Έχουν περάσει 40 χρόνια από την έναρξη της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και τη δημιουργία των «τετελεσμένων γεγονότων» της κατοχής του 38% του κυπριακού εδάφους από τις ΝΑΤΟϊκές τουρκικές δυνάμεις.
Στη Βόρεια Κύπρο έχει διαμορφωθεί ένα πολιτικό μόρφωμα που εξυπηρετεί τα εθνικιστικά συμφέροντα της Άγκυρας, που ποδηγετεί τους Τουρκοκύπριους ηγέτες με μια πανίσχυρη κατοχική δύναμη στο νησί.
Το ερώτημα αμείλικτο, αλλά παραμένει αναπάντητο: Γιατί επιτέλους δεν ανοίγει ο φάκελος της Κύπρου; Τα απόρρητα έγγραφα το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Φόρειν Όφις τα δημοσιοποιούν μόλις περάσουν 20 χρόνια. Από την Κυπριακή Τραγωδία έχουν περάσει 40 χρόνια και όλοι οι Έλληνες πολιτικοί τηρούν σιγήν ιχθύος. Η επίσκεψη που πραγματοποίησε μόνο στην Τουρκία ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ομπάμα επιβεβαίωσε το γεγονός πως οι ΗΠΑ δεν τηρούν πλέον πολιτική ίσων αποστάσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, ούτε για τα προσχήματα. Αλληθωρίζουν κατά Άγκυρα μεριά, έχοντας αναβαθμίσει τον ρόλο της με τοποτηρητή το πιστό στην Ουάσιγκτον στρατιωτικό κατεστημένο, που ελέγχει έναν από τους μεγαλύτερους στρατούς στο ΝΑΤΟ.
Χώρια που ο τουρκικός λαός είναι στην πλειοψηφία του φιλοαμερικανός (όχι χωρίς λόγο), σε αντίθεση με τον ελληνικό, που έχει κάθε δικαιολογία να τρέφει έντονα αντιαμερικανικά αισθήματα. (Λόγω χούντας, κυπριακής τραγωδίας και όσα επακολουθούν στο Αιγαίο και στα Σκόπια.)
Στο βιβλίο του «Cyprus – A Modern History» (έκδοση 2005) ο William Mallinson γράφει: «Η Κύπρος είχε αποκτήσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις ΗΠΑ, λόγω της σημασίας που παίζει στην άμυνα του Ισραήλ. Ο Κίσιντζερ είχε ξεκινήσει την προσπάθεια για την απομάκρυνση του Μακαρίου και την εγκατάσταση στην Λευκωσία μια φιλική στο ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ κυβέρνηση. Είτε αν η φιλική προς τις ΗΠΑ κυβέρνηση των Αθηνών πετύχαινε την ένωση με την Κύπρο είτε αν μια τουρκική εισβολή στην Κύπρο εξασφάλιζε αρκετά εδάφη ώστε να εξασφαλισθούν οι εγκαταστάσεις που απαιτούνται για την προστασία του Ισραήλ. Όλα αυτά βρίσκονταν σε απόλυτη συμφωνία με την ταυτισμένη με τα ισραηλινά συμφέροντα και τις τουρκικές βλέψεις στρατηγική του Κίσιντζερ».
Η Κυπριακή Τραγωδία, που τόσα δεινά έχει προκαλέσει, όχι μόνο στη μεγαλόνησο, έχει αφήσει κάποια ανεξίτηλα σημάδια και στην προσωπική μου ζωή. Υπηρετώντας στην 140 Αυτοκινούμενη Μοίρα Πεδινού-Μέσου Πυροβολικού στην Αλεξανδρούπολη, βρέθηκα μέσα σε μια νύχτα 19 προς 20 Ιουλίου 1974 σε πολεμική προετοιμασία. Άρον άρον μας είχαν μαζέψει από τα παραλιακά καφέ το βράδυ της 19ης Ιουλίου για να βρεθούμε στη μονάδα και ν’ αρχίσουμε να φορτώνουμε όλα τα αποθέματα καυσίμων και πυρομαχικών στα οχήματα για να μεταφερθούμε «στα πρόσω».
Νωρίς το πρωί, που επέστρεψα στο δωμάτιό μου, στην πόλη, για να παραλάβω τον στρατιωτικό μου σάκο, άκουσα στο δελτίο των 7.00 από τη «Φωνή της Αμερικής» (λειτουργούσε τότε ακόμα ο αμερικανικός ραδιοφωνικός σταθμός στην Καβάλα) πως «από το πρωί πραγματοποιείται ρίψη Τούρκων αλεξιπτωτιστών στην Κύπρο».
Όταν λίγο αργότερα επέστρεψα στη μονάδα, ενημέρωσα τον διοικητή και τους άλλους αξιωματικούς για την είδηση που άκουσα, για να πάρω την αποστομωτική απάντηση «μα αυτό σημαίνει πόλεμο και εμείς ουδεμία ειδοποίηση έχουμε από την κεντρική διοίκηση…».
