Είναι βέβαιο ότι η μεγάλη πλειοψηφία των αριστερών έχει αποφασίσει να ψηφίσει στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι επίσης βέβαιο ότι αυτό το ρεύμα θα ισχυροποιείται όσο θα πλησιάζουμε προς τις εκλογές από την εντεινόμενη πόλωση ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, η οποία αντικειμενικά καλλιεργείται και από τον ισχύοντα απαράδεκτο, αντιδημοκρατικό, εκλογικό νόμο.
Παράλληλα εκτός των πιστών ψηφοφόρων των υπόλοιπων αριστερών σχηματισμών, οι οποίοι παρά τις ραγδαίες δεξιόστοφες μετακυλήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες διενεργούνται σε παγκόσμια πρώτη πριν ακόμη αυτός κατακτήσει την κυβερνητική εξουσία, τείνουν να συρρικνωθούν, σε βαθμό που σε λίγο θα μιλάμε για ορισμένους από αυτούς για στρατηγούς δίχως στρατό, υπάρχουν και αρκετοί αριστεροί, οι οποίοι είτε έχουν αποφασίσει να ψηφίσουν τους εν λόγω σχηματισμούς με κρύα καρδιά, είτε παραμένουν ακόμη αναποφάσιστοι.
Καταθέτω λοιπόν ορισμένους προβληματισμούς που με βασανίζουν καιρό τώρα, και οι οποίοι θα μπορούσαν να συμβάλουν σε μια τεκμηριωμένη λήψη αυτής της απόφασης, και κυρίως να συμβάλουν στη στάση που κατά την ταπεινή μου γνώμη οφείλουμε να τηρήσουμε την κρίσιμη μετά τις εκλογές περίοδο.
– Όσον αφορά στον ΣΥΡΙΖΑ ξεκινάω από την εκτίμηση ότι και η πλέον αυστηρή κριτική απέναντι του δεν θα πρέπει να οδηγεί στην ισοπεδωτική θέση ότι το αν θα πρωτεύσει αυτός ή η ΝΔ στις εκλογές, δεν έχει καμία σημασία.
Αν μη τι άλλο θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη ότι μια πρωτιά της ΝΔ θα σηματοδοτήσει την επιβράβευση της μέχρι τώρα ακολουθούμενης αντιλαϊκής πολιτικής και συνεπώς θα οδηγήσει στη συνέχιση της και μάλιστα προς το χείριστο. Από την άλλη είναι βέβαιο ότι μια πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ αν μη τι άλλο θα αναταράξει τη σημερινή τελματώδη κατάσταση.
Επιπροσθέτως θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας και το πώς θα ερμηνευθεί από τους ξένους δυνάστες μας το ελληνικό εκλογικό αποτέλεσμα με δεδομένο ότι τα κριτήρια τους είναι παντελώς διαφορετικά από τα δικά μας.
Έτσι ο Τσίπρας φαντάζει για αυτούς κάτι σαν νέος Γκεβάρα, όπως άλλωστε το 1967 ο άνθρωπος των Ιγγλέζων Γεώργιος Παπανδρέου αντιμετωπίστηκε σαν κομμουνιστικός κίνδυνος, επειδή αρνήθηκε την πλήρη υποταγή του στα μέσω των ΗΠΑ βασιλικά κελεύσματα.
Υπό αυτό το πρίσμα η πλήρης υποταγή της σημερινής κυβέρνησης η οποία έχει δώσει στην πράξη τα διαπιστευτήρια της, είναι σαφώς προτιμότερη απ’ ότι ένας αμφιβόλων αντιδράσεων ΣΥΡΙΖΑ, και αυτό παρά τις προσπάθειες του τελευταίου να αποσπάσει ένα έξωθεν πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης στην επικρατούσα τάξη πραγμάτων.
Προκύπτει το ερώτημα. Αυτά τα δεδομένα τεκμαίρουν την ψήφο στον ΣΥΡΙΖΑ ως το μη χείρον βέλτιστο και ως μια πιθανότητα αυτός να βελτιώσει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων;
Καταρχάς θα πρέπει να είναι σαφές ότι η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει και επιδοκιμασία της συνεχούς προς τα δεξιά υποχωρητικότητας του από την έτσι κι’ αλλιώς εντός των τειχών αρχική του πρόταση διεξόδου από την κρίση, επιδοκιμασία των ανίερων συμμαχιών που συνάπτει και των ακόμη χειρότερων που προαναγγέλλει. Και όλα αυτά κάθε άλλο παρά μπορούν να αντισταθμιστούν από την ύπαρξη στους κόλπους του της αριστερής πλατφόρμας, στο βαθμό που αυτή αρκείται να διατυπώνει και να καταγράφει ως μειοψηφικές τις αριστερότερες θέσεις της.
