεν μπορεί δηλαδή σε ένα παιδί να δωρίσει το σύνολο της περιουσίας και σε άλλο τίποτα. Το μερίδιο αυτό λέγεται “νόμιμη μοίρα”. Η νόμιμη μοίρα αποκλείεται μονάχα σε περίπτωση αποκλήρωση, αλλά αποκλήρωση επιτρέπεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που προβλέπει ρητά ο Αστικός κώδικας και όχι σε άλλες περιπτώσεις. Η αποκλήρωση και ο νόμιμος λόγος αποκλήρωση, θα πρέπει να αναγράφονται ξεκάθαρα στην πράξη τελευταίας βούλησης του κληρονομουμένου. Σε περίπτωση, που ο λόγος αποκληρωσης, είναι ψευδής, ο κληρονόμος μπορεί να καταθέσει αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση της αβασιμοτητας.

Το ποσοστό της νόμιμης μοίρας είναι το μισό του ποσοστού που θα κληρονομούσαν εάν δεν υπήρχε η διαθήκη ή η δωρεά αιτία θανάτου και καλούνταν στη κληρονομιά ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι. Η νόμιμη μοίρα καλύπτει το σύνολο της περιουσίας του κληρονομουμένου και αποτελεί το άθροισμα των ποσοστών σε κάθε περιουσιακό στοιχείο της κληρονομιάς. Για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας λαμβάνεται, κατά τα άρθρα 1831 και 1838 του ΑΚ, η κατάσταση και η αξία της κληρονομίας κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, αφαιρουμένων των χρεών κλπ ή προστιθεμένων των αναφερόμενων στα άρθρα αυτά στοιχείων. Δηλαδή αυτόματα κάποιο παιδί που δεν το έχει αποκληρώσει ο γονέας του ,είναι κληρονόμος στο ποσοστό που του αντιστοιχεί, το οποίο είναι το μισό από όσο θα έπαιρνε αν ο γονέας δεν είχε αφήσει διαθήκη. Όταν ο μεριδούχος αντιληφθεί ότι έχουν αποκλεισθεί τα δικαιώματά του στην διαθήκη, μπορεί να αντιτάξει το δικό του εκ του νόμου κληρονομικό δικαίωμα έναντι του εκ διαθήκης κληρονόμου του οποίου η εγκατάσταση στο ακίνητο περιορίζεται, κατόπιν αυτού, στο μέρος που δεν προσβάλει τη νόμιμη μοίρα.

Η αγωγή του μεριδούχου προς απόδοση της νόμιμης μοίρας, είναι η περί κλήρου αγωγή, με την οποία απαιτούνται, τα αντικείμενα της κληρονομίας, τα οποία κατακρατεί ο νομέας της κληρονομίας, που αντιποιείται το κληρονομικό δικαίωμα, A.K. 1871 . Η    νόμιμη μοίρα είναι δικαίωμα που δεν παραγράφεται και μπορεί να διεκδικηθεί ανά πάσα στιγμή από τον αναγκαίο κληρονόμο ή ακόμα και από τον δικό του κληρονόμο μόνο επί της πραγματικής κληρονομίας. Ως κανόνες αναγκαστικού δικαίου ορίζονται οι κανόνες δικαίου, η εφαρμογή των οποίων δεν μπορεί να αποκλεισθεί από την αντίθετη ιδιωτική βούληση. Σε περίπτωση  αποκλήρωσης, ο αποκληρωθείς μπορεί να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση της αβασιμότητας- αναλήθειας και ανυπαρξίας των αναφερομένων στη διαθήκη λόγων αποκλήρωσης και, επομένως, ακυρότητας της διάταξης περί αποκλήρωσης, με σκοπό την αναγνώριση περαιτέρω του κληρονομικού του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας (ΑΠ 766/2004). Εφόσον αναγνωρισθεί τελεσιδίκως η ακυρότητα αυτή , ο μεριδούχος λαμβάνει αυτοδικαίως το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του επί της κληρονομιάς του διαθέτη ή το ελλείπον και όχι την εξ αδιαθέτου μερίδα του, αφού σκοπός του διαθέτη με την αποκλήρωση είναι να στερήσει στο νόμιμο μεριδούχο το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του ( ΟλΑΠ 935/75, ΑΠ 129/91). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται, όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος, που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι, όμως, και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (ολ ΑΠ 24/1992).                                                                                                                                                              Σύμφωνα με το άρθρο 1825 του Α.Κ., οι κατιόντες και οι γονείς του κληρονομούμενου, καθώς και ο σύζυγος που επιζεί, οι οποίοι θα είχαν κληθεί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, έχουν δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομία. 

