Το συμβούλιο των νταβατζήδων του λαού (αυτοί οι λαομπαίχτες), συνεκλήθη ακόμη μία φορά, επειγόντως, σε σύσκεψη. Ανίκανοι να σκεφθούν, ποτέ δεν κατείχαν αυτήν την κοπιαστική τέχνη, προτιμούν άκοπα να συσκέπτονται. Φυσικά, το μηδέν προστιθέμενο, και άπειρες φορές, πάλι μηδέν θα δώσει.
Οι κοπίδες (τσαρλατάνοι) της εξουσίας, οι αυτοαποκαλούμενοι «εκπρόσωποι» του λαού, απρόσωπες διπρόσωπες μαϊμούδες, μπογιατισμένοι με ψεύτικη αυτοπεποίθηση, ψευτιά γεμάτοι. Οι σπουδαιογελοίοι της λέσχης Μπιλντεμπέργκ καμώνονται ότι εξετάζουν πώς θ’ αντιμετωπίσουν την κρίσιμη κατάσταση της χώρας, στην οποία κρίση, αυτοί οι ίδιοι, αλαζόνες, απερίσκεπτοι, κακοπάτριδες, αδιάφοροι, διεφθαρμένοι, τη βύθισαν και εξακολουθούν να τη βυθίζουν, χρόνια τώρα.
Οι βλακογιάπηδες, αδαείς, κυνικοί, αχαλίνωτοι, ξεκαπίστρωτοι. Οι σοβαρογελοίοι επηρμένοι, έτοιμοι για όλα, με μικροαστική μικρόνοια και με τη μετριότητα, ως πλαφόν των απαιτήσεών τους από τους εαυτούς τους και του άλλους. «Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστες μεσ’ τη χώρα», μελαγχολεί ο Παλαμάς.
Οι άνομοι εξουσιαστές του αγέρα της Δημοκρατίας, που την κουτσουρεύουν κάθε φόρα που την πιάνουν στα χείλη των τα ασεβή. «Άλαλα τα χείλη των ασεβών των μη προσκυνούντων την εικόνα σου την σεπτήν», Δημοκρατία. Του Δήμου Κράτος. «Τη φλόγα άρπαξαν οι άνομοι/ τη σβήσανε στα βαλτονέρια» θρηνεί ο Παλαμάς.
Τα όνειρα τα πάγωσε η βαρυχειμωνιά της χαλασμένης τους σκέψης. Κι έμειναν τα δέντρα χωρίς καρπό στη Χώρα των κατάρατων. Των σκλάβων μιας ανούσιας ζωής. Της ζωής, που τους τη στέρησαν οι κοτζαμπάσηδες και οι νταβατζήδες της εύφορης κοιλάδας, μαζί με τα σφουγγοκώλια τους και τους ανίκανους του Κράτους.
Κι’ έξω, στους δρόμους αργοσέρνεται η αρρώστια της πόλης, που, αυτοί, οι λειεγκέφαλοι και λιμασμένοι για χρήμα και εξουσία, σκόρπισαν σαν λοιμική στη χώρα, που αργοπεθαίνει μέσα στον βούρκο των σκανδάλων, της αδιαφορίας και της ανικανότητας αυτών που την κυβερνούν. Μπόχα αποπνικτική ξερνά το σαπισμένο, από την απληστία και αλαζονική αυθαιρεσία της εξουσίας, χνώτο τους.
Στην ηλιοθρεμμένη Χώρα, βαριά συννεφιά, μαύρη μαυρίλα, σκορπά η ασυδοσία τους, η απάτη, το ψέμα τους. Και μαυρίζει πιότερο η ψυχή των ανθρώπων και ξεχειλίζει με οργή αβάσταχτη, όταν τους ακούν να την εξηγούν αυτήν τη μαυρίλα και να τη δικαιολογούν, ως αδήριτη ανάγκη, οι αναίσχυντοι αλητήριοι- ολετήρες της πόλης. Κοράκια, ντόπια και ξένα, τριγυρίζουν το ετοιμοθάνατο ψοφίμι. Έτσι τον κατάντησαν αυτόν τον Λαό «που κάποτε ήταν φλόγα» (Κ. Παλαμάς).
Και περνούν δίπλα του, αδιάφοροι, οι δήθεν σωτήρες του λαού, τουρίστες σ’ αυτήν τη χώρα, μέσα στις κρατικές τους λιμουζίνες, που οι τροχοί τους με του λαού τα έξοδα γυρίζουν. Και αυτοί ζητούν αναδρομικές αμοιβές αργομισθίας.
