Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης, Δικηγόρος Αθηνών- συνταγματολόγος.

Στο αστυνομικό τμήμα μπορούμε να καταγγείλουμε μία άδικη νομικά πράξη που προβλέπεται ξεκάθαρα στον ποινικό κώδικα της χώρας μας ή να ζητήσουμε να γίνουν απλές συστάσεις για ιδιωτική διαφορά.

Η αστυνομία για τα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα έχει αρμοδιότητα μονάχα συστάσεων, αφού ο νόμος απαιτεί την κατάθεση έγκλησης για περαιτέρω ενέργειες.

Αν καταγγείλεις στην αστυνομία , ζήτησε αμέσως μετά να λάβεις αντίγραφο από το βιβλίο συμβάντων. Η αστυνομία είναι υποχρεωμένη να παραλάβει την αίτησή σου και να σου χορηγήσει το αντίγραφο βιβλίου συμβάντων.

Καταφεύγοντας στο αστυνομικό τμήμα ,να γνωρίζεις ότι οι αστυνομικές αρχές είναι υποχρεωμένες: να ερευνήσουν την καταγγελία, να καταγράψουν το περιστατικό στο βιβλίο αδικημάτων και συμβάντων, να ενημερώσουν εγγράφως τον ή την Εισαγγελέα.

Η καταγγελία αστυνομικής αυθαιρεσίας κατατίθεται στην υπηρεσία εσωτερικών υποθέσεων της αστυνομίας ή στον συνήγορο του Πολίτη ή στον εισαγγελέα.Όλες οι καταγγελίες που δέχεται η Υπηρεσία, εφόσον αναφέρονται σε εγκλήματα αρμοδιότητας της (παράγραφος 2 του άρθρου 21 του ν.4613/2019), είτε ερευνώνται και εξελίσσονται σε προδικαστική έρευνα (σχηματισμός δικογραφίας), είτε διαβιβάζονται σε άλλη αρμόδια Αστυνομική, Λιμενική ή Πυροσβεστική Υπηρεσία ή Δημόσια Αρχή.

Κατ’εξαίρεση, μπορεί να τεθεί στο αρχείο οποιαδήποτε καταγγελία είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη εκτίμησης ή καταχρηστικά επαναλαμβανόμενη, καθώς και οποιαδήποτε καταγγελία δεν περιέχει στοιχεία που παρέχουν βάση για τη διερεύνησή της.

Για τις υποβληθείσες επώνυμες καταγγελίες, ο καταγγέλλων μπορεί να απευθύνεται στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας, με σκοπό την ενημέρωσή του αναφορικά με την εξέλιξη της υπόθεσης. Για τις ανώνυμες καταγγελίες δεν υπάρχει ανάλογη δυνατότητα.

Μήνυση – Έγκληση γενικά :

Στην έγκληση είναι υποχρεωτικό να είναι ο παθόντας αυτός που την υποβάλλει, ενώ στη μήνυση δεν είναι απαραίτητο να είναι ο παθόντας, αλλά η μήνυση μπορεί να υποβάλλεται για αδίκημα τελεσθέν σε βάρος κάποιου τρίτου.

Μήνυση είναι, η αναφορά μιας άδικης πράξης στην Αστυνομία ή στον Εισαγγελέα. Όταν κάποιος πραγματοποιεί μία μήνυση, ζητά την ποινική δίωξη και καταδίκη αυτού που τέλεσε ένα ποινικό αδίκημα. Η μήνυση πραγματοποιείται, είτε στα εκάστοτε αστυνομικά τμήματα, είτε στην Εισαγγελία.

Έγκληση είναι η καταγγελία του αμέσως παθόντα  ή του άμεσα αδικηθέντα  προς τις αρμόδιες αρχές για ένα αδίκημα που διαπράχθηκε σε βάρος του. Μήνυση μπορεί να καταθέσει οποιοσδήποτε τρίτος, ώστε να ενημερωθεί ο εισαγγελέας για την τέλεση ενός αδικήματος, με την προϋπόθεση ότι για το συγκεκριμένο έγκλημα η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα (αν δεν απαιτείται, δηλαδή, ρητά από το νόμο η υποβολή έγκλησης για να διωχθεί ο υπαίτιος, αλλά ο εισαγγελέας μπορεί να ενημερωθεί με οποιονδήποτε τρόπο και από οποιονδήποτε για την τέλεση της αξιόποινης πράξης).

