Οι διαχρονικές διαφορές των δύο χωρών , είναι μεγάλες , αλλά ως γείτονες μπορούμε να επικεντρωθούμε στην θετική ατζέντα : σε μία συμφωνία για το μεταναστευτικό, για το εμπόριο, για τον τουρισμό, για την κλιματική αλλαγή, για την αποφυγή παραβιάσεων του εναέριου χώρου και άλλα.

Δεν υπάρχει πλέον καμία αίσθηση ελέγχου των μεταναστευτικών ροών στην Ευρώπη. Το σύστημα είναι εντελώς δυσλειτουργικό, οι λύσεις που έχουν δοκιμαστεί δεν λειτουργούν, οι ροές βοηθούν την ακροδεξιά στην Ευρώπη, άρα επείγει μια  συμφωνία με την Τουρκία.

Η διαφορά που έχουμε με την Τουρκία – σε σχέση με την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών- είναι «η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Αυτή είναι η μοναδική διαφορά, την οποία αναγνωρίζει η χώρα μας.

Εμείς πιστεύουμε ότι αυτό πρέπει να γίνει με βάση το διεθνές δίκαιο και γι’ αυτό μιλάμε και για προσφυγή σε διεθνές δικαστήριο, για την επίλυση αυτής της διαφοράς. Απέχουμε αρκετά ακόμα!

Για να προσφύγεις κάπου σημαίνει ότι θα πρέπει να έχεις ένα συνυποσχετικό στο οποίο θα πρέπει και τα δύο μέρη Ελλάδα – Τουρκία να συναινέσουν, εκ των προτέρων.

Ο όρος «Θαλάσσιες Ζώνες» ουδόλως διαφοροποιεί την σταθερή, μετά το 2004, στάση της Ελλάδας ότι μία, και μόνη, διαφορά υφίσταται προς επίλυση με την Τουρκία: Η οριοθέτηση της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Πέρα από τις διαχρονικές Τουρκικές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου:

-Η Τουρκία δεν επιτρέπει την επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδος στα 12 ναυτικά μίλια που αποτελεί ένα αναφαίρετο δικαίωμα το οποίο έχει η Ελλάδα εκ του Διεθνούς Δικαίου.

-Επιμένει στην στρατιωτικοποίηση της κατεχόμενης Κύπρου.

-Δεν προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα των ελληνικών μειονοτήτων στην Κωνσταντινούπολη και γενικά στην Τουρκία.

-Δεν προστατεύει ( αντίθετα παρεμποδίζει) τα θρησκευτικά δικαιώματα και χριστιανικά  μνημεία της Κωνσταντινούπολης.

-Η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε τζαμί, ενώ το κτίριο έχει κηρυχθεί από την Ουνέσκο, διεθνές πολιτιστικό μνημείο για Χριστιανούς.

-Ο διωγμός των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1964 με 1965 ήταν μια σειρά κρατικών εκτοπισμών και μαζικής απέλασης από τις αρχές της Τουρκίας με στόχο την αναγκαστική εκδίωξη των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, κατά παράβαση της συνθήκης της Λωζάνης που είχε υπογράψει η Τουρκία.

– Η πρόβλεψη του Άρθρου 14 της Συνθήκης της Λωζάνης ουδέποτε εφαρμόστηκε από το Τουρκικό κράτος για την Ίμβρο και Τένεδο και η διδασκαλία των ελληνικών έπαψε να υφίσταται ,αφού τα 6 ελληνικά δημοτικά σχολεία, το Γυμνάσιο και οι 4 παιδικοί σταθμοί, που είχαν 1.300 μαθητές και κατασκευάστηκαν με έξοδα των ελληνικών κοινοτήτων των δύο νησιών, απαλλοτριώθηκαν από το τουρκικό κράτος και το ίδιο έγινε και με τις 300 χριστιανικές εκκλησίες και τα 4 μοναστήρια που υπήρχαν, μια μεθόδευση που συναντάται μόνο σε χώρες με σκληρό καθεστώς “apartheid”.

–  Η Θεολογική Σχολή της Χάλκης ήταν η κύρια θεολογική σχολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, έως το 1971. Στις 12 Ιανουαρίου του 1971 το τουρκικό συνταγματικό δικαστήριο αποφάσισε την κατάργηση της και έκτοτε ζητούμε την επαναλειτουργία της.