Την «ειδοποίηση», με την ανακοίνωση της γενικής επιστράτευσης, την άκουσα πάλι στο ραδιόφωνο-τρανζίστορ πολύ αργότερα, καθώς είχε ξεκινήσει η φάλαγγα με οχήματα και αυτοκινούμενα ερπυστριοφόρα πυροβόλα προς τα σύνορα.
Τότε ήρθε και η διαταγή να φορέσουμε διπλά κράνη… Μια διαταγή που –τότε δεν το γνώριζα– σήμαινε τέσσερις μήνες επιπλέον θητείας και συνολικά έξι στα σκηνάκια ανάμεσα Ρίζια, Νεοχώρι Ορεστιάδας και Καβύλη.
Η προσωπική μου εμπειρία δείχνει πως «κάτι γνώριζαν κάποιοι για την εισβολή και μας προετοίμαζαν –έστω την ύστατη ώρα– την παραμονή της, παρόλο που επισήμως τα τουρκικά αποβατικά ξεκίνησαν από τη Μερσίνα στις 9.30 το πρωί της 20ής Ιουλίου.
Οι σκέψεις αυτές ήρθαν στο νου μου, καθώς βρήκα στο αρχείο μου τον «καθιερωμένο» πια λευκό χοντρό φάκελο που ο παλαίμαχος δημοσιογράφος Ηλίας Δημητρακόπουλος (χρόνια τώρα ζει στις ΗΠΑ) μου είχε στείλει. Ένας φάκελος γεμάτος με πολύτιμο υλικό για το τι είχε συμβεί την εποχή εκείνη, πριν από ακριβώς 40 χρόνια, στην Ουάσιγκτον.
Ο Ηλίας Δημητρακόπουλος, που είχε φτάσει στην Ουάσιγκτον φεύγοντας απ’ την Ελλάδα αμέσως μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, έδινε τότε έναν ολομέτωπο αγώνα εναντίον των πραξικοπηματιών αλλά και όσων τους στήριζαν από την αμερικανική πρωτεύουσα.
Ο Ραιμόν Καρτιέ, στη «Μεταπολεμική Ιστορία» του, για να εξηγήσει ορισμένες «συμπτώσεις», γράφει πως «όλως περιέργως κάποια σημαντικά γεγονότα συμπίπτουν με κάποια εξίσου σημαντικά, αλλά παραδόξως ο φακός της επικαιρότητας επικεντρώνεται μεροληπτικά».
Το πρώτο εξάμηνο του 1974, όταν είχαν δρομολογηθεί οι αποφάσεις για την ανατροπή του Μακαρίου και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, οι ΗΠΑ ήταν βυθισμένες στην πιο βαθιά πολιτική κρίση της ιστορίας τους. Τα επακόλουθα από το πολιτικό σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ, με τον τότε πρόεδρο Νίξον πλήρως απορροφημένο για την αντιμετώπιση των οδυνηρών πολιτικών επιπτώσεών του, είχαν καταστήσει τον Χένρι Κίσιντζερ άτυπο πρόεδρο των ΗΠΑ, αρμόδιο για την άσκηση εξωτερικής πολιτικής (ήταν υπουργός Εξωτερικών από το 1972, αλλά διατηρώντας και το αξίωμα του προεδρικού συμβούλου για θέματα εθνικής ασφάλειας). Ο μόνος υπουργός των ΗΠΑ που διατηρούσε ταυτόχρονα δύο τόσο σημαντικά αξιώματα. Ως σύμβουλος για θέματα εθνικής ασφάλειας προήδρευε της επιτροπής των 40, του οργάνου που ενέκρινε τις συγκαλυμμένες επιχειρήσεις της CIA.
Ο ίδιος ο Κίσιντζερ υποστηρίζει ότι δεν είχε ενημερωθεί έγκαιρα για το επικείμενο πραξικόπημα και ότι «δεν είχε λόγους να θέλει την ανατροπή του Μακαρίου».
«Ο Κίσιντζερ ψεύδεται ασυστόλως. Οι ευθύνες του είναι αναμφισβήτητες. Είχε ενημερωθεί τόσο για το πραξικόπημα του Ιωαννίδη όσο και για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο» απαντά ο βετεράνος δημοσιογράφος Ηλίας Δημητρακόπουλος. Οι ΗΠΑ από τη δεκαετία του ’60 είχαν στραφεί εναντίον του Μακαρίου.
«Αυτό έκαναν και την κρίσιμη εκείνη ώρα» λέει ο Δημητρακόπουλος, που εκτός από βαθύς γνώστης των θεμάτων υπήρξε και πρωταγωνιστής των εξελίξεων, δρώντας αποφασιστικά με τις γνωριμίες του στο Κογκρέσο. Έτσι και τότε, από τον Ιούνιο, είχε ενημερώσει από τον πανίσχυρο τότε πρόεδρο της επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας Γουίλιαμ Φούλμπραϊτ για τις πληροφορίες περί επικείμενου πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου.
Ο Φούλμπραϊτ είχε επικοινωνήσει με τον αποκαλούμενο «μάγο της διπλωματίας» Κίσιντζερ, τον είχε ενημερώσει για την κατάσταση που διαμορφωνόταν και του είχε ζητήσει να παρέμβει για να αποτρέψει την ανατροπή του Μακάριου και τον κίνδυνο ελληνοτουρκικού πολέμου.