Μία ακόμα διαφορά μεταξύ έγκλησης και μήνυσης είναι πως, ενώ ο Εισαγγελέας μπορεί να προβεί σε άσκηση ποινικής δίωξης από τη στιγμή που λάβει γνώση για τη τέλεση ενός αδικήματος, υπάρχουν ορισμένα αδικήματα για τα οποία είναι απαραίτητο να έχει υποβληθεί έγκληση από το θύμα, ώστε ο Εισαγγελέας να δύναται να ασκήσει ποινική δίωξη.

Υπάρχουν λοιπόν συγκεκριμένα εγκλήματα τα λεγόμενα κατ’ έγκληση διωκόμενα αδικήματα, μερικά εκ των οποίων είναι: Άρθρο 308 ΠΚ: Σωματική βλάβη (Εξαίρεση όταν ο παθών είναι δημόσιος υπάλληλος), Άρθρο 314 ΠΚ: Σωματική Βλάβη από αμέλεια, Άρθρο 331 ΠΚ: Αυτοδικία ,Άρθρο 333 ΠΚ: Απειλή, Άρθρο 334 ΠΚ: Διατάραξη οικιακής ειρήνης, Άρθρο 337 ΠΚ: Προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας, Άρθρο 358 ΠΚ: Παραβίαση της υποχρέωσης διατροφής, Άρθρο 359 ΠΚ: Εγκατάλειψη εγκύου, Άρθρο 361 ΠΚ: Εξύβριση, Άρθρο 362 ΠΚ: Δυσφήμηση, Άρθρο 363 ΠΚ: Συκοφαντική Δυσφήμηση κ.α..

Στα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, η προθεσμία για την υποβολή έγκλησης είναι τρίμηνη, από το χρονικό σημείο που ο παθών έλαβε γνώση της άδικης σε βάρος του πράξης και του δράστη αυτής.

Αγωγή:

Η αγωγή είναι το ένδικο βοήθημα με το οποίο ο παθών μιας άδικης πράξης ή συμπεριφοράς, απευθύνεται στα Πολιτικά Δικαστήρια και αιτείται την οικονομική αποζημίωση του για τη βλάβη που υπέστη.

Η βλάβη αυτή μπορεί να είναι είτε οικονομική, συνεπώς θα ζητήσει αποζημίωση για την οικονομική ζημία, είτε ηθική, οπότε θα αιτηθεί την χρηματική ικανοποίηση του για την ηθική του βλάβη. Μπορεί βέβαια να συντρέχουν τόσο η οικονομική, όσο και η ηθική βλάβη του παθόντα και αυτός δύναται να αξιώνει κονδύλι αποζημίωσης και για τις δύο βλάβες.

Υπάρχουν αρκετά είδη αγωγής, τα σημαντικότερα και συνηθέστερα εκ των οποίων είναι η αναγνωριστική, η καταψηφιστική, η πλαγιαστική, η παρεμπίπτουσα, η αρνητική και η διεκδικητική.

Η κάθε μια χρησιμοποιείται ανάλογα με το επιδιωκόμενο κάθε φορά σκοπό, καθώς υπάρχουν περιπτώσεις που δεν είναι μόνο στόχος η χρηματική αποζημίωση από παράνομη πράξη, αλλά μπορεί να χρειάζεται να προστατευθούν άλλα δικαιώματα.

Άρα , με την μήνυση ζητούμε την τιμωρία του δράστη , ενώ με την αγωγή την χρηματική ικανοποίηση – αποζημίωση.

Αυτόφωρο:

Για να είναι αυτόφωρο το έγκλημα,θα πρέπει ο παθών να το καταγγείλει άμεσα ή σε εύλογο χρονικό διάστημα(αμέσως μετά).Το χρονικό αυτό διάστημα όμως,θα πρέπει να εξετάζεται από τον ανακριτικό υπάλληλο και να κρίνει αναλόγως εάν θα εφαρμόσει την αυτόφωρη διαδικασία ή όχι. Αυτόφωρο δεν υπάρχει εάν δεν υπάρχει συνέχεια στην καταδίωξη του δράστη.