Η νόμιμη μοίρα είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας (βλ. και ΑΠ 64/2006, ΠΠρΒερ 289/1999). Η νόμιμη μοίρα του επιζώντος συζύγου, αν αυτός συντρέχει με κατιόντες του κληρονομούμενου, είναι το 1/8 της κληρονομίας. Αν συντρέχει με άλλους συγγενείς του κληρονομούμενου είναι το 1/4 της κληρονομίας (βλ. ΕφΑθ 1428/1999).

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ: 

Όπως προκύπτει από το άρθρο 1825 του Α.Κ.  τα πρόσωπα που δικαιούνται νόμιμη μοίρα είναι οι κατιόντες του κληρονομούμενου, δηλαδή τα παιδιά του, οι γονείς του και ο επιζών σύζυγος του κληρονομουμένου, οι οποίοι θα είχαν κληθεί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι (βλ. ΠΠρΒερ 289/1999).

Νόμιμος μεριδούχος είναι το πλησιέστερο στο βαθμό ή την τάξη πρόσωπο που θα ερχόταν στην κληρονομία αν χωρούσε η εξ αδιαθέτου διαδοχή (βλ. ΕφΠειρ 1188/1996). Αν υπάρχουν κατιόντες του κληρονομούμενου, οι γονείς του, ακόμα και αν βρίσκονται εν ζωή, δεν θα κληθούν ως αναγκαίοι κληρονόμοι. Με τον όρο κατιόντες νοούνται τα τέκνα, εγγόνια, δισέγγονα κ.λπ., που προέρχονται από γάμο του διαθέτη. Στους γονείς συμπεριλαμβάνεται σε κάθε περίπτωση η μητέρα και ο πατέρας όταν η σχέση του με το τέκνο συνάγεται από το γάμο του με την μητέρα. Όταν το τέκνο έχει αναγνωρισθεί, εκούσια ή δικαστικά. Ο επιζών σύζυγος συγκαταλέγεται στους νόμιμους μεριδούχους όταν ο γάμος του με τον κληρονομούμενο διαρκούσε μέχρι το θάνατο του τελευταίου. Αν ο γάμος ακυρωθεί, η ακύρωση έχει αναδρομική ενέργεια (1381 Α.Κ.), με εξαίρεση την περίπτωση του νομιζόμενου γάμου (1383 Α.Κ.).

ΔΙΑΔΟΧΗ Ή ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗ ΣΤΗ ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ: 

Σύμφωνα με το άρθρο 1826 Α.Κ., αν κάποιος μεριδούχος, ολικά ή μερικά, αποκληρώθηκε νόμιμα ή παραιτήθηκε από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας ή λόγω αναξιότητας εξέπεσε, το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας ασκούν οι μεριδούχοι που έρχονται στη θέση του, κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής. Στη θέση του αποκληρωθέντος ή παραιτηθέντος ή του εκπεσόντος λόγω αναξιότητας υπεισέρχεται, αν υπάρχει, ο μεριδούχος του. Ήτοι ο απώτερος αυτού της επόμενης τάξης (π.χ. γονέας) κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής (βλ. ΑΠ 108/2000). Η μερίδα του εκπεσόντος δεν προσαυξάνει τις μερίδες των συμμεριδούχων του αποκληρωθέντος, παραιτηθέντος, ή εκπεσόντος. Διότι η διάταξη επιβάλλει τη διαδοχή βαθμών ή τάξεων και αποκλείει την προσαύξηση των συμμεριδούχων του αποκληρωθέντος, παραιτηθέντος ή εκπεσόντος (βλ. ΑΠ 108/2000).

ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΜΟΙΡΑΣ: 

Αν στο μεριδούχο έχει καταλειφθεί λιγότερο από τη νόμιμη μοίρα, το δικαίωμά του υπάρχει για το μέρος που λείπει. (άρθρο 1827 Α.Κ.).

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΜΟΙΡΑΣ: 

Κάθε περιορισμός του μεριδούχου από τη διαθήκη, όσο βαρύνει τη νόμιμη μοίρα, θεωρείται σαν να μην έχει γραφτεί (άρθρο 1829 Α.Κ.).

ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΗΡΩΣΗ: 

Σύμφωνα με το άρθρο 1839 Α.Κ., ο διαθέτης μπορεί να στερήσει το μεριδούχο από τη νόμιμη μοίρα (αποκλήρωση). Η αποκλήρωση γίνεται με διάταξη τελευταίας βούλησης.

Οι προϋποθέσεις αποκλήρωσης είναι: 

α) Ο διαθέτης θα πρέπει να έχει συντάξει έγκυρη διαθήκη. 

β) Ο διαθέτης θα πρέπει να επικαλείται κάποιον από τους λόγους των άρθρων 1840-1842 Α.Κ, τα οποία αναφέρονται στους λόγους για τους οποίους μπορεί ο διαθέτης να αποκληρώσει τον κατιόντα, τους λόγους για τους οποίους μπορεί να αποκληρώσει τον ανιόντα καθώς και το/τη σύζυγο. 

γ) Ο λόγος αποκλήρωσης θα πρέπει να είναι αληθινός. 

δ) Ο λόγος αποκλήρωσης πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης. 

ε) Να μην έχει αποσβεστεί το δικαίωμα αποκλήρωσης με παροχή συγγνώμης. 

Οι λόγοι για τους οποίους ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει τον κατιόντα είναι, αν αυτός:

1. επιβουλεύθηκε τη ζωή του διαθέτη, του συζύγου ή άλλου κατιόντος του διαθέτη,

 2. προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις στο διαθέτη ή στο σύζυγο του, από τον οποίο κατάγεται ο κατιών,

 3. έγινε ένοχος κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση, κατά του διαθέτη ή του συζύγου του,

 4. αθέτησε κακόβουλα την υποχρέωση που είχε από το νόμο να διατρέφει το διαθέτη,

 5. ζει βίο άτιμο ή ανήθικο, παρά τη θέληση του διαθέτη. Η αποκλήρωση για το λόγο αυτό είναι άκυρη, αν ο κατιών κατά το θάνατο του διαθέτη είχε οριστικά εγκαταλείψει τον άτιμο ή ανήθικο βίο (άρθρο 1840 Α.Κ.)

Σύμφωνα με το άρθρο 1841 Α.Κ., το τέκνο από την άλλη μπορεί να αποκληρώσει το γονέα του αν συντρέχουν μόνο οι παραπάνω λόγοι 1,3 και 4. Δεν δικαιούται να τον αποκληρώσει αν ο γονέας του προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις. Αν όμως η σωματική κάκωση συνιστά σοβαρό πλημμέλημα το κύρος της αποκλήρωσης διασώζεται.

Ο διαθέτης μπορεί επίσης να αποκληρώσει το/τη σύζυγό του, αν κατά το χρόνο του θανάτου είχε δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο αναγόμενο σε υπαιτιότητα του/της συζύγου (όπως προκύπτει από το άρθρο 1842 Α.Κ.).