Κωλορεβερέντζης: ο δουλικά, εδαφιαίως, υποκλινόμενος, προβάλλων τα οπίσθιά του.
Τέλος ο κωλορεβερέντζης Σαμαρο-Βενιζελισμός, που «έσωζε» την Πατρίδα, χαντακώνοντας του Έλληνες πατριώτες. Οι λαθρεπιβάτες της εξουσίας, που ξεγελούσαν τον λαό και έκλεβαν την ψήφο του και το βιός του. «Κοίτα, νέα χελιδόνια. Κι αυτοί έβλεπαν κι εγώ έκλεβα το κρέας: Ώρα νέα, χελιδών. Οι δ’ έβλεπον καγώ των κρεών έκλεπτον.» (Αριστοφάνης)
Τέλος, ο Κωλορεβερέντζης, των αφεντικών του: Μερκελαγγέλας, της Σιδηράς, Σόιμπλε, του σιδηρού προσωπείου, Νταϊσελμπλούμ (Dijsselbloem) του Ολλανδικού άνθους (bloem), ου μην αλλά και των εργολάβων δημοσίων έργων, συνάμα δε, καναλαρχών, εκδοτών, άμα τε και τζογαδόρων.
Τέλος, οι κωλορεβερέντζηδες, οι άδικοι και ρυπαροί πολιτικατζήδες, που κρυμμένοι πίσω από τους άνομους νόμους τους, υποβρυχίου Βενιζελείου κατασκευής και προελεύσεως, έκαναν, δήθεν εξεταστικές επιτροπές, για να νομιμοποιούν τις άνομες, υποβρύχιες κομπίνες τους.
Τέλος, ο κωλορεβερέντζης πολιτικατζής, εσύ, «ν’ αρπάζεις και να δωροδοκείσαι, ο δε λαός… σφιγμένος από την ανάγκη και τη μιζέρια, να κρέμεται από σένα με το στόμα ανοιχτό: Συ μεν αρπάζης και δωροδοκείς… ο δε δήμος … υπ ανάγκης άμα και χρείας και μισθού προς σε κεχήνη» (Αριστοφάνης).
Τέλος, οι σκουπιδάρχες της αναξιοκρατίας που μοστράριζαν τη φκιασιδωμένη φάτσα τους, με τα φκιασίδια της εσπερίας. Οι σκουπιδάρχες της χωματερής των νεοελληναράδων, που τη είχαν δημιουργήσει από το περίσσευμα της σκουπιδοσύνης τους. Τέλος το «Εδώ ‘ναι η στάχτη ενός λαού, που είταν αιώνια φλόγα (Κώστας Βάρναλης)».
Τέλος, οι ανελλήνιστοι κωλορεβερέντζηδες, του μισελληνισμού, που μιλώντας, «σπασμένες λέξεις από ξένες γλώσσες» (Σεφέρης), σκοτώνανε τη γλώσσα την Ελληνική. Οι αδιάντροποι, των ξεδιάντροπων, των μεταμοντέρνων νεοφιλελεύθερων καιρών, που, ασφαλώς, δεν γνώριζαν, πως «Ει θεοί διαλέγονται τη των Ελλήνων γλώττη χρώνται» όπως θαυμάζει ο Κικέρων.
Τέλος, αυτοί που αμαύρωναν το ελληνικό πρόσωπο, εκείνο το πρόσωπο, που αντίκριζε τη Δύση κατάματα και η Δύση το αντίκριζε με δέος και σεβασμό. Τέλος οι Ηλιοκτόνοι Φωτοκτόνοι. Τέλος, οι κακοπάτριδες.
Τέλος, οι απάνθρωποι λαομπαίχτες-θεομπαίχτες, που ρουθούνιζαν, σαν τα γουρούνια, στο γουρουνοστάσι της σύγχρονης νεοφιλελεύθερης Κίρκης, που προστάζει: άρπαξε, κλέψε, εξαπάτα.