Στο άρθρο 242 ΚΠΔ ο νομοθέτης καθορίζει τις περιπτώσεις για το πότε ένα έγκλημα είναι αυτόφωρο,ωστόσο δεν περιορίζεται μόνο σε αυτές,διότι η απαρίθμηση είναι ενδεικτική.Αντίθετα,περιορίζει τα χρονικά όρια του αυτοφώρου εως την παρέλευση της επόμενης ημέρας,δηλαδή συνολικά το πολύ 47 ώρες 59 πρώτα και 59 δέυτερα λεπτά.

Με τον όρο αυτόφωρο έγκλημα , σύμφωνα  με το άρθρο 242 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, χαρακτηρίζεται το “εν τω πράττεσθαι έγκλημα” (δηλαδή αυτό που γίνεται αντιληπτό κατά τη στιγμή που συμβαίνει) ή το έγκλημα που συνέβη μόλις πρόσφατα, όπου ο δράστης τελεί υπό καταδίωξη είτε των διωκτικών Αρχών είτε του παθόντος είτε υπό παρατυχόντων που με δημόσιες κραυγές υποδεικνύουν τον ένοχο.

Η πρακτική σημασία του χαρακτηρισμού ενός εγκλήματος ως αυτοφώρου συνίσταται στην εφαρμογή άμεσης διαδικασίας προανάκρισης και προσαγωγής του δράστη σε δικαστική αρχή,χωρίς προηγούμενη εισαγγελική παραγγελία. Στις περιπτώσεις αυτές ο ανακριτικός υπάλληλος προχωρεί στη προανάκριση και στη συνέχεια ενημερώνει σχετικά τον Εισαγελέα περί της έκθεσης που έχει στο μεταξύ συντάξει.

Η ειδική αυτή συνοπτική διαδικασία γίνεται μόνο σε περιπτώσεις που το έγκλημα αφορά πταίσμα ή πλημέλλημα που υπάγεται στην αρμοδιότητα των μονομελών πλημελλειοδικείων.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 242 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, έχουμε αυτόφωρο έγκλημα, εφόσον σε κάθε περίπτωση δεν έχει περάσει ολόκληρη η επόμενη μέρα από τη
διάπραξη του εγκλήματος και συντρέχει μία από τις εξής περιπτώσεις:

Α. Το έγκλημα είναι εν τω πράττεσθαι, δηλαδή όταν ο δράστης συλλαμβάνεται αμέσως τη στιγμή εκείνη, που διαπράττει την αξιόποινη πράξη.

2. Όταν ο δράστης έχει ήδη ολοκληρώσει την πράξη του, αλλά σε πρόσφατο χρόνο. Αναφέρονται ενδεικτικά (που σημαίνει ότι και άλλες περιπτώσεις υπάγονται εδώ) στην παραπάνω σχετική διάταξη ιδίως:

α) η αμέσως, μετά την τέλεση της πράξης, καταδίωξη του δράστη από τη δημόσια δύναμη, ή από τον παθόντα ή με δημόσια κραυγή,

β) η σύλληψη – οπουδήποτε – του δράστη, που φέρει αντικείμενα ή ίχνη από τα οποία συμπεραίνεται ως πολύ πιθανόν ότι αυτός διέπραξε το έγκλημα, πριν από λίγη ώρα.

Β. Χρονικά όρια αυτόφωρου

Τα χρονικά όρια του αυτόφωρου αρχίζουν από της στιγμής της τέλεσης της αξιόποινης πράξης και εκπνέουν με τη παρέλευση ολόκληρης της επόμενης μέρας (12η ώρα βραδυνή), η οποία (επόμενη μέρα) κατά τη κρατούσα και ορθότερη πρέπει να υπολογίζεται από μεσονύκτιο της μέρας που ετελέσθη η πράξη, σε μεσονύκτιο (12η ώρα βραδυνή) της επόμενης μέρας, που αποτελεί και ακριβές σημείο εκπνοής του χρονικού ορίου του αυτοφώρου.

