Με πολλή δυσπιστία παρακολουθήσαμε τις νεότερες εξελίξεις αναφορικά με την πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, με αφορμή το έγκλημα στην κοιλάδα των Τεμπών, θέματα κράτους δικαίου που υπονομεύουν τη δημοκρατία, αλλά και την ανεκδιήγητη υπόθεση διαρροής προσωπικών δεδομένων των αποδήμων από την Άννα Μισέλ Ασημακοπούλου (καμία έκπληξη εδώ – οι απόδημοι έλληνες είναι συνήθως άνθρωποι ακαδημαϊκά και κοινωνικά μορφωμένοι, δικτυωμένοι, και προσαρμοσμένοι σε κράτη δικαίου όχι τύποις, αλλά ουσιαστικά). Μα πού βρισκόταν η πλειοψηφία των βουλευτών αν όχι στα έδρανα; Τι καλύτερο είχαν να κάνουν; Πόση απαξίωση στη διαδικασία αλλά και στα ίδια τα θύματα των Τεμπών;
Σε ό,τι αφορά στη δολοφονία στα Τέμπη, το κοινό αίσθημα δεν έχει ιδιαίτερα μεταβληθεί, έχει όμως αλλοιωθεί με έναν τρόπο που έβαλε φωτιά στην κυβέρνηση. Στον πόνο έχει προστεθεί ο θυμός, η οργή, και η δίψα για δικαιοσύνη. Η συγκλονιστική ανταπόκριση στο ψήφισμα των συγγενών θυμάτων που ξεπέρασαν το 1,3 εκατομμύριο υπογραφές ήταν μόνο ένα μικρό δείγμα της αηδίας που αισθάνεται ο απλός πολίτης για το πολιτικό σύστημα του Μητσοτάκη, που ταΐζει με μεγάλη κουτάλα μια μικρή ελίτ. Μια πολύ πλούσια ελίτ – τύραννοι, διεφθαρμένη, άνομη, αδίστακτη, που κινείται στα όρια της κοινωνιοπάθειας. Και αναρωτιέται, και αγανακτά η κυβέρνηση γιατί ως τώρα δεν ξεχάστηκε το θέμα του εγκλήματος στην κοιλάδα των Τεμπών.
Θα περιοριστώ σε δύο λόγους, αν και πιστεύω πως δεν εξαντλούνται σε αυτούς. Αρχικά, σε αντίθεση με την ελίτ που μας συμβουλεύει (ενίοτε διατάζει) να σωπάσουμε, εμείς είμαστε άνθρωποι που κυκλοφορούμε με Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Δεν διαθέτουμε ούτε προσωπικούς σοφέρ, ούτε ιδιωτικά τζετ, ούτε πάντοτε την οικονομική άνεση να ταξιδεύουμε με αεροπλάνα. Άρα, λοιπόν, είτε είμαστε δυνάμει θύματα οι ίδιοι, είτε σημαντικοί άνθρωποι που υπάρχουν στη ζωή μας. Δεύτερον, οι οικογένειες των θυμάτων δεν βρίσκουν ησυχία. Με έναν τρόπο τραγικό, η νέα συνθήκη – η εκκωφαντική σιωπή που επιβλήθηκε στα σπίτια τους (ελλείψει φωνών) έχει δημιουργήσει έναν εκκωφαντικό θόρυβο στο κεφάλι τους που δεν θα σταματήσει μέχρι να αισθανθούν πως τους αποδόθηκε μια κάποιας μορφής δικαιοσύνη – κάτι που να τους κάνει να πιστέψουν πως προσφέρουν τη φροντίδα τους στη μνήμη των νεκρών τους. Τι έχει άραγε πια να χάσει η οικογένεια που έχασε τρία κορίτσια – νεράιδες μέσα σε μια στιγμή; Τι και ποιον να φοβηθεί;
Οι ελίτ, παραδοσιακά, δεν έδειξαν ποτέ κανένα ενδιαφέρον για τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα. Ανοιχτά, προκλητικά έκαναν τα πάντα για να τα κρατάνε φτωχά και μακριά από κοντά τους. Είναι σα να λέμε η με κάθε τρόπο προσπάθεια βασιλικών δυναστειών που πέρασαν από την Ελλάδα να μείνουν βιολογικά μακριά από καθετί ελληνικό, φτωχό, φέρνοντας και εγκαθιστώντας ξένο και αριστοκρατικό αίμα στο θρόνο που εξουσίαζε τους παρακατιανούς Έλληνες. Από καιρού εις καιρόν τους έριχναν κάτι ξεροκόμματα για να τους κάνουν να πιστεύουν ότι ο βασιλιάς είναι γενναιόδωρος (βλ. τα φιλοδωρήματα Μητσοτάκη στους νέους για να εμβολιαστούν). Όταν μάλιστα τηλεπερσόνες λοιμωξιολόγοι – λοίμωξη οι ίδιοι για την κοινωνία, συστρατεύονται με αυτή την πολιτική ελίτ, έχοντας άποψη και βήμα για το πόση διάρκεια θα πρέπει να έχει η αντίσταση στο παράλογο, την ανομία, και τη συγκάλυψη ‘για το καλό του συνόλου’, τότε εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς τον πανικό, αλλά και την περίσσεια αφοσίωση στον βασιλιά τους Μητσοτάκη.