Τέλος, οι σταυρωτήδες των ονείρων των ανθρώπων, οι οποίοι, ξένοι στη Χώρα, που ποτέ δεν αγάπησαν και τη βρώμιζαν με το σαπισμένο χνώτο της διεφθαρμένης ανάσας τους, κάνοντας και τους πολίτες της, που τους στέρησαν ακόμη και τη γνώμη, μέσα στην επίφαση της αντιπροσωπευτικής τους δημοκρατίας, κάνοντάς τους, να τη μισήσουν και αυτοί. Τέλος, ο Μέλητος Μελήτου Πιτθιεύς, που καυχιόταν πως είναι εραστής της πόλης, και έβγαλε την απόφαση: «Σωκράτει Σωφρονίσκου Αλωπεκήθεν… Τίμημα Θάνατος.» (Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους)
Τέλος, ο Πολεμόρχις της αρετής των καταγωγίων και της κενής σκέψης του. Η Αγία Τριάδα του: Βλακεία, Ανικανότητα, Χρήμα. Ελληνάρας με πατέντα!
Τέλος, ο Κοτζαμπάσης και ο Νταβατζής της Δημοκρατίας. Ο γνήσιος κοπρίτης της ακατοίκητης σκέψης του, που λιμνάζει μέσα στα κομματικά λασπόνερα. Ο «μπροστάρης» του λαού, που αν υπήρχε δικαιοσύνη, θα έπρεπε να δουλεύει στο κάτεργο, στο οποίο είναι ριγμένος ο κοσμάκης.
Τέλος, ο Πολυδάκτυλος Σαρανταχέρης, ο «τίμιος» κλεφτοφύλακας της δημόσιας περιουσίας.
Τέλος, ο Αληθίων των Οκτώ, με την αλήθεια να τρέχει από το χαλασμένο καζανάκι της τρύπιας σκέψης του.
Τέλος, ο Κλινήρης του πνεύματος, με την σπουδαιογελοία επισημότητα του λείψανου, που σκληρά, λέει, διαπραγματεύεται με παρόμοια σοβαρογελοία γερμανικά λείψανα, προτεσταντικής ξεροκεφαλιάς και πίστης στον άκρατο νεοφιλελευθερισμό του χρήματος και της αγοράς και της απανθρωπιάς.
Τέλος, ο Κολλυβιστής Σαράφης, ντόπιος και ξένος, με τα σφουγγοκώλια του, που ρήμαζε τη χώρα, χρεώνοντας τις κλεψιές του στους αδύναμους. Και καλούσε τους Έλληνες, για τη σωτηρία, λέει, της Πατρίδας, να λιμοκτονήσουν, για να αυγατίζει αυτός, τα άνομα κέρδη του. Καλούσε τον λαό, να πληρώσει αυτός τα σπασμένα, γιατί, λέει, «μαζί τα φάγαμε». Ουστ, αρχικοπρίτη.
Τέλος, ο Τυχάλωτος του τζόγου, έτοιμος να κατασπαράξει αυτόν που αποθέτει την πάσαν ελπίδα, της απελπισίας του, στο γύρισμα της τύχης, που θα φέρει ο κουλοχέρης, με τα φρουτάκια, στις γειτονιές, γιατί, λέει, κινδυνεύει η Πατρίδα, από το υπέρογκο χρέος μας. Μαζί, λέει κι αυτός, τη χρεώσαμε την Πατρίδα. Ουστ, λαομπαίχτη.
Όλοι αυτοί, ένοικοι της ταριχευμένης τους ζωής, κραύγαζαν: «Σωκράτει Σωφρονίσκου Αλωπεκήθεν… Τίμημα Θάνατος.» Λαέ πρέπει να πεθάνεις, για τη σωτηρία ημών των μελωδούντων: Τα μνημόνια είναι μονόδρομος.
Αυτοί οι ανοϊκοί της ιστορίας, οι λαθρεπιβάτες της εξουσίας, οι ορθοτομούντες τον λόγον της εαυτών ανοησίας. Αυτοί, οι κωλορεβερέντζηδες των ευρωληστών και των λιστών, εν ονόματι της σωτηρίας της Πατρίδας, λεηλάτησαν την Πατρίδα και τον λαό της. Και μας έριξαν στην σκλαβιά του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και των τοκογλύφων εταίρων, λέγοντας:.