Συνεπώς μπορεί να υπάρξει ανώτατο χρονικό όριο αυτοφώρου έως και 48 ώρες (για ακρίβεια 47 ώρες και 59 πρώτα λεπτά) π.χ. αν η αξιόποινη τελέσθηκε την 0 και 1′ ώρα σήμερα, η διάρκεια του αυτόφωρου θα είναι κατ ανώτατο χρονικό όριο 47 ώρες και 59 πρώτα λεπτά.

Πρακτική συνέπεια της παρελεύσεως του χρόνου του αυτοφώρου είναι ότι κανένας κατά το νόμο δεν μπορεί να συλληφθεί ως δράστης αυτοφώρου (δηλ. χωρίς κοινοποίηση νόμιμου δικαστικού εντάλματος).
Σε πλημμελήματα που είναι τα πραγματικά περιστατικά ξεκάθαρα και ο δράστης έχει συλληφθεί μέχρι το πέρας της επόμενης ημέρας από την τέλεση της πράξης ακολουθείται η διαδικασία του αυτοφώρου, η υπόθεση εισάγεται δηλαδή χωρίς προδικασία απευθείας στο Αυτόφωρο Μονομελές ή Τριμελές Πλημμελειοδικείο.

Η ΚΡΙΣΗ ΠΕΡΙ ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΦΩΡΟΥ: Πρέπει να σημειωθεί ότι ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών κρίνει σε κάθε περίπτωση για το αν υπάρχει ή όχι αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα, αφού ο νόμος του δίδει το δικαίωμα έκδοσης εντάλματος σύλληψης κατά του διωκόμενου δράστη του επ αυτοφώρου εγκλήματος (άρθ. 275 παρ 3 ΚΠοινΔ), μέσα στα νόμιμα χρονικά όρια του αυτόφωρου.

Στα επ αυτοφώρω εγκλήματα που διώκονται κατ έγκληση (δηλ. σε εκείνα που απαιτείται καταγγελία του παθόντος, προκειμένου ν ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του δράστη) απαγορεύεται η σύλληψη του επ αυτοφώρω δράστη, αν δεν προηγηθεί η κατά νόμον (άρθ. 275 παρ 2 ΚΠοινΔ) υποβολή έγκλησης του παθόντος εντός του χρόνου που διαρκεί το αυτόφωρο.

ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΑΣ:

Μπορεί να συλληφθούμε και να οδηγηθούμε στο αστυνομικό τμήμα κάτω απ την δικαιολογία ότι έχει διαπραχτεί κάποιο αυτόφωρο έγκλημα. Όταν η αθωότητα μας είναι φανερή,διαμαρτυρόμαστε έντονα.

Στο τμήμα δίνουμε μόνο τα στοιχεία μας και αρνούμαστε να απαντήσουμε σε άλλες ερωτήσεις … βιογραφικά, κατάσταση κατηγορουμένου κ.λ.π ή να τις υπογράψουμε. Αρνούμαστε να δώσουμε δείγμα γραφικού χαρακτήρα.

Μετά από αυτά,απαιτούμε να μας αφήσουν ελεύθερους και αν όχι,να μας δηλωθεί ότι είμαστε κατηγορούμενοι. Εάν είμαστε κατηγορούμενοι, υπογραφούμε την έκθεση σύλληψης αφού βεβαιωθούμε ότι σ αυτή γράφεται η ακριβής ώρα σύλληψης.

Κατόπιν απαιτούμε να τηλεφωνήσουμε σε συγγενείς μας και στον δικηγόρο μας. Αρνούμαοτε σταθερά οποιαδήποτε συζήτηση, κατάθεση κλπ, προτού επικοινωνήσουμε με το δικηγόρο μας.

Η αστυνομία συχνά κάνει προανάκριση, και χωρίς εισαγγελική παραγγελία. Το να αρνηθούμε να απαντήσουμε σαν κατηγορούμενοι στην αστυνομική ανάκριση δεν είναι αδίκημα.

Μπορούμε να καταθέσουμε μόνο με τη φράση αρνούμαι τις κατηγορίες και να το υπογράψουμε ακόμα και αν δεν παρίσταται ο δικηγόρος μας.

Αμέσως ή το πολύ σε 24 ώρες πρέπει να οδηγηθούμε στον εισαγγελέα.