Και οι άνθρωποι, στους σκοτεινούς, σαν τη τύχη τους, δρόμους, άγνωστοι και ξένοι, ανάμεσα σ’ άγνωστους και ξένους, περιφέρονται άσκοπα, γιατί τους στέρησαν τη χαρά και την προσδοκία ενός σκοπού. Την ανθρώπινη προσδοκία για ένα καλύτερο μέλλον. Πληγιασμένες καρδιές, οι άνθρωποι σκύβουν το βλέμμα στη γη ντροπιασμένοι. Μουλωχτοί, απελπισμένοι. Μια λάσπη ποτισμένη με ιδρώτα.
Χωρίς αύριο η ζωή τους, τρέχει, ανάμεσα στα τόσα τροχοφόρα, που κι αυτά κυκλοφορούν, άδεια από ψυχές, ακατοίκητα από ανθρώπους. Γεμάτα μόνο κορμιά, χωρίς πνοή. Μαριονέτες μιας καθημερινής, άσκοπης και παράλογης ρουτίνας.
Κάποιος πάντα πρέπει να φωνάζει ελευθερόστομα, για να μπορεί ν’ ακούγεται η φωνή του Λόγου. Για να μπορεί ν’ ακούγεται η καταπιεσμένη φωνή του Δίκαιου Λόγου. Και να σκεπάζει το ογκάνισμα του άδικου, που το βάφτισαν δημοκρατία της ελεύθερης αγοράς, οι (ορθο)λογιστές γάιδαροι του ιδίου συμφέροντος. Οφείλουμε να δαχτυλοδείχνουμε τους κακούς, τους αδιάφορους, τους διεφθαρμένους πολιτικούς και όχι μόνον.
Και επειδή, έχει τρόπους, αδιάντροπους, το σύστημα να καλύπτει τις ντροπές του, δια των νόμων, που, οι ίδιοι, οι στυλοβάτες του, ψηφίζουν: ασυλία των βουλευτών, νόμος περί (αν)ευθύνης των υπουργών, νόμοι για διορισμούς ποικιλοχρώμων ημετέρων και τόσα άλλα… Γι’ αυτό, πρέπει, έχουμε υποχρέωση, να δείχνουμε τα οπίσθια σας, αναίσχυντοι, άρχοντες της πόλης-πολιτικατζήδες και δόλιοι, κουτοπόνηροι ελληναράδες, που είναι γυμνά και δεν το ‘χετε πάρει χαμπάρι ή και δεν σας νοιάζει. Ξεδιάντροποι. Εσείς οι «αλιτήριοι (σ.σ. καταστροφείς) της πόλεως».
Γιατί, «εκείνη η πόλη ευτυχεί και προ πάντων σώζει τη Δημοκρατία , όπου και αυτοί που δεν αδικήθηκαν καταγγέλλουν και τιμωρούν τον αδικητή, όχι λιγότερο από τους αδικηθέντες: δοκεί μοι πόλις άριστα πράττειν και μάλιστα σώζειν την Δημοκρατίαν, εν η τω αδικήσαντα του αδικηθέντος ουδέν ήττον οι μη αδικηθέντες προσβάλλονται και κολάζουσι.» (Σόλων)
«Να ξεφτιλίζεις τους κακούς δεν είναι καθόλου άπρεπο ίσα ίσα τιμά τους καλούς, έτσι λεν’ οι μυαλωμένοι: Λοιδορήσαι τους πονηρούς ουδέν έστ’ επίφθονον, αλλά τιμή τοίσι χρηστοίς, όστις ευ λογίζεται.» λέει ο παππούς Αριστοφάνης. Και μαζί του τραγουδά ο Διονύσης Σαββόπουλος: «Χαρά να σε γιαούρτωνα, πονηρέ πολιτευτή». Κι ο Πλούταρχος κανοναρχεί: «Οι πολιτικοί πρέπει να φοβούνται τον ψόγο περισσότερο από τον νόμο : Ψόγον μάλλον οι πολιτευόμενοι δεδοίκασιν ή τον νόμον.» Μα εσείς, ξεδιάντροποι πολιτικατζήδες, ούτε νόμο σέβεστε, ούτε ψόγο ντρέπεστε.
