Κόντρα είσαι στην ανασχετική ηλιθιότητα».
Οδυσσέας Ελύτης.
Για πολλές μέρες, πολλούς μήνες, σίγουρα, χρόνια τώρα, φυσούσε, μέσα στη χώρα, ένας ζεστός αποπνικτικός λίβας, που ξερνούσε μιαν ανυπόφορη μπόχα. Μια μποχα μουλιασμένη με βρώμικη, λασπωμένη γλίτσα, που λέρωνε τα χέρια των ανθρώπων και τις ψυχές τους.
Μια βρωμερή απόπνοια σερνόταν σαν χολέρα στους δρόμους της χώρας, από τις εξατμίσεις χιλιάδων Porsche, σκληρά εργαζομένων, αργόσχολων φοροφυγάδων, μια μπόχα ανέβαινε από τις μαρίνες των λερωμένων θαλαμηγών των μηκονόβιων και εξωχωρίων εστέτ, κάνοντας μαύρο το μπλε της θάλασσας.
Μια βρώμα μπουκάριζε, μαύρος καπνός, από τα φουγάρα των επιδοτουμένων σαπιοκάραβων των διαπλεκομένων των αγόνων γραμμών και ξεχυνόταν σύννεφο από τις τουρμπίνες των πανάκριβων τζετ της χά(λ)ι σοσάιετυ (high society). Των αισχρών κηφήνων, που τα έντερα τους, όπως κάθε κηφήνα, μετά την συνουσία με την ακόλαστη βασίλισσα του σμαριού της βρώμας, αιωρούνταν στον αέρα για λίγο και έπεφταν, βρωμερά περιττώματα, στα κεφάλια των ανθρώπων, που έλεγαν ότι ήταν η κίτρινη βροχή από την Αφρική.
Μια αβάσταχτη βρώμα, Τσουκάτη, Βουλγαράτη, Μαγγινική, Δούκισσα, Κοντή, Ρουσική, βατοπεδινή, αγιορείτικη, φερομένη επί πτερύγων Εφραίμ και Αρσενίου, των κολλυβιστών, της rasadel, Μαντελική, το(ρ)κάζο (torcaso), εξωχώρια ακηζομένη, Σημιτική, ολυμπιακών διαστάσεων, καλατράβα με κι’ ας κλαίω κόστους, Καραμανλίδικη (Ανδριανού και του Αγγέλου αυτού των αυλικών), έβγαινε αποπνικτική από την μεγάλη πύλη της Βουλής των Ελλήνων, βάσει του νόμου περί (αν)ευθύνης των Υπουργών. Και ριχνόταν ασύδοτη στη ελεύθερη αγορά, πλέκοντας λογής-λογής πλοκάμια γύρω στον λαιμό των ανθρώπων, μπροστά στο μνημείο του αγνώστου ανθρώπου.
Δυσώδη ρεύματα από την εσπερία την κουβαλούσαν, χριστοεωσφορικώς, ριπίζοντας Υπουργούς ταγμένους επί το θεάρεστον έργον της υπηρετήσεως του δημοσίου συμφέροντος, δια της εξυπηρετήσεως των δικών τους συμφερόντων, βεβαίως.
Διότι ο εκλογικός αγώνας είναι σκληρός και μια χορηγία είναι απαραίτητη, δια να μη χάσει η Βενετιά (Βουλή) βελόνι (τέτοιον βουλευτή). Μια αξιοπρεπής μίζα, για έναν αξιοπρεπή Υπουργό, θα ήταν αναξιοπρεπής, αν δεν υπερέβαινε τα 10 εκ (και μην κάνετε τις παρθένες κ. συνάδελφοι βροντοφωνάζει ο κ. Μαντέλης).
Δυτικά ρεύματα σκορπούσαν τη λασπερή βρώμα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Έμπαινε από τις πόρτες και τα παράθυρα μέσα στα σπίτια, κατακάθιζε πάνω στις στέγες, μόλυνε το χώμα και οι καρποί της γης διαφθείρονταν και αυτοί, μαζί με τους ανθρώπους.
Και πλημμύρισε ο κόσμος τους δρόμους, εκείνες τις ημέρες, λέγοντας:
«Μου φέρεστε μετά πολλής/φιλοφροσύνης ω Φυλλίς,/ας έλειπεν αυτός ο κόπος,/ίνα μη ήλπιζον ασκόπως» (Κ. Βάρναλης).
Πάρτε τον μισθό μου. Και τη σύνταξη μου, πάρτε. Και τα επιδόματά μου. Τι να τα κάνω; Εδώ κινδυνεύει η Πατρίς. Και τα κέρδη των σαπιοκοιλών; Μην τα πειράξετε αυτά. Αν αυτά χαθούν, χαθήκαμε και ‘μείς. Κινδυνεύει το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα.