– Οι γενοκτονίες, η ακραία καταπίεση, οι βίαιες πρακτικές, οι διώξεις και οι αναγκαστικοί εξισλαμισμοί, η απόρριψη τίτλων Ελλήνων από το τουρκικό κτηματολόγιο, περιλαμβάνονται διαχρονικά στις «αναγκαστικές» μεθόδους μείωσης του ποσοστού της ελληνικής μειονότητας, κατά παράβαση της συνθήκης της Λωζάνης.

Η ιδέα της προσφυγής στη Χάγη δεν είναι καινοφανής. Ανατρέχοντας στα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής της ευρωπαϊκής Ένωσης στο Ελσίνκι το Δεκέμβριο του 1999, διαπιστώνουμε ότι από τότε ξεκίνησε να προτείνεται το έδαφος, αφού είχε αποφασιστεί ότι οι υποψήφιες χώρες προς ένταξη ( Τουρκία) θα έπρεπε να επιλύσουν τις «συνοριακές ή συναφείς» διαφορές τους με τις γειτονικές χώρες με διαπραγματεύσεις ή όπου αυτό δεν ήταν εφικτό, με προσφυγή στο Διεθνές δικαστήριο της Χάγης.

Απαραίτητη προϋπόθεση για την προσφυγή της χώρας μας, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, είναι η ύπαρξη προσυμφωνου (συνυποσχετικο) μεταξύ Ελλάδος- Τουρκίας, στο οποίο θα αναγράφονται τα θέματα ,που οι δύο χώρες ζητούν να συζητηθούν.

Αποκλειστικά και μόνο αυτά τα θέματα μπορούν να συζητηθούν και  η απόφαση του δικαστηρίου, θα αφορά τα συγκεκριμένα ζητήματα. Στο προσύμφωνο- συνυποσχετικο, θα πρέπει να οριστούν οι διαφορές που θα παραπεμφθούν στο Δικαστήριο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα διαχρονικά αναγνωρίζει ως διαφορά της με την Τουρκία, μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης. Ενώ η Τουρκία, έχει θέσει πολλά ζητήματα.

Σημειώνεται δε ότι οι αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, είναι δεσμευτικές για τα διαδικα κράτη. Εκτός από την απόφαση, η Ελλάδα δικαιούται να ζητήσει γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, ακόμα και αν δεν είναι νομικά δεσμευτική.

Οι γνωμοδοτήσεις δεν δεσμεύουν νομικά, αλλά έχουν αποδειχθεί πολιτικά χρήσιμες. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης , είναι το ανώτερο δικαιοδοτικό όργανο του Ο.Η. Ε.. Η απόφαση του, είναι τελεσίδικη. Οι  αποφάσεις του Δικαστηρίου της Χάγης, τείνουν να είναι συμβιβαστικές και μεσοβεζικες.

Άρα, εάν θεωρούμε ότι έχουμε 100% δίκιο στην διαμάχη με την Τουρκία, τότε μία απόφαση θα μπορούσε να είναι υπέρ μας κατά 60-80% . Εκτός από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, υπάρχει και το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας, που εδρεύει στο Αμβούργο της Γερμανίας, για θέματα Δικαίου στην Θάλασσα, στα κράτη μέλη του ΟΗΕ, όπου παρέχεται η ελευθερία επιλογής δικαστηρίου για την επίλυση αναφυομενων σχετικών διαφορών, προσφεύγοντας είτε σ’ αυτό, είτε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, είτε σε διαιτητικά δικαστήρια.

Η Ελλάδα θα μπορούσε να προχωρήσει και στην οριοθέτηση αποκλειστικής οικονομικής ζώνης με την Κύπρο ή με την Αίγυπτο.

Σύμφωνα με τα άρθρα 55,56, 57 του τμήματος V του Δικαίου της Θάλασσας, η αποκλειστική οικονομική ζώνη, είναι μία θαλάσσια ζώνη παρακείμενη της αιγιαλίτιδας ζώνης, η οποία περιλαμβάνει το βυθό, το υπέδαφος του, τη θαλάσσια στήλη και την επιφάνεια της θάλασσας ως μία απόσταση 200 μιλίων από την ακτή, μειωμένη όμως ανάλογα με το εύρος της παρακείμενης αιγιαλίτιδας ζώνης.

