Οι συζητήσεις για την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη καλά κρατούν. Κάποιοι συνδέουν την έξοδο της χώρας από το ευρώ με την τιμωρία που επιφυλάσσουν οι αγορές και οι σκληροί της Ε.Ε. στο τόσο «άταχτο» αυτό μέλος της Ένωσης. Κάποιοι άλλοι συνδέουν την παραφιλολογία περί παραμονής ή μη στο ευρώ με σκοπιμότητες και πιέσεις, που οδηγούν στην περαιτέρω απαξίωση της δημοσίας περιουσίας, στο πλαίσιο των ιδιωτικοποιήσεων που μεθοδεύονται.
Η παραμονή μιας χώρας στο ευρώ δεν είναι σύνθημα. Είναι ένας στόχος, που για να εκπληρωθεί χρειάζονται να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις τόσο από την πλευρά της Ε.Ε. όσο και από την πλευρά κάθε ενδιαφερομένου κράτους-μέλους.
Ως προς την Ελλάδα ειδικότερα, το πρόβλημα του δημοσίου χρέους σε συνδυασμό με αυτό της έλλειψης ρευστότητας δημιουργεί έναν πύρινο εφιάλτη, που ψάχνει να βρει λύσεις. Από την άλλη όμως, ενώ η χώρα πασχίζει να καλύψει τη γνωστή «τρύπα» των 11,5 δις ευρώ, η σπατάλη συνεχίζει ακάθεκτη, με τη συγκατάθεση ή ανοχή πολλών Διοικητικών Συμβουλίων Οργανισμών του Δημοσίου.
Ενδεικτικά σημειώνεται το εξής: εξακολουθούν να είναι αναρτημένες στο Παρατηρητήριο Τιμών Υγείας της Επιτροπής Προμηθειών Υγείας (ΕΠΥ) πανάκριβες τιμές για προμήθειες υγείας, με τις οποίες αγοράζουν τα νοσοκομεία διάφορα υλικά, εκτός διαγωνισμών. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι η τιμή του Παρατηρητηρίου για τον Νάρθηκα κορμού τριών σημείων είναι 288 ευρώ, όταν η τιμή της αγοράς (χονδρική) είναι περίπου 50 ευρώ. Οι αντίστοιχες τιμές για τον Νάρθηκα οσφύος είναι 336 ευρώ και 15 ευρώ αντίστοιχα.
Για τη θεραπεία του προβλήματος αυτού, όπως και άλλων σχετικών με τις προμήθειες υγείας, κατατέθηκαν συγκεκριμένες προτάσεις τον Δεκέμβριο του 2011 –έπειτα από μια ταχύτατη μελέτη δύο μηνών ομάδας εργασίας του ΑΠΘ– οι οποίες απορρίφθηκαν(!!!). Από την άλλη όμως δεν προτάθηκαν εκ μέρους της ΕΠΥ εναλλακτικές λύσεις στο χρονίζον αυτό ζήτημα, που εδώ και καιρό είναι υπό… διερεύνηση!
Αποτέλεσμα των ανωτέρω δυστοκιών, τυχαίων ή μη, είναι το ακόλουθο: όπως τονίστηκε προηγουμένως, παρά τις κάποιες βελτιώσεις με ρυθμό χελώνας, πολλές τιμές του εν λόγω Παρατηρητηρίου εξακολουθούν να είναι πολύ ακριβότερες από εκείνες της αγοράς. Κερδισμένοι της
όλης καθυστέρησης: οι προμηθευτές. Χαμένοι φυσικά οι Έλληνες φορολογούμενοι!
Το πρόβλημα της σπατάλης-δαπανών του προϋπολογισμού είναι η μια πλευρά του προβλήματος. Η άλλη αφορά στις αποκρατικοποιήσεις, το ανεκμετάλλευτο ΕΣΠΑ, και γενικά την ύφεση.
Όσο οι αποκρατικοποιήσεις καθυστερούν, τόσο το ξεπούλημα της περιουσίας του Δημοσίου θα γίνεται πραγματικότητα. Αν συστηματικά οι κυβερνήσεις μετά το 2005 περπατούσαν σε μια επιλεκτική διαδικασία αποκρατικοποιήσεων, τότε θα πουλούσαμε δημόσιες επιχειρήσεις σε ενδιαφέρουσες τιμές και δεν θα αντιμετωπίζαμε σήμερα τη λαίλαπα του σαρώματος των πάντων σε εξευτελιστικές τιμές.
Από την άλλη, αν ένα μέρος των χρημάτων που θα προκύψουν από τις αποκρατικοποιήσεις κατευθυνόταν σε επενδύσεις με σκοπό την παραγωγή εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, τότε η εικόνα της χώρας θα ήταν πολύ διαφορετική. Το τελευταίο, βέβαια, θα έθετε ένα άλλο χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής του χρέους, θα έδινε όμως μια προοπτική στην ελληνική οικονομία.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ένας πρόσθετος ανασταλτικός παράγοντας ως προς τις ιδιωτικοποιήσεις: τα περίπου 5.000 στελέχη (κομματικά ή πολιτικοί φίλοι κ.λπ.) που καλύπτουν τις ανάγκες των διοικήσεων αυτών των οργανισμών. Ελάχιστες είναι οι εξαιρέσεις, όπου με αξιοκρατικό τρόπο τοποθετήθηκαν τα κατάλληλα στελέχη σε δημόσιες επιχειρήσεις. Για όλες τις υπόλοιπες, οι κομματικοί στρατοί εξασφαλίζουν ένα «χαρτζιλίκι» για να ζήσουν μια άνετη ζωή, κατέχοντας μια θέση ευθύνης στους δημόσιους οργανισμούς. Αυτοί οι στρατοί, που ζουν και αναπνέουν γιατί πίσω τους υπάρχει ένα κόμμα ή ένας βαρόνος της πολιτικής, αντιστέκονται σε κάθε μορφή ιδιωτικοποιήσεων.
Έτσι, από τη μια πλευρά η σπατάλη καλά κρατεί, ενώ από την άλλη τα έσοδα συρρικνώνονται, οι αποκρατικοποιήσεις καρκινοβατούν, η ύφεση συνεχίζει και η υπόθεση της εξόδου της χώρας από το ευρώ αιωρείται, όπως το κοφτερό μαχαίρι της γκιλοτίνας.