«Αν και μου φαίνεσθε καλή/απήλπισα οριστικώς/ενώ ελπίζω διαρκώς» (Κ. Βάρναλης).
Και μαζεύτηκαν, εκείνες τις ημέρες, οι νταβατζήδες του λαού σε συμβούλιο. Και διαβουλεύτηκαν χωρίς να κοιτάζονται στα μάτια. Βαθειά μέσα τους το ήξεραν πως ήταν ένοχοι. Κι ας σφύριζαν αδιάφορα. «Τάνοιωσαν πια τα βήματα των Εριννύων» (Κ. Καβάφης), που κραύγαζαν:
Ένοχος. Ένοχος ψεύδους. Ένοχος εξαπάτησης. Ένοχος αδολεσχίας. Ένοχος ενώπιων του Κυρίου του Λαού σου.
Και συνεδρίασε το συμβούλιο των νταβατζήδων του λαού. Και απεφάνθησαν:
«στους λίγους δοθήκεν η γη στα πληθ’ οι ουρανοί/ δεν ειν’ αξιότερο αγαθόν απ’ την υπομονή» (Κ. Βάρναλης).
Και συνομολόγησαν και βγάλανε απόφαση: Ο γάιδαρος πετάει. Οι μισθοί και οι συντάξεις του λαού είναι όλεθρος για την κινδυνεύουσα πατρίδα. Οι σαπιοκοιλιές και οι κηφήνες είναι το μέλλον του κόσμου.
Και άνοιξαν τα παράθυρα και ιπτάμενοι γάιδαροι σκορπίστηκαν στο συγκεντρωμένο πλήθος, μαζί με προκηρύξεις που παρακινούσαν τον λαό να παίζει: «Λόττο», «Πρώτο», «Στοίχημα», «Καζίνο», «Φρουτάκια» και να τζογάρει μπας και δει άσπρη μέρα.
Και κατέβαινε, πάλι, ο λαός και τους φώναζε: «κλέφτες», «χαμόσυρτα, λερά σκουλήκια» (Κ. Βάρναλης). «Μπάσταρδοι, ψεύτες, κλέφτες, πόρνοι». (Κ. Παλαμάς)
Κι άρχισε να βροντάει και ν’ αστράφτει, καθώς εκείνοι οι Πολίτες, που τους έλεγαν αλήτες, σκορπώντας τον μαζοχυλό, ωραίοι σαν Έλληνες, προχωρούσαν κραυγάζοντας: ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ! ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ!
Και οι καμπάνες όλων των εκκλησιών και τα ξωκλήσια του έθνους αντιλάλησαν: ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ. ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ. ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ.
Και πήρε, ο καθαρός βοριάς, τη βροντή και την αστραπή και τα καμπανίσματα και τη φωνή του λαού:
«ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ και ΔΙΚΑΙΗ ΤΙΜΩΡΙΑ των ένοχων».
Και την φύσηξε στις στέγες των σπιτιών και στις αυλές των ανθρώπων και στο περιστύλιο και στους θόλους της βουλής και σάρωσε τη λάσπη της αδιαντροπιάς.
«ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ και ΔΙΚΑΙΗ ΤΙΜΩΡΙΑ» των ληστών της πατρίδας. Των σαπιοκοιλαράδων, που ροκανίζουν το δημόσιο χρήμα. Των ασεβών κολλυβιστάδων της ιεράς κιβωτού του άβατου όρους. Των βατεμένων χριστεμπόρων και των πνευματικών τους βατοπαιδίων.
«ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ και ΔΙΚΑΙΗ τιμωρία», των βουλιμικών, μέχρι σκασμού, λαδιάρηδων πολιτικατζήδων και διαπλεκομένων αργυρωνήτων με τους χρυσοεωσφοράκους, ταις ευλογίαις της παναχράντου αγγελικής, ημών, μερκελοζήμενς και όλων των οξαποδώ εξωχωρίων αλητών.
Και κατέβηκαν, πάλι, οι πολίτες της χώρας, οι πατριώτες (μακριά οι πατριδέμποροι της πατριδοκαπηλίας) και πήραν μαζί τους, στην πορεία προς το αύριο, τον Σοφοκλή, τον Πίνδαρο τον Πλάτωνα, τον Σωκράτη τον Έλληνα Μεγαλέξανδρο, τον πολεμιστή Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, την Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι, τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη, τον Διάκο, τον Μακρυγιάννη, τον Παύλο Μελά, τους φαντάρους του “αέρα”, τα παιδιά της αντίστασης, που τα έλεγαν αλήτες και όλους τους θυσιασμένους του αείχρονου Ελληνισμού, που, κάτω από το χώμα, κρατάνε της καμπάνας το σχοινί.
Για να σημάνουνε την ώρα, που θα γίνει η καινούργια Ελλάδα. Η Ελλάδα που δεν θα ντρεπόμαστε να τη λένε Ελλάδα.