Σε αυτή την ζώνη το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα με σκοπό την εξερεύνηση, την εκμετάλλευση, την διατήρηση και την διαχείριση των θαλάσσιων πόρων ζωντανών ή άλλων της περιοχής ή οικονομική εξερεύνηση και παραγωγή ενέργειας.

Η κύρια διαδικασία οριοθέτησης αποκλειστικής οικονομικής ζώνης, γίνεται με την συμφωνία των ενδιαφερόμενων κρατών ( π.χ. Ελλάδα με Κύπρο ή Ελλάδα με Αίγυπτο), έπειτα από επιτυχείς διαπραγματεύσεις, μέθοδος που δεν επιδέχεται εξαίρεση με βάση το Διεθνές Δίκαιο.

Στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, υιοθετήθηκε η μέση γραμμή ή η ίση απόσταση, επιλογή που υποδηλώνει ότι λήφθηκε υπόψη ολικά ή μερικά η ύπαρξη νησιών.

Οι συμφωνίες θαλάσσιας οριοθέτησης, αγνόησαν τη σημασία των γεωλογικών ή γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών, ενώ άλλες επικαλυψαν υποθαλάσσιες περιοχές που περιείχαν κοιλότητες ή χαντάκια σε μεγάλο βάθος.

Η σύνταξη προσύμφωνου- συνυποσχετικου με την Τουρκία, ως υποχρεωτικό προστάδιο για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, συναντά δυσκολίες, καθώς η Τουρκία επιθυμεί να συμπεριληφθούν πολλά ζητήματα μαζί  και αμφισβητεί τελευταία θεσμούς και διεθνείς συμφωνίες.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι η αμφισβήτηση  της Συνθήκης της Λωζάνης. Η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης, από τον Τούρκο Πρόεδρο, έλαβε χώρα και σε ελληνικό έδαφος, κατά την τελευταία επίσκεψη του, στην χώρα μας.

Η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν συνθήκη ειρήνης που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας.Υπεγράφη στην Λωζάνη της Ελβετίας,στις 24 Ιουλίου του 1923,από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922) και συμμετείχαν στην Συνθήκη των Σεβρών.

Κατήργησε την Συνθήκη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή από την νέα κυβέρνηση της Τουρκίας.Σύμφωνα με το άρθρο 2β της συνθήκης χρησιμοποιήθηκε ο όρος Μουσουλμάνοι και όχι Τούρκοι.

Αυτό οφείλεται στο ότι κατά την οθωμανική αυτοκρατορία η θρησκεία μετρούσε πολύ περισσότερο από ότι η εθνικότητα και από την άλλη πλευρά η Τουρκία ήθελε όλοι οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης να παραμείνουν. Στα Βαλκάνια χρησιμοποιείται ο όρος Τούρκος αρκετές φορές ως συνώνυμο με τον μουσουλμάνο επειδή στο σύστημα των Οθωμανικών μιλέτ .

Την Συνθήκη της Λωζάνης,υπογράφουν  η ΒΡΕΤΤΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ, Η ΓΑΛΛΙΑ, Η ΙΤΑΛΙΑ, Η ΙΑΠΩΝΙΑ, Η ΕΛΛΑΣ, Η ΡΟΥΜΑΝΙΑ, ΤΟ ΣΕΡΒΟ-ΚΡΟΑΤΟ-ΣΛΟΒΕΝΙΚΟΝ ΚΡΑΤΟΣ.
Η υπογραφείσα συνθήκη ήταν το αποτέλεσμα  διάσκεψης που ξεκίνησε στις 7 Νοεμβρίου 1922 μεταξύ των προαναφερομένων μελών.

Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιελαμβάνονταν επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοι Πόντιοι και Καραμανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως οι Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας.Μαζί με τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων.

Συνθήκη (Convention ή Treaty) χαρακτηρίζεται κάθε συμφωνία που παρέχει συγκλίνουσες βουλήσεις ή σύμπτωση αυτών δύο ή περισσοτέρων υποκειμένων (μερών) του Διεθνούς Δικαίου, καθώς και το έγγραφο, στο κείμενο του οποίου, διατυπώνονται αυτές.