Ο Κίσιντζερ τότε αρνήθηκε, υποστηρίζοντας υποκριτικά: «δεν μπορώ να επέμβω στα εσωτερικά της Ελλάδας». Έτσι όμως καταρρίπτεται το επιχείρημα της «ελλιπούς ενημέρωσής του».
Ο Δημητρακόπουλος πήγε για δεύτερη φορά στο γραφείο του Φούλμπραϊτ και του ζήτησε να παρέμβει ώστε να αποτραπεί τουλάχιστον η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ήταν παρών όταν ο Φούλμπραϊτ είχε τηλεφωνήσει και πάλι στον Κίσιντζερ, στις 17 Ιουλίου. Το περιεχόμενο της τηλεφωνικής συνομιλίας εκείνης το επιβεβαιώνει και ο Βρετανός δημοσιογράφος Κρίστοφερ Χίτσενς στο βιβλίο του: «Hostage to History: Cyprus from the Ottomans to Kissinger».
Η πρόταση για τον 6ο στόλο
Ο Δημητρακόπουλος είχε κάνει τότε μια καταπληκτική πρόταση στον Φούλμπραϊτ, την οποία εκείνος μετέφερε στον Κίσιντζερ. Μια ήπιας μορφής αμερικανική παρέμβαση που θα μπορούσε να είχε σώσει την Κύπρο: «Αυτή την ύστατη ώρα, ο μόνος εφικτός τρόπος για την αποτροπή τουρκικής εισβολής στην Κύπρο είναι να ζητήσετε αμέσως από τον πρόεδρο Μακάριο να εκδώσει επίσημη πρόσκληση προς μονάδες του 6ου αμερικανικού στόλου να πραγματοποιήσουν επίσκεψη καλής θελήσεως στα πέντε μεγάλα λιμάνια του νησιού. Θεωρώ ότι η Τουρκία δεν θα διακινδυνεύσει να προχωρήσει σε ενέργεια που θα μπορούσε να στοιχίσει τη ζωή Αμερικανών».
Ο Φούλμπραϊτ υπενθύμισε τότε στον Κίσιντζερ τις θανάσιμες συνέπειες της ισραηλινής επίθεσης εναντίον του αμερικανικού σκάφους «Libery», στη διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών. Η επίθεση εκείνη είχε στοιχίσει τη ζωή σε 34 Αμερικανούς ναύτες, ενώ άλλοι 131 είχαν τραυματιστεί, προκαλώντας τεράστιες αντιδράσεις στις ΗΠΑ.
Ο Κίσιντζερ, όμως, πάλι είχε αρνηθεί. «Ήμουν παρών και άκουσα τι του είχε πει ο Φούλμπραϊτ, ο οποίος μου μετέφερε τα λόγια του Κίσιντζερ. Δεν έκανε τίποτε, αν και ήταν παντοδύναμος. Μπορούσε να σταματήσει το πραξικόπημα και αν το είχε κάνει τότε δεν θα είχαμε την εισβολή. Αν το ήθελε πραγματικά, θα πήγαινε ο ίδιος στην Τουρκία αντί να στείλει τον Σίσκο» επιμένει ο Δημητρακόπουλος.
«Ο Φούλμπραϊτ δεν του είχε ζητήσει τα αμερικανικά πολεμικά να πλήξουν τα τουρκικά. Του είχε ζητήσει μια έξυπνη ειρηνική κίνηση που θα ήταν σίγουρα αποτελεσματική, μια και τα πλοία του αμερικανικού στόλου βρίσκονταν εκείνη την εποχή στα ανοικτά της Ελευσίνας» θυμίζει ο Δημητρακόπουλος. Το 1964 ο τότε πρόεδρος Τζόνσον είχε αποτρέψει τα τουρκικά αποβατικά με μία επιστολή του.
Σε συνέντευξή του στη «Ηerald» ο Δημητρακόπουλος έχει επισημάνει ότι οι αποφάσεις του Κίσιντζερ είχαν ληφθεί σε μια κλειστή σύσκεψη των 40, τέσσερις μήνες πριν από το πραξικόπημα και την εισβολή στην Κύπρο. Τα στοιχεία που αποκαλύφθηκαν για τη σύσκεψη εκείνη «αμαυρώνουν για πάντα τη θέση του Κίσιντζερ στην ιστορία, επειδή αποκαλύπτεται η νοοτροπία του και επιβεβαιώνεται εκείνο το σημείο ανηθικότητας που επισημαίνει και ο Χίτσενς στο βιβλίο του “Η δίκη του Κίσιντζερ”. Επιπλέον εξηγούνται πλέον τα σθεναρά αντιαμερικανικά αισθήματα που υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα».
Αν ο Κίσιντζερ ήταν έντιμος, είχε την ευκαιρία να το αποδείξει, αποτρέποντας το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου και την εισβολή, χωρίς οποιοδήποτε κόστος για τα συμφέροντα της ασφάλειας των ΗΠΑ.