Αν τώρα περάσει το 24ωρο και δεν έχουμε πάει στον εισαγγελέα, διαμαρτυρόμαστε έντονα και απαιτούμε σύμφωνα με το Σύνταγμα να μας αφήσουν ελευθέρους. Μόνο στην περίπτωση που ο τόπος σύλληψης δεν ανήκει στην έδρα του εισαγγελέα, μπορεί να παραταθεί το 24ωρο, και πάντα όχι περισσότερο από τον αναγκαίο χρόνο για την μεταφορά του κρατούμενου.

Η παραβίαση αυτών των προθεσμιών είναι ποινικό αδίκημα για τους υπεύθυνους αστυνομικούς, οπότε μπορούμε να τους μηνύσουμε.

Αν μας οδηγήσουν στον εισαγγελέα, πέραν του 24ώρου, διαμαρτυρόμαστε και εδώ έντονα, απαιτούμε να αφεθούμε ελεύθεροι, και με τον δικηγόρο μας υποβάλλουμε ένσταση.

Αν οδηγηθούμε εμπρόθεσμα, ο εισαγγελέας αποφασίζει αν θα ασκήσει δίωξη ή όχι.

Από τη στιγμή που ο εισαγγελέας μας απαγγείλει την κατηγορία, μπορεί:

(α) ή να μας αφήσει ελεύθερους, και να προσδιορίσει ρητή δικάσιμο

(β) ή να μας παραπέμψει στο αυτόφωρο δικαστήριο (άμεσα ή το αργότερο σε 24 ώρες)

(γ) ή να διατάξει συμπλήρωση της προανάκρισης στο αστυνομικό τμήμα (οπότε ζητούμε να αφεθούμε προσωρινά ελεύθεροι)

(δ) ή τέλος αν θεωρήσει ελλιπή τα στοιχεία, να μας παραπέμψει στον ανακριτή για κυρία ανάκριση (άμεσα), οπότε λήγει και η συνοπτική διαδικασία του αυτόφωρου.

Τώρα στο αυτόφωρο Δικαστήριο, μπορούμε να ζητήσουμε τριήμερη αναβολή (το δικαστήριο τη δίνει υποχρεωτικά). Ακόμα το δικαστήριο αποφασίζει για τη συνέχιση ή μη της κράτησης.
Στον ανακριτή πάλι μπορούμε να ζητήσουμε τριήμερη (τουλάχιστον) προθεσμία για να απολογηθούμε (που μας δίνεται υποχρεωτικά).

Μέχρι την απολογία μπορεί να αφεθούμε προσωρινά ελεύθεροι. Μετά την απολογία στον ανακριτή, ο ανακριτής πρέπει άμεσα ή το πολύ σε 24 ώρες σε συνεργασία με τον εισαγγελέα είτε να εκδώσει ένταλμα προφυλάκισης στα αδικήματα που ο νόμος το επιτρέπει, είτε να μας αφήσει ελεύθερους (και να παραπέμψει την υπόθεση σε Δικαστικό Συμβούλιο).

Κατάθεση μήνυσης ή έγκλησης:

Για την κίνηση της ποινικής δίωξης, ήτοι τη διερεύνηση της τέλεσης μιας αξιόποινης πράξης, απαιτείται η υποβολή μήνυσης ή έγκλησης ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή ενώπιον άλλων ανακριτικών υπαλλήλων (π.χ. αστυνομία, πυροσβεστική, τροχαία).

Εν συνεχεία, ο Εισαγγελέας παραγγέλλει, δηλαδή διατάζει, τα αστυνομικά όργανα ή τους ανακριτές να διενεργήσουν τις απαραίτητες ανακριτικές πράξεις ώστε να συλλέξουν το αποδεικτικό υλικό και τέλος εισάγει την υπόθεση στο ακροατήριο.