Τα μέρη εν προκειμένω, υποκείμενα του Διεθνούς Δικαίου μπορεί να είναι Κράτη, Αρχηγοί Κρατών, Ηγεμόνες ή Πρόεδροι, ή ακόμη και “Διεθνείς Οργανισμοί”.Οι προφορικές συμφωνίες σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν Συνθήκες.

Στο Διεθνές Δίκαιο σε ευρύτατη χρήση είναι οι όροι «Convention» και «Treaty». Και όμως στην ελληνική γλώσσα ο όρος Convention παρότι χρησιμοποιείται με τρεις βασικές εννοιολογικές χρήσεως δεν μπορεί να αποδοθεί με μια λέξη, ο δε δεύτερος όρος Treaty χρησιμοποιείται σε ορισμένες περιπτώσεις και ως συνώνυμος του πρώτου.

Γενικά και οι δύο όροι κατά βάση σημαίνουν συνθήκη .Κατά την εφαρμογή των Συνθηκών πολλές φορές έχει διαπιστωθεί να αναφύονται περιπτώσεις προβλημάτων ερμηνείας των διατάξεών τους σε έννοιες που κατά την σύστασή τους ή παραβλέφθηκαν ή δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν.

Σε τέτοιες περιπτώσεις η ερμηνεία γίνεται (αναζητείται) είτε δια της διπλωματικής οδού, απευθείας από τα συμβαλλόμενα μέρη, είτε δια διεθνούς διαιτητικής ή δικαστικής πράξης, όπου αποφαίνεται το αρμόδιο διεθνές δικαστήριο ή άλλο δικαστικό όργανο.

Στο εσωτερικό πεδίο, εκάστου των συμβαλλομένων, η ερμηνεία δίδεται είτε από το νομοθετικό σώμα, (εκδίδοντας ερμηνευτικούς νόμους, διατάγματα), είτε από τα δικαστήρια.

Γενικά η διεθνής νομολογία έχει διατυπώσει τους ακόλουθους επτά ερμηνευτικούς κανόνες:

  • Την αρχή της καλής πίστης, που οδηγεί στην αναζήτηση της πραγματικής πρόθεσης των συμβαλλομένων, βάσει του κειμένου ή άλλων στοιχείων.
  • Την αρχή της καθόλου έρευνας΄του κειμένου και όχι τμηματικά αυτού.
  • Την αρχή όπου σαφείς διατάξεις δεν χρήζουν ερμηνειών, όπου εν προκειμένω εφαρμόζονται έστω και αν δεν ικανοποιούν τους συμβαλλόμενους.
  • Την αναζήτηση της σκοπιμότητας.
  • Την ερμηνεία εκ της συμπεριφοράς των συμβαλλομένων στη πράξη
  • Την προσφυγή σε προπαρασκευαστικές εργασίες, εφόσον το κείμενο παρουσιάζει ασάφειες. Και τέλος,
  • Την εφαρμογή της “συσταλτικής ερμηνείας” που επάγει τις ολιγότερες υποχρεώσεις από τους συμβαλλομένους.

Κατά την ευρεία έννοια Αναθεωρήση Συνθήκης ονομάζεται κάθε τροποποίηση των διατάξεων συγκεκριμένης Συνθήκης που μπορεί να επέλθει μόνο κατόπιν κοινής συμφωνίας των Κρατών που έχουν συνομολογήσει αυτή.

Κατά τη «στενή ερμηνεία» του όρου αναθεώρηση σημαίνει τροποποίηση των διατάξεών της συγκεκριμένης συνθήκης ή άλλων Συνθηκών σύμφωνα με την προβλεπόμενη υπό της συγκεκριμένης Συνθήκης ειδική διαδικασία. Δηλαδή διαδικασία που προβλέπει η ίδια η Συνθήκη είτε αμέσως είτε μετά την παρέλευση συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.

Κατά κανόνα με καταγγελία συνθήκης λήγουν μόνο οι διμερείς συνθήκες.