Εξίσου σημαντικό όμως είναι να λάβουμε υπόψη μας ότι μια εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ από μόνη της, όχι μόνον δεν λύνει κανένα πρόβλημα, αλλά μπορεί και να οδηγήσει σε βάθος χρόνου σε μια οδυνηρή ήττα και την επιστροφή της δεξιάς κάτω από ακόμη χειρότερους από τους σημερινούς όρους.
Εξηγούμαι. Η μεγάλη πλειονότητα των αριστερών εναποθέτουν δυστυχώς τις ελπίδες τους για μια φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση αποκλειστικά σε μια εκλογική νίκη . Αυτή η νοοτροπία οφείλεται στην μακρόχρονη επικράτηση -με ανισομερή ιστορική ευθύνη του συνόλου της κοινοβουλευτικής Αριστεράς και σήμερα ιδιαιτέρως του ΣΥΡΙΖΑ – μιας φιλελεύθερης αντίληψης η οποία αν δεν ταυτίζει την δημοκρατία με το εκλογικό δικαίωμα, ανάγει αυτό το τελευταίο και όχι την ευρύτερη λαϊκή συμμετοχή στα κοινά, τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις και την ταξική πάλη στον καθοριστικό παράγοντα της λαϊκής παρέμβασης.
Εν προκειμένω όμως η επικράτηση αυτής της αντίληψης είναι καταστροφική, διότι όχι μόνον μια συνολική πολιτική αλλαγή, αλλά ακόμη και η παραμικρή φιλολαϊκή μεταρρύθμιση είναι αδύνατον να επιτευχθεί δίχως σύγκρουση με τους κυρίαρχους.
Και για να είναι νικηφόρα αυτή η σύγκρουση για τις προοδευτικές δυνάμεις, δεν αρκεί μόνον η κατάκτηση μιας εκλογικής πλειοψηφίας, αλλά είναι αναγκαίο ένα ισχυρό οργανωμένο μετωπικό λαϊκό κίνημα ικανό να αποτρέψει τόσο την πλέον πιθανή, αν όχι βέβαιη, (όχι με βάση μια δίκη προθέσεων, αλλά με βάση την μέχρι τώρα πορεία του,) ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και την αντίδραση της ντόπιας και ξένης αντίδρασης ακόμη και στην περίπτωση που αυτός θα επιχειρήσει να εφαρμόσει το ανεπαρκέστατο για την αντιμετώπιση της κρίσης πρόγραμμα που εξήγγειλε ο πρόεδρος του στην Θεσσαλονίκη.
Στο βαθμό που αυτό το κίνημα δεν υπάρχει και δεν επιχειρείται να ανδρωθεί, οι πανηγυρισμοί που θα προκαλέσει μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύουν να μετατραπούν σε θρήνους.
– Από την άλλη μια ψήφος στο ΚΚΕ, στη βάση συναισθηματικών δεσμών που πολλοί αριστεροί έχουν με αυτό χάρη κυρίως στην ηρωική ιστορία του και της εκτίμησης ότι αυτό αντιστέκεται με συνέπεια, και δεν έχει εγκαταλείψει την επαναστατική, σοσιαλιστική προοπτική, θα πρέπει να συνδυαστεί και με μια σημαντική αρνητική επίπτωση της εκλογικής του ενίσχυσης.
Αυτή θα σημάνει για την ηγεσία του, επιδοκιμασία εκτός από την γραφειοκρατική δομή και λειτουργία του και την απαράδεκτη -έως και απάνθρωπη- στάση του απέναντι σε όσους του ασκούν αριστερή κριτική, και όλων των άλλων αρνητικών πτυχών της πολιτικής του.
Ειδικότερα θα σημάνει επιδοκιμασία του τραγικού σεχταρισμού του, της εκ μέρους του αποκήρυξης του προηγούμενου αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού μετωπικού του προγράμματος, της εκ μέρους του άρνησης μια μεταβατικής, μετωπικής, αντισυστημικής, προοπτικής με θεμέλια της τη λαϊκή πλειοψηφία και ένα ισχυρό λαϊκό κίνημα, η οποία ανταποκρινόμενη στο επίπεδο της λαϊκής συνειδητότητας θα δίνει λύση στα άμεσα προβλήματα, θα ανυψώνει αυτό το επίπεδο, και θα διευκολύνει την υλοποίηση του σοσιαλισμού, και τέλος σημαίνει επιδοκιμασία του εκ μέρους του εκθειασμού της πλέον μελανής περιόδου του «υπαρκτού».