Κατά κανόνα, η δίωξη των εγκλημάτων είναι αυτεπάγγελτη, δηλαδή κινείται με την υποβολή μήνυσης από οποιονδήποτε ενώπιον του Εισαγγελέα ή της αστυνομίας. Επίσης, στην περίπτωση των αυτεπαγγέλτως διωκόμενων αδικημάτων ο Εισαγγελέας κινεί την ποινική δίωξη, όταν ο ίδιος πληροφορηθεί με οποιονδήποτε τρόπο την τέλεση μιας πράξης, π.χ. εάν για ένα αυτεπαγγέλτως διωκόμενο αδίκημα ενημερώθηκε για την τέλεσή του από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η άσκηση ποινικής δίωξης σε ιδιοκτήτη ΠΑΕ, ο οποίος μπήκε οπλισμένος εντός γηπέδου.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, που προβλέπονται ρητά στον ποινικό κώδικα ή σε άλλους νόμους, η ποινική δίωξη γίνεται μόνο με έγκληση του παθόντος. Για παράδειγμα για την πράξη της απλής σωματικής βλάβης προβλέπεται ρητά στο ά. 308 παρ. 1 και 2 του Ποινικού Κώδικα ότι απαιτείται έγκληση του παθόντος για την κίνηση της ποινικής δίωξης.

Σημειώνεται ότι όπου ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει έγκληση του παθόντος, αυτή υποβάλλεται εντός τριμήνου από την ημέρα που ο παθών έμαθε για την τέλεση της πράξης, αλλιώς το αξιόποινο της πράξης εξαλείφεται και δεν κινείται η ποινική δίωξη.

Σε διαδικαστικό επίπεδο, η μήνυση ή η έγκληση ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών υποβάλλεται γραπτώς από τον μηνυτή ή τον εγκαλούντα ή από πληρεξούσιο δικηγόρο τους με εξουσιοδότηση στη γραμματεία της Εισαγγελίας ή στην αρμόδια υπηρεσία της αστυνομίας κτλ.

Ενώπιον της αστυνομίας και των λοιπών ανακριτικών υπαλλήλων είναι δυνατή και η προφορική έγκληση – μήνυση, για την οποία συντάσσεται σχετική έκθεση από τους αρμόδιους υπαλλήλους και εν συνεχεία διαβιβάζεται στον Εισαγγελέα.

Ο υπολογισμός του κόστους κατάθεσης μήνυσης, εξαρτάται από το εάν η μήνυση κατατεθεί από τον ίδιο ή εάν κατατεθεί από τον δικηγόρο του, οπότε επιπλέον απαιτείται και γραμμάτιο προείσπραξης δικηγόρου. Εάν μία μήνυση κατατεθεί από δικηγόρο, θα είναι περισσότερο στοιχειοθετημενη- εμπεριστατωμένη νομικά, με λιγότερες πιθανότητες να τεθεί στο αρχείο.

Για την υποστήριξη της κατηγορίας στο ακροατήριο, απαιτείται παράβολο 40 ευρώ και αν η μήνυση κατατεθεί στην εισαγγελία εγγράφως από τον ίδιο τον μηνυτή, απαιτείται επίσης παράβολο 10 ευρώ.

Σε περίπτωση που δικηγόρος καταθέσει τη μήνυση ή την έγκληση με εξουσιοδότηση απαιτείται επιπλέον γραμμάτιο προείσπραξης 139 ευρώ, πρόκειται δηλαδή για την ελάχιστη αμοιβή του δικηγόρου.

Για την τυχόν περαιτέρω αμοιβή του δικηγόρου, αυτή εξαρτάται από την εργασία που πρέπει να πραγματοποιηθεί ως προς τη σύνταξη του δικογράφου. Για παράδειγμα, ραντεβού με τον εντολέα, λήψη ακριβούς ιστορικού της υπόθεσης, συγκέντρωση αποδεικτικού υλικού: έγγραφα και εμμάρτυρες καταθέσεις, νομική μελέτη του φακέλου, σύνταξη του αναγκαίου δικογράφου: μήνυσης/έγκλησης, παροχή έγγραφων εξηγήσεων, αγωγής, αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, προσφυγής, αίτησης ακύρωσης κ.α.

α)Ενδοοικογενειακή βία:

Η κατάθεση μήνυσης στο αστυνομικό τμήμα για ενδοοικογενειακή βία, γίνεται δωρεάν, χωρίς την προσκόμιση παράβολου. Η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί αυτεπάγγελτα διωκόμενο αδίκημα, οπότε δεν είναι αναγκαίο να κατατεθεί μήνυση.