Η καταγγελία συνθήκης εκ μέρους μιας των συμβαλλομένων Χωρών αποτελεί πάντα μονομερής πράξη. Δι΄ αυτής ένα συμβαλλόμενο Κράτος ανακοινώνει τη πρόθεσή του, με ρητή κοινοποίηση, ότι παύει να δεσμεύεται από τη συγκεκριμένη Συνθήκη.

Στη προκειμένη περίπτωση εξετάζεται ειδικότερα η δυνατότητα (προβλεπόμενη) που μπορεί να παρέχει η ίδια η Συνθήκη για την ευχέρεια καταγγελίας της.

Αν δεν υφίσταται τέτοια διάταξη που να περέχει τέτοια ευχέρεια τότε η καταγγελία συνιστά πράξη αθέμιτο, και τούτο διότι θεωρητικά δεν βασίζεται σε μονομερή βούληση αλλά στη συμβατική άδεια που παρέχει η συνθήκη από τη σύναψή της.

Σε περιπτώσεις συλλογικής ή πολυμερούς διακρατικής Συνθήκης η καταγγελία επιφέρει την μείωση και μόνο του αριθμού των συμβαλλομένων Κρατών. Πολλές διεθνείς συνθήκες σήμερα προβλέπουν λόγο καταγγελίας σε περιπτώσεις ουσιώδους παραβίασης της συνθήκης.

Τα άρθρα 54 έως 63 της Σύμβαση της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών (1969) προβλέπουν τους τρόπους λήξης και αναστολής αυτών. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται πως η λήξη ισχύος πραγματοποιείται κυρίως με την εκτέλεση των συμβατικών δεσμεύσεων.

Εκτός αυτού, όμως, η λήξη είναι δυνατόν να επέλθει λόγω της κοινής βούλησης των συμβαλλομένων για κατάργηση ή αντικατάσταση, ή της αρνητικής βούλησης ενός εκ των συμβαλλομένων (καταγγελία) ή και λόγω της επέλευσης απρόβλεπτων εξωτερικών γεγονότων (π.χ. πόλεμος).

Όσον αφορά την αναστολή, αυτή καθίσταται εφικτή είτε επειδή έχει προβλεφθεί από το περιεχόμενο της ίδιας της συνθήκης, είτε επειδή έχουν επιβληθεί όροι στους οποίους συμφώνησαν μεταγενέστερα όλα τα συμβαλλόμενα κράτη.

Είναι δύσκολη η σύνταξη προσύμφωνου-συνυποσχετικου με την Τουρκία, ως υποχρεωτικό προστάδιο για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, καθώς η Ελλάδα διαχρονικά αναγνωρίζει ως διαφορά της, με την Τουρκία, μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης. Ενώ η Τουρκία, θέτει πολλά ζητήματα.

Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, είναι Τελεσίδικη και Δεσμευτική για όλους. Η Ελλάδα δύναται μόνη της, με την Κύπρο ή την Αίγυπτο να προχωρήσει άμεσα και στην οριοθέτηση αποκλειστικής οικονομικής ζώνης.

Η Ελλάδα έχει βρεθεί επανειλημμένος ως διάδικος στο Διεθνές δικαστήριο της Χάγης, αλλοτε έχοντας προσφύγει η ίδια [υποθέσεις Μαυρομμάτη (Α’ φάση-1924), (Β’ φάση-1925), (αναπροσαρμογή- 1927), ερμηνεία απόφασης για τη Συνθήκη του Neuilly (1925), άλλες φορές ως εναγόμενη [υποθέσεις Συνθήκη του Neuilly (1924), Φάροι (1934), Φάροι στην Κρήτη και Σάμο (1937), Socobelge (1939)].

Επίσης, πολλές γνωμοδοτήσεις του Δικαστηρίου την αφορούσαν άμεσα, και μάλιστα για ζητήματα ιδιαίτερης εθνικής σημασίας: για τη Συνθήκη της Λωζάνης, για την ερμηνεία της ελληνοτουρκικής συμφωνίας του 1926 (1928), για τις ελληνοβουλγαρικές κοινότητες (1930), για την ελληνοβουργαρική συμφωνία του 1927 (1932), αλλά για τα μειονοτικά σχολεία στην Αλβανία (1935)].

