Έλεγε φίλος, σχολιάζοντας τα θλιβερά επεισόδια των τελευταίων ημερών:

«Στην Ιουλιανού και στα Εξάρχεια, βγαίνουν τα μαχαίρια και φουντώνουν οι φωτιές. Το κράτος και ο Καμίνης (!) δεν αντιδρούν. Και αναρωτιέσαι: πρέπει να προκύψουν φονικά στην πλατεία Φιλικής Εταιρείας (σημ: έτσι ονομάζεται η διάσημη πλατεία Κολωνακίου, γειτονιά των γνωστών τεμπέληδων, του Σημίτη και του Ψυχάρη!) για να αντιδράσει η κυβέρνηση (γνωστή και ως ΜιΚιΟ κατά Λαζόπουλο…) και να επέμβει αποφασιστικά (και έγκαιρα) η Αστυνομία;».

Δυστυχώς, μια βόλτα στο ιστορικό Κέντρο Σάββατο μεσημέρι, μου έδειξε πόσο ζόρικα είναι τα πράγματα για τους Αθηναίους. Ένα ρημάδι καφέ στάθηκα να απολαύσω στο «Διώροφο», το νεοκλασικό καφενείο Αιόλου και Ευριπίδου, αλλά τι το ‘θελα; Όλη η ανθρώπινη δυστυχία πέρασε μπροστά μου σαν ιλιγγιώδης εικόνα σουρεαλιστικού φιλμ.

Ψηλόλιγνο αγόρι, γύρω στα 25, ντυμένο με φτωχικά αλλά παστρικά ρούχα, στάθηκε μπροστά μου και σχεδόν απαίτησε να του αγοράσω «μια τυρόπιτα». Τα ‘χασα. Γύρω μου κάτι κοπέλες φοβήθηκαν, γύρισαν το κεφάλι τους αλλού, προφανώς για να μην αντικρίσουν τόσο ρεαλιστικά την πείνα!

Λίγο αργότερα, στις «Άλπεις» πίσω από το Ιερό των Αγίων Θεοδώρων, μια μερίδα καλαμάκια με ψωμάκι μπροστά μου αποδείχθηκε «μάννα εξ ουρανού» για έναν αδέσποτο τύπο, περίπου της ίδιας ηλικίας με τον προηγούμενο της τυρόπιτας. Τρία καλαμάκια είχε η μερίδα μέσα στο πιάτο και μου ψιθύρισε μαλακά:
«Να πάρω το ένα, μάστορα; Έχω να φάω από προχτές»!

Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος έδειχναν ζητιάνοι, κυρίως δεν ήταν μετανάστες ή τίποτα ξέμπαρκοι λάθρα στην ελληνική πρωτεύουσα. Ελληνόπουλα ήταν με μάτια που γυάλιζαν, και μια συνείδηση, μια αξιοπρέπεια υποταγμένες, όπως φαίνεται, στην πείνα.

Το σεργιάνι μου «ανηφόρησε» προς το Ζάππειο, εκεί όπου πριν από λίγες ημέρες ο Μεσσήνιος ρήτορας Αντώνης Σαμαράς (γνωστών λοιπών στοιχείων…) στοιχειοθετούσε με τον λόγο του δήθεν ελπίδες για το κατεστραμμένο μας μέλλον. Οι πρώτες περατζάδες του κοινού μπροστά στα περίπτερα της εαρινής Έκθεσης Βιβλίου είχαν ξεκινήσει. Από περιέργεια στάθηκα πίσω από ένα δέντρο, συνωμοτικά, λες και ήμουν ο… Τσουκάτος (ή ο Μαυρίκης…), και μέτρησα το ζύγι.

Όλοι (άντε σε ποσοστό 90%) παρατηρούσαν, μερικοί ξεφύλλιζαν, εντούτοις ουδείς έβαζε το χέρι στην τσέπη να βγάλει ένα δεκάρικο, εικοσάρικο, ώστε να αγοράσει ένα βιβλίο.

Πίσω από τους πάγκους, οι υπεύθυνοι πωλήσεων (σε κάποια περίπτερα βρίσκονταν τα ίδια τα αφεντικά των εκδοτικών Οίκων) έκαναν «κονσομασιόν» με όσους στέκονταν στον πάγκο. «Αυτό είναι εξαιρετικό βιβλίο, σας το συνιστώ».

Έμεναν με τις συστάσεις…

Κατά τα άλλα, το βιβλίο περνά ίσως τις κρισιμότερες μέρες της τελευταίας διετίας. Οι νέοι τίτλοι ελάχιστοι. Συγγραφείς, έμαθα πως έχουν καιρό να εισπράξουν δικαιώματα, γιατί έχουν σταματήσει οι πληρωμές. Όπως έχουν ματαιωθεί προγραμματισμένες εκδόσεις.

Γαμώτο: έπρεπε να είχα αγοράσει μια ριμάδα τυρόπιττα σε εκείνο τον πεινασμένο…