Σύμφωνα με το νόμο αρκεί η καταγγελία ή πληροφορίες, καταθέσεις μαρτύρων, οποιοδήποτε άλλο στοιχείο, που θα λάβει γνώση ο/η Εισαγγελέας, ώστε να ασκήσει ποινική δίωξη.
Ωστόσο, επειδή στην πράξη συνήθως δεν ασκείται ποινική δίωξη μόνον με την καταγγελία ή τις καταθέσεις μαρτύρων, είναι σημαντικό οι καταγγέλλουσες – καταγγέλλοντες να επιμένουν και να καταθέσουν μήνυση στην εισαγγελία ή την αστυνομία.

Μόνο έτσι θα κινηθεί η διαδικασία. Με δεδομένο ότι πρόκειται για αυτεπάγγελτα διωκόμενο αδίκημα, από τη στιγμή που θα σχηματιστεί δικογραφία, η διαδικασία δεν μπορεί να διακοπεί.

Αν καταγγείλεις στην αστυνομία ή την εισαγγελία ζήτησε αμέσως μετά να λάβεις αντίγραφο από το βιβλίο συμβάντων. Η αστυνομία είναι υποχρεωμένη να παραλάβει την αίτησή σου και να σου χορηγήσει το αντίγραφο.

Καταφεύγοντας στο αστυνομικό τμήμα να γνωρίζεις ότι οι αστυνομικές αρχές είναι υποχρεωμένες: να ερευνήσουν την καταγγελία, να καταγράψουν το περιστατικό στο βιβλίο αδικημάτων και συμβάντων, να ενημερώσουν εγγράφως τον/ την Εισαγγελέα.

Από την εμπειρία μας βέβαια γνωρίζουμε ότι υπάρχει πιθανότητα τα θύματα να αποθαρρυνθούν από τις αστυνομικές αρχές. Σε αυτή την περίπτωση επίμεινε ότι η αστυνομία είναι υποχρεωμένη να δεχθεί την καταγγελία σου, διότι σύμφωνα με τον Νόμο 3500/2006 η ενδοοικογενειακή βία είναι αυτεπαγγέλτως διωκόμενο αδίκημα.

Αν παρόλα αυτά συνεχίζεις να αντιμετωπίζεις προβλήματα κάλεσε τον /ην δικηγόρο σου ή το 15900 ώστε να ενημερωθούν οι αστυνομικοί.

Αν είσαι τραυματισμένη , η Αστυνομία πρέπει να σε παραπέμψει στον/την ιατροδικαστή, αν δεν το κάνει ζήτησε το εσύ. Μην ξεχάσεις να ζητήσεις αντίγραφο της ιατροδικαστικής έρευνας.

Εκτός από καταγγελία μπορείς να υποβάλλεις και μήνυση για ενδοοικογενειακή βία στο αστυνομικό τμήμα ή την εισαγγελία. Μάλιστα αυτή η ενέργεια είναι αρκετά σημαντική σε περίπτωση διαζυγίου γιατί αποδεικνύει τον ισχυρό κλονισμό του γάμου.

Προσοχή: Η μήνυση υποβάλλεται χωρίς την προσκόμιση παράβολου. Μάλιστα αν η μήνυσή σου γίνει στα πλαίσια του «αυτοφώρου», η αστυνομία είναι υποχρεωμένη να αναζητήσει, να συλλάβει και να οδηγήσει, εντός 48 ωρών, τον δράστη στον εισαγγελέα, ο οποίος θα τον παραπέμψει να δικαστεί. Στο δικαστήριο μπορείς να ζητήσεις την επιβολή περιοριστικών όρων μέχρι τη δίκη.

β) Παραβίαση προσωπικών δεδομένων – Παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα- Αυστηρές ποινές:

Σύμφωνα με το άρθρο 82 του νέου Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (GDPR), που ενσωματώθηκε με το άρθρο 40 του ν. 4624/2019, το πρόσωπο, το οποίο υπέστη ζημία (υλική, ή μη υλική) από την παραβίαση της επεξεργασίας των προσωπικών του δεδομένων δικαιούται αποζημίωση από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, ή τον εκτελούντα την επεξεργασία, για τη ζημία που υπέστη.