Για να μπορούμε να σηκώνουμε το κεφάλι, οι Έλληνες (ΟΧΙ οι ελληναράδες, που πουλάνε ψόφιο νταηλίκι) και να λέμε:
Αυτή είναι η Ελλάδα:
Η ΕΛΛΑΔΑ με το καθαρό πρόσωπο. Με το φιλότιμο το ελληνικό. Με την ελληνική παιδεία και τη φιλοξενία.
Η ΕΛΛΑΔΑ των ανθρώπων του μόχθου, που κάνουν παξιμάδι το σκατό τους, αλλά έχουν το κούτελο καθαρό κι αγωνίζονται για ένα καλύτερο αύριο κι ΟΧΙ η Ελλάδα των μεγαλοφοροφυγάδων και των λαδωμένων τρωκτικών.
Η ΕΛΛΑΔΑ των τίμιων πολιτικών, που θέλουν και μπορούν να κοιτάνε τους πολίτες στα μάτια και ΟΧΙ των ωμοβόρων, ωμοφάγων σφετεριστών της ψήφου του λαού, που ισχυρίζονται και προσπαθούν να τον πείσουν, πως «ο γάιδαρος πετάει». Και γεμίσαμε γαϊδάρους και γαϊδάρες.
Η ΕΛΛΑΔΑ των Ελλήνων, που αμύνονται «περί πάτρης» κι ΟΧΙ των ελληναράδων, κωλοελλήνων (Δ. Σαββόπουλος), που δουλεύουν (και μας δουλεύουν) για την πάρτη τους.
Η ΕΛΛΑΔΑ που αγωνίζεται, μαζί με τους τίμιους πολιτικούς της, ΟΧΙ τους πολιτικατζήδες, για να πάψει να είναι το κράτος, κράτος αδηφάγων και ασύστολων κώλων.
Για να λέμε οι Έλληνες: «Τέτοιους βγάζει το έθνος μας» (Κ. Καβάφης):
ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, που ανεβαίνουν στις κορφές, ΟΧΙ γλείφοντας έρποντας και με τα κέρατα τους, μα παλεύοντας, «μέσα στην εκκωφαντική ερημία του πλήθους» (Μ. Αναγνωστάκης), για την αξιοκρατία, και την ανθρωπιά.
ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΥΣ, που θίγοντας, ελευθερόστομοι, τα «κακώς κείμενα», βάζουν φωτιά στα πουρναρόξυλα των απάνθρωπων και ασύδοτων, αδιαφορώντας για την κατηγορία του εμπρηστή των σκουπιδιών της παγκοσμιοποιημένης εκμετάλλευσης των ανθρώπων.
ΔΙΚΑΣΤΕΣ, που απονέμουν δικαιοσύνη ακριβοδίκαιη και ΔΕΝ κλείνουν το σανιδένιο μάτι τους στους ισχυρούς.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΣ που λένε την αλήθεια κι ΟΧΙ την πειραγμένη αλήθεια των πατρώνων τους.
ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ παιδαγωγούς κι ΟΧΙ γλωσσοχαλαστές, που χαλώντας τη γλώσσα χαλάνε και τον λαό.
ΓΙΑΤΡΟΥΣ που αγωνιούν για τον άρρωστο κι ΟΧΙ για το φακελάκι τους.
ΛΑΟ και ΠΟΛΙΤΕΣ, που την πόλη κρατύνουν κι ΟΧΙ στέρφους αυνάνες, σπουδαιογελοίους, «πολιτισμένους» βάρβαρους, νεοευρωπαιοέλληνες, που παθαίνουν αλλεπάλληλους οργασμούς και εκσπερματώσεις, φαντασιοκοπώντας παγκοσμίως και ευρωπαϊστί, άνευρος μαζοχυλός, μπροστά στο βλακοκούτι, χάσκακες των αδόντων, χορευόντων, τοπ μοντελιζομένων και λοιπών αιδοίων.
«Φτάσαμε στ ανείπωτα/μην πετάξεις τίποτα». (Δ. Σαββόπουλος).
Νταβατζήδες του Λαού. Όχι. Δεν θα σας κάνουμε τη χάρη να σας μοιάσουμε.
Ξυπνάνε οι άνθρωποι.
«Και δεν ακούν τα κόμματα και το μεγάφωνό τους
Τον χτύπο μόνο της καρδιάς που μας βαφτίζει ανθρώπους» (Δ. Σαββόπουλος).
Και θα δούμε, τότε, «κύριε ΜΑΛΑΚΑση ποιος εν τέλει θα γελάσει» (Κ. Καρυωτάκης).
«Στον τόπο που γεννήθηκα μέχρι να πεθάνω
Δεν θέλω άλλα ψέματα και λόγια παραπάνω»
(Κρητική μαντινάδα. Θαρρώ την άκουσα τραγουδημένη από τον Μάκη).