— Χωνέψτε το, πάρτε το απόφαση. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Η σωτηρία της Πατρίδας είναι μονόδρομος. Είναι τελείως κουτό να μην θέλετε να σωθείτε. Αφήστε μας να κάνουμε τη δουλειά μας.
Έτσι, έσκουζαν οι πατριδέμποροι, για να φοβηθούν οι πατριώτες. Έτσι κανοναρχούσαν οι «σωτήρες», σφουγγοκωλάριοι και κωλορεβερέντζηδες των ευρωπαίων εταίρων, των οπαδών της λιτότητας, που εξαθλιώνει του λαούς και γεμίζει, μέχρι σκασμού τις σαπιοκοιλιές των κερδοσκόπων. Και τελικά έβγαζαν το συμπέρασμα:
— Λογικευθείτε, είστε παθιασμένοι, Τόσο έξαλλοι. Συμπλεγματικοί ακτιβιστές. Δεν έχετε επιχειρήματα να μας πείσετε. «Ου με πείσεις καν με πείσεις» εννοούν, ασφαλώς.
—Είστε παθιασμένοι. Τόσο έξαλλοι. Δεν φοράτε και γραβάτα! Και φοράτε το πουκάμισο έξω από το παντελόνι(!), σε επίσημες τελετές. Είστε συμπλεγματικοί ακτιβιστές. Δεν κάνετε διάλογο.
«Ο διάλογος, με αυτόν που διαφωνείς, είναι αδύνατος. Με αυτόν που συμφωνείς. δεν έχει νόημα.» (Παναγιώτη Κονδύλης)
—Διασαλεύετε την ευρωπαϊκή τάξη και την τάξη του ευρώ.
«Όταν ακούς «τάξη», ανθρώπινο κρέας μυρίζει». (Οδ. Ελύτης)
Τούτη τη Νεοελληνική Πατρίδα, οι πρόγονοί μας, οι αφανείς ήρωες του 1821 — κι ας αφήσουν τα «πολιτκώς ορθά» οι Ευρωπουλημένοι—, μας την παρέδωσαν ελεύθερη, με την παλικαριά τους. «Ελευθέραν δι’ αρετήν παρέδωσαν.» (Περικλής)
Κι ας έκαναν το πάν οι κοτζαμπάσηδες και οι σημερινοί νεοφιλελεύθεροι νεοκοτζαμπάσηδες, για να μείνει η χώρα τσιφλίκι τους, κατατρέχοντας τους ραγιάδες.
«Πρόσθες ακόμη τα ανυπόφορα κακά όπου καθημερινώς δοκιμάζουσιν από τους αχρείους επιστάτας του τυράννου…όπου κράζονται προεστοί και άρχοντες, οίτινες από την βρωμερά συνήθειαν έχασαν σχεδόν την εντροπήν των ανθρώπων και τον φόβον του Θεού.» (Ελληνική Νομαρχία). «Και σκότωναν οι τύραγνοι κι οι τουρκοκοτζαμπασήδες» (Μακρυγιάννης)
Και σήμερα, χιλιάδες Έλληνες αυτοκτόνησαν και εκατομμύρια εξουθενώθηκαν και εξευτελίστηκαν, ριγμένοι στη φτώχια και την εξαθλίωση, ενώ «έσωζαν» την Πατρίδα, κρεμώντας την στην αγχόνη του ΔΝΤ, οι ανίκανοι, μικροί τυφλοί Κυβερνήτες των μνημονίων της λιτότητας και του εξευτελισμού της χώρας. Οι κωλορεβερέντζηδες , πατριδέμποροι, κακοπάτριδες.
«Η αιτία του κακού είναι οι άρχοντες όχι φιλότιμοι, ουδέ τόσο φιλόδοξοι, όσον φιλόπλουτοι.» (Θ. Κολοκοτρώνης).