Μα, βάλτε το καλά στο μυαλό σας, «άρχοντες (σ.σ. βουλευτές, εκπρόσωποι του λαού) δεν είναι οι εκλεγέντες από τους τυχόντες, ούτε με απάτη, αλλά όσοι ξέρουν να άρχουν: Άρχοντες ου τους υπό τυχόντων αιρεθέντας , ουδέ τους εξαπατήσαντας αλλά τους επισταμένους άρχειν.» (Σωκράτης). Άρχοντες είναι: «θεράποντες μεν των αδίκως δυστυχούντων, κολασταί (σ.σ. τιμωροί) δε των αδίκως ευτυχούντων.» (Γοργίας)
Οι υπόγειες συμφωνίες έχουν αποκαλυφθεί. «Τα συμφωνημένα υπονοούμενα» (Γ. Σεφέρης), έχουν πια ξεσκεπαστεί. «Από το ανέσπερο φως πώς να κρυφτείς; Το μη δύνόν ποτε πώς αν τις λάθοι;» φωνάζει ο φωτεινός Ηράκλειτος).
Μάθαμε πια, γνωρίζουμε καλά, το ψεύτικο στόμα σας, γεμάτο άχρηστα σάλια. Τα άδεια τα μάτια σας, γεμάτα κενό υποκρισίας. Τα άσπλαχνα χέρια σας που κλέβουν το ψωμί του φτωχού.
Γνωρίζουμε πια, γνωρίζουμε καλά, την πέτρινη καρδιά σας, που πετροβολάει τον ανθό της νιότης.
Τις σπασμένες ψυχές σας που ξεχειλίζουνε βρωμιά της απληστίας.
Τις φουσκωμένες σας τσέπες, που κλωσάνε το άνομο χρυσάφι.
Το κούφιο νταηλίκι σας, στον αδύνατο.
Την εξαρθρωμένη ράχη σας από τους τεμενάδες, στον ισχυρό.
Σας πήραμε πια χαμπάρι γιατί, όπως μας έμαθε ο Αισχύλος: «Ο διασυρμός των ψευδολόγων είναι η πραγματικότητα: Ψευδολόγων έλεγχος εστί τα πράγματα.»
Και βάλτε το καλά στον νου σας, ανελλήνιστοι, πως: «Δεν είναι άλλη αισχρότερη αρρώστια από τα πλαστά λόγια: Νόσημα γαρ αίσχιστον είναι συνθέτους λόγους». (Αισχύλος)
Και οι γαλάζιοι, του ταπεινοσεμνού, ταπεινοσεμνοπρεπώς, αφού έριξαν τη χώρα στο χείλος της χρεοκοπίας, την κοπάνησαν και έκλεισαν πίσω τους και την πόρτα της Βουλής, παραχώνοντας τα σκατά τους, όπως η γάτα. Και νόμισαν ότι τα παρέγραψαν. Μα αυτά βρώμισαν και μας έπνιξαν.
Και ήρθαν οι πράσινοι του Γιωργάκη του μικρού, για να καθαρίσουν την κόπρο του Αυγείου. Να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Και τα φίδια έζωσαν τον λαό, τον εργαζόμενο, τον έντιμο δημόσιο υπάλληλο, τον φουκαρά τον συνταξιούχο. Το ΔΝΤ, οι τρόικες και οι μηχανισμοί, φιδίσιος βρόγχος στο λαιμό του λαού.
Τον καλούν να πληρώσει τα σπασμένα των νταβατζήδων της πολιτικής και των χρυσοκωλόπαιδων (golden boys) των αγορών, και της φούσκας του χρηματιστηρίου, και των δομημένων. Τις κομπίνες των φοροκλεπτών πολιτικών-πολιτικατζήδων και των ελληναράδων, μικρού μεσαίου και μεγάλου βεληνεκούς, της αδιαντροπιάς και φοροκλοπής.
Και ο Πάνκαλος (το «ν» προ του «κ» γίνεται γάμμα, αλλά το διατηρώ, το «ν», για τα δηλώσω το μεγαλείο, το «παν καλος» (διορθωτά, ο τόνος όχι το «κα») του ανδρός, φωνάζει πως «μαζί τα φάγαμε.» Όμως, αυτός έπαθε ελεφαντίαση. Ο γαμιστερός (θαυμάσιος, υπέροχος: Λεξικό του Μπαμπινιώτη) Πάνκαλος!
«Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις», (Μανώλης Αναγνωστάκης), για να τις νοιώθουν οι χοντρόπετσοι.
Και αντί, κύριοι της Κυβέρνησης, να αναζητήσετε τα λεφτά στις τσέπες αυτών που «έβαλαν χέρι» στον δημόσιο κορβανά και να πιάσετε αυτούς που έβγαλαν έξω δισεκατομμύρια, και να «βάλει χέρι», το κράτος, στις βίλες τους και στις παρανόμως κτηθείσες περιουσίες τους.