-Όσον αφορά στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και πιο ειδικά στο ΝΑΡ αν κάποιος αποφασίσει να την ψηφίσει για την πραγματική αγωνιστική, και μέχρι πρότινος μετωπική συμβολή τους, (απόδειξη η ίδια η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ), την εκ μέρους τους κριτική αντιμετώπιση του «υπαρκτού», την προσπάθεια τους να ανοίξουν θεωρητικά ζητήματα, θα πρέπει επίσης να λάβει υπόψη του ότι σήμερα η πλειοψηφία της ηγεσίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του ΝΑΡ, ενάντια στην απόφαση της τελευταίας της Συνδιάσκεψης λειτουργεί δυστυχώς σαν μικρογραφία του κουκουεδίστικου σεχταρισμού, αρνούμενη τόσο την αναγκαιότητα μιας μεταβατικής αντισυστημικής αριστερής προοπτικής όσο και εκείνη μιας μετωπικής συμπόρευσης.
Επιπροσθέτως ψηφίζοντας ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιβραβεύεται η περίεργη συνέχιση της εκ μέρους της ανοχής ή ακόμη και της προβολής-με το να τους χρίζει υποψήφιους της- των εκφραστών των υπόγειων ή και ανοιχτά φιλοσυριζαϊκών ρευμάτων που λειτουργούν στους κόλπους της.
-Μια άλλη λύση που προκρίνουν ορισμένοι είναι ψήφο υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ με σταυροδότηση των υποψηφίων της αριστερής του πλατφόρμας, ή ψήφο υπέρ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με σταυροδότηση των υποψηφίων της που στηρίζουν μια μετωπική συμπόρευση. Κάτι ανάλογο δεν μπορεί να ισχύσει για το ΚΚΕ διότι η μονολιθικότητα του καθιστά απαγορευτική μια τέτοια στάση.
Αυτή η λύση παρόλο που εμφανίζεται να πετυχαίνει το συνδυασμό της συμμετοχής στις εκλογές με μια επιλογή η οποία δεν αποτελεί υποχώρηση αντιστοίχως απέναντι στην αντισυστημική ή την μετωπική θέση, εμπεριέχει με τη σειρά της ένα σημαντικό μειονέκτημα. Πέρα του ότι θα καταγραφεί ως ενίσχυση των εν λόγω σχηματισμών συνολικά, σηματοδοτεί την επιβράβευση της αντιφατικής έως ασυνεπούς στάσης των εν λόγω υποψηφίων και μάλλον ενισχύει τη διαιώνιση αυτής τους της στάσης.
-Απομένει η λύση της αποχής, του λευκού, ή του άκυρου η οποία φαντάζει για αρκετούς ως η πλέον συνεπής στάση. Πρόκειται για μια στάση η οποία εκτός των αναρχικών οι οποίοι αρνούνται γενικώς την συμμετοχή στην αστική πολιτική ζωή, μπορεί να υιοθετηθεί συγκυριακά, από όσους δεν τους εκφράζει κανένας από τους πολιτικούς σχηματισμούς που συμμετέχουν στις εκλογές και αρνούνται να αποδεχτούν την αρχή το μη χείρον βέλτιστο.
Από την άλλη όμως όσον αφορά στις συγκεκριμένες εκλογές αυτή η στάση σημαίνει άρνηση συμμετοχής στην κοινοβουλευτική μάχη απομάκρυνσης της απεχθούς σημερινής κυβέρνησης, άρνηση συμβολής σε ένα εκλογικό αποτέλεσμα το οποίο είναι πιθανό να αποτελέσει την απαρχή μιας γενικότερης προοδευτικής εξέλιξης.
– Τέλος υπάρχει η λύση της επιμονής την ύστατη έστω ώρα της συγκρότησης ενός εκλογικού μετώπου δυνάμεων της αριστεράς της ρήξης το οποίο θα έλθει να καλύψει τις προηγούμενες αποτυχίες συγκρότησης αυτού του μετώπου και να περισώσει από τον εκλογικό καταποντισμό τις συνιστώσες του.