Οι ελίτ πάντα είχαν έναν μοναδικό τρόπο να συσπειρώνουν τις δυνάμεις τους και να προστατεύουν τα συμφέροντά τους. Κάτι ανάλογο συνέβη στις εθνικές εκλογές του 2023, που όταν οι πολλοί έχασαν πίστη στο πολιτικό σύστημα και τους αρχηγούς κομμάτων, οι ελίτ έσπευσαν να συσπειρωθούν εκμεταλλευόμενοι την αδιαφορία των πολλών. Ο αριθμός των ψηφοφόρων και το αποτέλεσμα των εκλογών δεν απαιτεί ιδιαίτερες γνώσεις στατιστικής. Με ένα καταγεγραμμένο ρεκόρ του ιστορικά υψηλότερου ποσοστού αποχής από τις εθνικές εκλογές του Ιουνίου του 2023 που ανέρχεται στο 47,17%, πώς μπορούμε να μιλάμε για ένα αντιπροσωπευτικό αποτέλεσμα της βούλησης της ελληνικής κοινωνίας; Πώς μπορούμε να μιλάμε για δημοκρατία;
Προς το παρόν, ο Μητσοτάκης έχει γλιτώσει με το αδιανόητο σκάνδαλο των παρακολουθήσεων ακόμα και στον αρχηγό ΓΕΕΘΑ. Και διερωτάται κανείς: σε ποια άλλη δημοκρατική χώρα θα αποσιωπώνταν ένα τόσο σοβαρό σκάνδαλο όπου ο πρωθυπουργός εμπλέκεται σε μια υπόθεση που έχει καταστήσει τη χώρα του σε ένα πεδίο παρακολουθήσεων; Στους πόσους κοριούς παύει να παραγράφεται το αδίκημα; Εδώ φυσικά, όπως και στην περίπτωση των Τεμπών, η αντιπολίτευση έδειξε πόσο κατώτερη των περιστάσεων (ή αλλιώς, ποσο μπλεγμένη και η ίδια) είναι. Χάνονται οι ευκαιρίες η μία μετά την άλλη σε στιγμές που η κυβέρνηση είναι αντικειμενικά σε πολύ δεινή θέση (βλ. πρόσφατες παραιτήσεις υπουργών).
Σε κάθε περίπτωση, είναι σχεδόν διασκεδαστικό να βλέπει κανείς σύσσωμη την ελίτ σε πανικό, στην ιδέα πως ίσως τελικά να πρέπει να θυσιάσουν κάποιον από τους ‘δικούς τους’. Για όλους εμάς τους υπόλοιπους, είναι δεδομένο πως οφείλουμε να αποδώσουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι – ας γινόταν η αρχή με το έγκλημα στα Τέμπη!
Κλείνοντας, θα παραφράσω μια ερώτηση που ακούγεται πολύ συχνά σε βρετανικά (ναι, συστημικά) δελτία ειδήσεων: Κύριε Πρωθυπουργέ, πότε να περιμένουμε την παραίτησή σας;