Αντί, να αναγκαστούν να ξεράσουν, αυτά που έφαγαν, οι βουλιμικοί κομπιναδόροι της πολιτικής και του δημόσιου τομέα, και οι νεοελληναράδες των εξωχωρίων και των ελβετικών φουσκωμένων λογαριασμών.
Αντί, να ζητηθούν ευθύνες από αυτούς που ρήμαξαν τα ταμεία και τις ΔΕΚΟ (Διοικητές και λοιποί παχυλά αμειβόμενοι και παρατρεχάμενοι).
Αντί, να απαιτήσετε από τους πλούσιους αυτής της χώρας, βιλάτορες και θαλαμηγάρχηδες (νεολογισμός μάλλον ταιριαστός, μάλιστα αν διαβαστεί με «ιώτα» και τονισμένο στην παραλήγουσα) και ποικίλοι κοτερούχοι και πισινούχοι και τζετάρχηδες (κατά το θαλαμηγάρχηδες), που με τη διαπλοκή τους, ή με την φοροκλοπή του δημοσίου χρήματος και τη ληστεία του ιδρώτα των εργαζομένων, πλούτισαν. Κι αντί, αν δεν φιλοτιμηθούν, να τους επιβληθεί έκτακτη και επαναλαμβανόμενη, όσο είναι αναγκαίο, εισφορά από τα υπερκέρδη τους, για τη σωτηρία της Πατρίδας. (Ο λαός πληρώνει από το υστέρημά του).
Αντί αυτών, ακολουθείτε την νεοφιλελεύθερη συνταγή των τροικανών, και του ΔΝΤ. Και αναγκάζετε τον λαό, τον δημόσιο υπάλληλο, τον εργάτη, τον συνταξιούχο να πληρώσει τη νύφη της καρναβαλικής, καραμανλικής, ανικανότητας και φαυλότητας και της νεοπασοκικής αναισχυντίας και βαρβαρότητας.
Όμως, «Όσοι δεν τιμωρούν τους κακούς θέλουν να αδικούν τους καλούς: Οι μη κολάζοντες τους κακούς βούλονται αδικείσθαι τους αγαθούς». (Πυθαγόρας)
Πλούτισαν δια της πολιτικής, οι άθλιοι πολιτικατζήδες του ρουσφετιού και της ρεμούλας και των εξωχωρίων. Και αλαζονικά συμπεριφέρονται στον λαό. Γιατί, «αυθάδεια η χόρταση γεννά, πολλά σαν πέσουν πλούτη σ’ ανθρώπους που δεν έχουνε τον νου τους μετρημένον: Τίκτει γαρ κόρος ύβριν, όταν πολύς όλβος έπηται ανθρώποισιν όσοις μη νόος άρτιος η.» (Θεόγνις).
Όμως οι ερινύες, πλησιάζουν, κραυγάζοντας: Ένοχος. Ένοχος ψεύδους. Ένοχος εξαπάτησης. Ένοχος ενώπιον του Κυρίου τού Λαού σου!
Και ο λαός, εκείνοι οι Πολίτες «ούτινος (σ.σ. ουδενός) δούλοι, ούδ’ υπήκοοι», όπως τους θέλει ο Αισχύλος, ξεκόβοντας από τον μαζοχυλό, κραυγάζουν, μαζί με τον Σεφέρη: «Πολιτικατζήδες, ψιλικατζήδες, κολλυβιστάδες, μουνούχοι.»
Κραυγάζουν, μαζί με τον Βάρναλη: «κλέφτες», «χαμόσυρτα, λερά σκουλήκια.»
Κραυγάζουν, μαζί με τον Παλαμά: «Μπάσταρδοι, ψεύτες, κλέφτες, πόρνοι.»
Και κατέβαιναν, «ωραίοι ως Έλληνες», του Νίκου Εγγονόπουλου, οι Πολίτες, στους δρόμους και στις πλατείες, με τη σημαία της λεβεντιάς την περήφανη, με το απροσκύνητο βλέμμα τους, το καθάριο, φωνάζοντας για μιαν Ελλάδα, που δεν θα ντρεπόμαστε να τη λέμε Ελλάδα!
«Ποιος είπε πως επέρασε της λεβεντιάς η ώρα!» (Κ. Παλαμάς)
impious@otenet.gr www.anevlavis.gr