Στη σύγχρονη εποχή, από την ίδρυση των Ην. Εθνών, η χώρα μας βρέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ως διάδικος για πρώτη φορά στην υπόθεση Αμπατιέλος (Ελλάδα κατά Ην. Βασιλείου, 1951-1953), αλλά και για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου -μονομερώς- το 1976, χωρίς επιτυχία, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.

Η χώρα μας είχε ζητήσει και προσωρινή προστασία, αίτημα όμως που δεν έγινε αποδεκτό.

Αργότερα, παρά τις διακηρύξεις για ειρηνική-δικαστική διευθέτηση διεθνών διαφορών και ιδίως στο Αιγαίο, χρειάσθηκε να φθάσουμε στο 1994 για να αναγνωρίσει η Ελλάδα την υποχρεωτική δικαιοδοσία του δικαστηρίου και με τη διατύπωση επιφύλαξης όσον αφορά το ζήτημα ασφάλειας των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου.

Εν προκειμένω αξίζει να σημειωθεί πως, για να εισέλθει ένα θέμα στο Διεθνές Δικαστήριο, πρέπει τα ενδιαφερόμενα κράτη να συμφωνούν για την παραπομπή της διαφοράς τους σ’ αυτό. Οι εκδιδόμενες αποφάσεις λαμβάνονται μυστικά και κατά πλειοψηφία και είναι υποχρεωτικές.

Αντίθετα, οι γνωμοδοτήσεις δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα. Όλες οι χώρες που φέρονται να έχουν συνυπογράψει το καταστατικό του Δικαστηρίου μπορούν να παραπέμψουν σε αυτό οποιαδήποτε υπόθεση.

Μπορούν επίσης και να προσφύγουν και χώρες που δεν έχουν προσυπογράψει το καταστατικό σύμφωνα πάντα με τους όρους που καθορίζει το Συμβούλιο Ασφαλείας.

Η νομολογία του Δικαστηρίου έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και εκτός της δεσμευτικότητας του χαρακτήρα των Αποφάσεων που αφορούν άμεσα τα επιμέρους διάδικα Μέρη κάθε εξεταζόμενης υπόθεσης (- αίτησης Γνωμοδότησης), συνιστά επίσης οικουμενικό σημείο αναφοράς για την ερμηνεία του Διεθνούς Δικαίου για κάθε μελετητή του, αλλά κυρίως «χρήστη»6 ή εφαρμοστή του (όπως κυρίως τα θεσμικά υποκείμενα του ΔΔ, δηλ. τα Κράτη, οι Διεθνείς Οργανισμοί, αλλά υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και μεμονωμένα Άτομα, καθώς και άλλα δευτερεύοντα υποκείμενα-χρήστες του, όπως Μειονότητες, ανεξάρτητα διεθνή Όργανα, ΜΚΟ κλπ.).

Σε ό,τι αφορά την οργάνωσή του, η σύνθεση του Δικαστηρίου αποτελείται από 15 ανεξάρτητους και διαφορετικής εθνικότητας Δικαστές που εκλέγονται για θητεία εννέα (9) ετών ανεξαρτήτως εθνικότητάς τους από τη Γενική Συνέλευση και το Συμβούλιο Ασφαλείας, μεταξύ προσωπικοτήτων με υψηλότατο ηθικό και επιστημονικό κύρος, που συγκεντρώνουν τα προσόντα που απαιτούνται στη χώρα του καθενός για να ασκήσουν τα ανώτατα δικαστικά λειτουργήματα ή είναι έγκριτοι νομομαθείς με αναγνωρισμένη εξειδίκευση στο Διεθνές Δίκαιο.

Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της συμμόρφωσης με τις Αποφάσεις του Δικαστηρίου, το Άρθρο 94 του ΧτΗΕ προβλέπει ρητά ότι αυτή είναι υποχρεωτικά δεσμευτική για τα διάδικα μέρη της εξεταζόμενης Υπόθεσης (και μόνον). Μάλιστα, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ενός εκ των διαδίκων «ο άλλος αντίδικος δικαιούται να καταφύγει στο Συμβούλιο Ασφαλείας, το οποίο μπορεί, αν το κρίνει αναγκαίο, να κάνει συστάσεις ή να αποφασίσει για τα μέτρα που θα ληφθούν, ώστε να εκτελεστεί η δικαστική απόφαση».