Όμως ακόμη και αυτό το ελάχιστο βήμα, το οποίο στο παρά πέντε των εκλογών ευλόγως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί καιροσκοπικό, αλλά αν μη τι άλλο θα πρόσφερε μια εκλογική επιλογή σ’ έναν αριστερό κόσμο, φαίνεται να απορρίπτεται από τον «σκληρό» πυρήνα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και συνεπώς μάλλον δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθεί πριν από τις εκλογές.
Ασχέτως όμως από το προσωπικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονται οι αριστεροί αναποφάσιστοι και από τη λύση που θα δώσει ο καθένας σε αυτό, συνυπολογίζοντας τα υπέρ και τα κατά της ψήφου του, και με δεδομένο ότι εκτός από το ενδεχόμενο μιας προβοκατόρικης η και ανοιχτά αντιδημοκρατικής εκτροπής, την οποία η πείρα μας διδάσκει ότι ποτέ δεν πρέπει να αποκλείουμε, το εκλογικό Συριζαϊκό τσουνάμι φαντάζει αναπόφευκτο. Τίθεται λοιπόν το πρόβλημα της στάσης που θα πρέπει να τηρήσουμε μετά μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ.
Υποστηρίζω ότι ασχέτως από το τι θα πράξει ο καθένας μας στις εκλογές, επιβάλλεται να αρχίσουμε να χτίζουμε από τώρα το αναγκαίο αντισυστημικό μέτωπο, μόνο ικανό να μας σώσει όχι μόνον από την κρίση, αλλά και από μια μετεκλογική διάψευση των ελπίδων που θα την χρεωθεί σύμπασα η αριστερά και θα μας πάει πολλά χρόνια πίσω.
Ήδη δυνάμεις ανένταχτων αριστερών αλλά και μικρών αριστερών σχηματισμών επιδιώκουν κάτι τέτοιο από τα κάτω, στα πλαίσια της Αριστερής Μετωπικής Συμπόρευσης, η οποία και θα πρέπει να επικεντρωθεί στον μετωπικό της στόχο και στη συμβολή της στην επεξεργασία μιας όσο γίνεται πιο αναλυτικής αντισυστημικής διεξόδου από την κρίση. Και αυτή η προσπάθεια θα πρέπει να ενισχυθεί, ακόμη περισσότερο μετεκλογικά, να διευρυνθεί, να στραφεί προς την κοινωνία και προς όμορες δυνάμεις της Ευρώπης, να προσλάβει μια οργανωτική μορφή.
Προς αυτήν την κατεύθυνση καλούνται να συμβάλουν πέρα από τους ανένταχτους αριστερούς, οι οποίοι δεν συμμετέχουν ακόμη στη Συμπόρευση, και όσοι στηρίζουν είτε δημόσια, είτε σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις αυτό το μέτωπο, αλλά ταυτόχρονα συνεχίζουν να είναι ενταγμένοι σε πολιτικούς σχηματισμούς που το αρνούνται με την ελπίδα να αλλάξουν κάποτε υπέρ τους, τους εσωτερικούς συσχετισμούς τους.
Αναφέρομαι στην αριστερή πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ, που έστω και ανεπαρκώς σ’ ένα βαθμό προτάσσει τη σύγκρουση , στους κριτικά παραμένοντες στο ΚΚΕ, οι οποίο όμως συμφωνούν με τη συγκρότηση ενός αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού μετώπου, στις συνιστώσες ή ομάδες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που επιμένουν στην εφαρμογή της απόφασης της τελευταίας της Συνδιάσκεψης. Όλοι αυτοί θα πρέπει να καταλάβουν ότι οι ρυθμοί της κοινωνικής εξέλιξης δεν είναι δυνατόν να υποτάσσονται στους ρυθμούς αβέβαιων έως και παντελώς αδύνατων ως προς την έκβαση τους εσωκομματικών διεργασιών.
Ας στηρίξουν λοιπόν όποιον θέλουν εκλογικά, αλλά παράλληλα καλούνται να συμμετέχουν και αυτοί σε μια μετεκλογική μετωπική αντισυστημική συμπόρευση, η οποία θα απαιτήσει να διαχωρίσουν τη θέση τους από τις ηγεσίες εκείνες που θα επιμένουν να την αρνούνται, θα απαιτήσει να πάψουν να πατάνε σε δυο βάρκες.
Αν δεν το πράξουν, με δεδομένο ότι εν προκειμένω θα πρόκειται για ένα Μέτωπο σωτηρίας από μια επικείμενη καταστροφική ήττα, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι θα συμβάλουν αντικειμενικά όπως και οι ηγεσίες τους σε αυτήν την ήττα.