Ο υπεύθυνος επεξεργασίας φέρει την ευθύνη για αποζημίωση, μόνο στην περίπτωση, που η ζημία προκλήθηκε από την εκ μέρους του επεξεργασία. Ο εκτελών την επεξεργασία φέρει την ευθύνη για αποζημίωση, μόνο στην περίπτωση, που δεν ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις του Κανονισμού, ή υπερέβη, ή ενήργησε αντίθετα, προς τις νόμιμες εντολές του υπευθύνου επεξεργασίας.

Ο υπεύθυνος επεξεργασίας, ή ο εκτελών την επεξεργασία, απαλλάσσονται από την ευθύνη, εάν αποδείξουν ότι δεν φέρουν καμία ευθύνη για το γενεσιουργό γεγονός της ζημίας. Εάν εμπλέκονται στην επεξεργασία περισσότεροι του ενός, είτε  υπεύθυνοι επεξεργασίας, είτε εκτελούντες την επεξεργασία, όλοι ευθύνονται σε αποζημίωση σε ολόκληρον.

Εφ όσον κάποιος από αυτούς αποζημίωσε τον παθόντα, αυτός έχει το δικαίωμα να στραφεί αναγωγικά έναντι των άλλων συνυπευθύνων για την ανάκτηση μέρους της αποζημίωσης, που αντιστοιχεί στο μέρος της ευθύνης του.

Αρμόδιο δικαστήριο είναι το δικαστήριο του κράτους- μέλους, στο οποίο ο υπεύθυνος επεξεργασίας, ή ο εκτελών την επεξεργασία, έχει την εγκατάστασή του, ή το υποκείμενο των δεδομένων έχει τη συνήθη διαμονή του.

Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά παράβαση των διατάξεων του ως άνω νόμου, προκαλέσει ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει, α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του GDPR, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, δηλαδή,  γνώση, ή υπαίτια άγνοια, αφ’ ενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφ’ ετέρου της πιθανότητος να επέλθει ηθική βλάβη.

Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται και, ως εκ τούτου, το πρόσωπο, που παραβιάζει τις εν λόγω διατάξεις, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έναντι του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, που υπέστη ηθική βλάβη από την παραβίαση, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματός του πραγματικά γεγονότα (ΑΠ 171/2019, ΑΠ 1740/2013, ΑΠ 637/2013, ΑΠ 79/2020).

Σε περίπτωση κακοποίησης ζώων, μπορείτε να μεταβείτε σε οποιοδήποτε αστυνομικό τμήμα και να καταθέσετε καταγγελία  ή  μήνυση. Το αδίκημα θεωρείται αυτεπάγγελτο και δεν χρειάζεται να πληρώσετε κάτι για την μήνυση που θα κάνετε.

Το αδίκημα της κακοποίησης είναι αυτόφωρο οπότε με αυτόν τον τρόπο δίνετε την δυνατότητα στην αστυνομία να συλλάβει τον ύποπτο εντός των 48 ωρών του αυτοφώρου. Μετά την παρέλευση του 48ωρου, ο ύποπτος μπορεί να προσαχθεί, αλλά όχι να συλληφθεί αν δεν τελεσιδικήσει η υπόθεση στο δικαστήριο.

Σε περίπτωση τηλεφωνικής καταγγελίας, η  Αστυνομία υποχρεούται να έρθει επιτόπου και να καταχωρήσει το συμβάν. Οι Αστυνομικοί που θα ανταποκριθούν σε συνέχεια της δικής σας καταγγελίας δεν έχουν το δικαίωμα να υποβάλλουν κατηγορίες. Θα κάνουν καταγραφή του περιστατικού και θα πάρουν αναφορά από εσάς.

Τραβήξτε φωτογραφίες με χρονοσήμανση καθώς αυτό θα βοηθήσει στο να διευκρινιστεί η χρονική περίοδος που έλαβε χώρα η κακοποίηση.

Οι φωτογραφίες θα πρέπει να δείχνουν:

-Την κατάσταση του ζώου/ζώων (το σημείο που βρίσκεται, το περιβάλλον στο οποίο διαμένει το ζώο, τις καθημερινές συνθήκες διαβίωσης: Πρόσβαση σε προφυλαγμένο κατάλυμα. Πρόσβαση σε τροφή και νερό.Ύπαρξη αλυσίδων ή άλλων μέσων πρόσδεσης.

-Οποιεσδήποτε άλλες πράξεις σκληρότητας ή κακοποίησης.