Κι ας αφήσουν τις πουστιές — πουστιά: η ανέντιμη πράξη (Μπαμπινιώτης Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας), ανθρώπινη ιδιότητα, ανεξάρτητη από φύλο ή σεξουαλική προτίμηση — οι κενόκρανοι φλώροι του λάιφ στάιλ (life style) και της γυάλινης παραμύθας.
Σαφή δ’ ακούεις εξ ελευθεροστόμου γλώσσης (Αισχύλος)
Ορισμένες φορές, στη ζωή και στην πολιτική, κάτω από τη δήθεν σωφροσύνη και τον «ρεαλισμό», κρύβεται η ανανδρία — το σώφρον του ανάνδρου πρόσχημα — μας έμαθε ο Θουκυδίδης. Κρύβεται, το «ούτε καν θα μαχότανε. Γιατί έτσι και μαχότανε σίγουρα θα χεζότανε: αλλ’ ουκ αν μαχαίσετο. Χαίσετο γαρ ή μαχαίσετο.» του Αριστοφάνη.
Όμως, μέσα στο μισοσκόταδο της Εσπερίας, της αποδυνάμωσης των αρχών της ανθρωπιάς και της υψηλοφροσύνης• μέσα στο ευρωσκοτάδι, όπου θέλουν να μας βυθίσουν οι ρεαλιστές μας• κάπου εκεί, πέρα από την ασυλλόγιστη παγκοσμιοποιημένη δυτικό-δουλοφροσύνη των κωλορεβερέντζηδων «πολιτικών» μας και πολλών «πολιτών», αχνοφέγγει το ελευθερόστομο: Τόλμησον φρονείν.
Είμαστε ρεαλιστές, ζητούμε το αδύνατο, γιατί έτσι μόνο θα μπορέσουμε να πετύχουμε το βέλτιστο.
Κι’ ακούστηκε το βροντερό, το μήνυμα από τα βάθη των αιώνων, με τη φωνή του Αισχύλου:
«Των ανθρώπων τη γλώσσα κανένα χαλινάρι δεν σφίγγει σαν άλλοτε• γιατί μια και της βίας εβγήκεν ο ζυγός, ο λαός είναι λεύτερος να μίλα δίχως φόβο… Ουδ΄ έτι γλώσσα βροτοίσιν εν φυλακαίς• λέλυται γαρ λαός ελεύθερα βάζειν ως ελύθη ζυγόν αλκάς.».
«Ήρθαν/ Ντυμένοι « φίλοι»/ Αμέτρητες φορές οι εχθροί μου/ Το παμπάλαιο χώμα πατώντας./ Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
Έφεραν /Τον Σοφό, τον Οικιστή, και το Γεωμέτρη,/ Βίβλους γραμμάτων και αριθμών/ Την πάσα υποταγή και δύναμη, /Το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας./
Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους.
Ήρθαν/ Με τα χρυσά σειρήτια/Τα πετεινά του Βορρά και της Ανατολής τα θηρία./
Γι’ αυτούς είπαν, ο καπνός της θυσίας/και για μας της φήμης ο καπνός /Αμήν.»
Κι εμείς, οι ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙ απαντήσαμε, στη γλώσσα των Ελλήνων, «αποτολμώνας πάνω από τη δύναμή μας, και διακινδυνεύοντας αντίθετα με τη γνώμη των άλλων και στα δεινά ευέλπιδες: Παρά δύναμιν τολμηταί, παρά γνώμην κινδυνευταί και τοις δεινοίς ευέλπιδες.» (Θουκυδίδης):
Βλέπει ο Θεός και αστράπτει
Δια τους πανούργους.
Της θαλάσσης καλήτερα
Φουσκωμένα Τα κύματα
Να πνίξουν την πατρίδα μου
Ωσάν απελπισμένην
Έρημον βάρκαν
Παρά προστάτας να ’χωμεν.»
(Ανδρέας Κάλβος)
Αγαμοιθύται, Τροϊκάνοι!