Εάν πιστέψουμε τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης η οικονομία πάει καλά και δεν απειλείται. Αντιθέτως, η μόνη αρνητική εξέλιξη διεθνώς, η αύξηση της τιμής του πετρελαίου, έχει συμβάλει στην αύξηση των εσόδων της κυβέρνησης. Με 3,5% ετήσια αύξηση του ΑΕΠ αυξάνονται αναλόγως και τα έσοδα της κυβέρνησης από ΦΠΑ. Άρα τα έσοδα θα περίσσευαν, αν οι δηλώσεις ήταν σωστές.

Αν μάλιστα συνεκτιμήσουμε το γεγονός ότι τα προηγούμενα 4 χρόνια υποχώρησαν οι δαπάνες για την παιδεία ως ποσοστό του ΑΕΠ και οι δαπάνες για την υγεία ως ποσοστό του ΑΕΠ και οι δημόσιες επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ και μια σειρά άλλες δαπάνες από τις οποίες επωφελούνται κυρίως οι χαμηλότερες εισοδηματικά τάξεις, τότε επιβεβαιώνεται το προηγούμενο συμπέρασμα ότι η πραγματική εικόνα της οικονομίας είναι αντεστραμμένη.

Και στην οικονομία δεν μπορείς να κοροϊδέψεις κανέναν με λόγια, γιατί αν η τσέπη μου αδειάζει αντί να γεμίζει, δεν πρόκειται να με κάνεις να πιστέψω το αντίθετο. Κι αν βλέπω γύρω μου και μέσα στην οικογένειά μου άνεργους, δεν πρόκειται να πιστέψω ότι μειώθηκε η ανεργία.

Η κυβέρνηση με τη φορολογία της στα χαρτιά εξισώνει τη μεγαλύτερη κερδοφόρα επιχείρηση με εκατοντάδες εκατομμυρίων κέρδη με το μισθωτό ή συνταξιούχο που παίρνει 12.000 ευρώ το χρόνο. Τους φορολογεί με συντελεστή 25%. Αλλά στην επιχείρηση επιτρέπει να αφαιρεί προηγουμένως τα έξοδά της, ενώ ο μισθωτός ή ο συνταξιούχος  φορολογείται και για τα μέσα συντήρησής του. Ακόμα και για το φαγητό που τρώει. Άρα δεν τους εξισώνει. Τους εξοντώνει. Οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι που εισπράττουν πάνω από 30.000 ευρώ φορολογούνται ακόμη αγριότερα με συντελεστή 40%. Παρά το γεγονός ότι δεν είναι φοροφυγάδες και παρά το γεγονός ότι ούτε κι αυτοί είναι πλούσιοι και δεν τους επιτρέπει να αφαιρέσουν τα έξοδα συντήρησής τους.

Είναι πλήρως αντισυνταγματική αυτή η πολιτική, γιατί το Σύνταγμα προβλέπει  ότι όλοι οι πολίτες πρέπει να συμβάλουν στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους.

Η ομολογία της αποτυχίας προκύπτει και από το γεγονός ότι η κατ’ ευφημισμόν λεγόμενη πρώτη φάση της δημοσιονομικής εξυγίανσης, δηλαδή η περίφημη απογραφή, αυτά τα αποτελέσματα παρήγαγε. Και αυτά τα έσοδα απέδωσε που ομολογεί η κυβέρνηση ότι είναι κατώτερα από τα  έξοδα λειτουργίας του κράτους παρά την περικοπή δαπανών από τις οποίες επωφελούνται οι ασθενέστερες εισοδηματικά τάξεις.

Επειδή λοιπόν ως τώρα αποδεικνύεται στην πράξη ότι έλεγε ψέματα, θα περίμενε κανείς να αλλάξει οικονομική πολιτική, μαζί με το πρόσωπο του υπουργού, να βρει και μια καλή δικαιολογία ο πρωθυπουργός και να αλλάξει πολιτική για να μειώσει τις αδικίες.

Αντί γι αυτό, βλέπουμε ότι αυτοί οι οποίοι διαχειρίζονται το δημόσιο χρήμα με τρόπο που επιτρέπει την άσκηση ποινικών διώξεων εναντίον τους, ζητούν περίπου 6 δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερα σε ετήσια βάση από τα ίδια τα θύματά τους, τα οποία είχαν την ατυχή ιδέα να τους ψηφίσουν και για δεύτερη τετραετία. Αφού όμως δεν θέλει να αλλάξει πολιτική με ανασχηματισμό, θα αλλάξει πολιτική με τις επόμενες εκλογές…