Η  προσφυγή κρατών που επιθυμούν να επιλύσουν μια νομική διαφοράς τους θέτοντάς την στην κρίση του Δικαστηρίου είναι νομικά εφικτή μόνον εάν τα κράτη έχουν αποδεχθεί την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Είτε σε πρότερο χρόνο, άμεσα ή έμμεσα, είτε ενόψει της εκδίκασης της υπόθεσης.

Έτσι ολοκληρώνεται η θεμελίωση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Έτσι, σε προηγούμενο της προσφυγής χρόνο, τα ενδιαφερόμενα κράτη απαιτείται να έχουν δηλώσει ή καταστήσει σαφές ότι έχουν αποδεχθεί την υποχρεωτική Δικαιοδοσία του Δικαστηρίου καλύπτοντας και το ή τα επίδικα ζητήματα της συγκεκριμένης υπόθεσης.

Έμμεσα (Consent ante hoc) είναι δυνατόν να θεμελιωθεί η εν λόγω αρμοδιότητα, μέσω της προσχώρησης του κράτους σε μια διεθνή Συνθήκη ή Συμφωνία, που προβλέπει η ίδια την αποδοχή της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου από τα συμβαλλόμενα στη Συμφωνία Μέρη για ζητήματα ή διαφορές που ενδεχομένως να προκύψουν σε σχέση είτε με την ερμηνεία, είτε με την εφαρμογή όρων της Συμφωνίας, μέσω μιας σχετικής ρήτρας που περιλαμβάνεται στο κείμενό της. Της λεγόμενης ως διαιτητικής ρήτρας (compromissory clause / clause compromissoire).

Με τη ρήτρα αυτή, τα συμβαλλόμενα μέρη, πριν να ανακύψει μια νομική διαφορά μεταξύ των, δεσμεύονται εκ προοιμίου και για λόγους «νομικής ασφάλειας» ως προς την αποδοχή της δικαιοδοσίας του ΔΔΧ.

Με άμεσο τρόπο, αυτό είναι δυνατόν να γίνει είτε με την κατάθεση Δήλωσης αναγνώρισης ως υποχρεωτικής και αυτοδικαίως (ipso facto) της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου ως προς όλες τις ανακύπτουσες διαφορές, που όμως εμπίπτουν στις προβλέψεις του Άρθρου 36.2 του Καταστατικού.

Σημειώνεται μάλιστα ότι σε αυτή την περίπτωση δεν απαιτείται οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση, όπως σύναψη άλλης ειδικής συμφωνίας και σε σχέση με άλλο κράτος που έχει τυχόν αποδεχθεί την ανάληψη αντίστοιχης υποχρέωσης, εν λόγω κατάθεση Δήλωσης αποδοχής αρμοδιότητας δύναται να γίνει οποτεδήποτε, και σαφώς και σε χρόνο προγενέστερο μιας τυχόν ανακύπτουσας υπόθεσης.

Οι εν λόγω δηλώσεις ενσωματώνουν ουσιαστικά «μια a priori αποδοχή της δικαιοδοτικής επίλυσης [νομικών διαφορών] υπό ορισμένους όρους και προϋποθέσεις, όταν όλοι οι διάδικοι έχουν κάνει δηλώσεις που καλύπτουν τη διαφορά  και εντός των ορίων τους».

Οι Δηλώσεις καθόσον μονομερείς, θα πρέπει να ερμηνεύονται πάντα υπό το φως της αρχής της αμοιβαιότητας. Στο πλαίσιο της κατάθεσης των εν λόγω δηλώσεων, είναι δυνατόν τα κράτη να καταθέσουν και δήλωση επιφύλαξης, που περιορίσουν το περιεχόμενό τους.

Μάλιστα ορισμένες φορές σημαντικά. Και οι επιφυλάξεις θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη εξίσου υπό την αίρεση της αμοιβαιότητας. Έτσι, με απλά λόγια, ένα κράτος που έχει καταθέσει δήλωση επιφύλαξης δεν είναι δυνατόν να εναχθεί ενώπιον του ΔΔΧ για λόγους που αφορούν την επιφύλαξη.

Ούτε όμως και δύναται να ενάγει ένα άλλο κράτος για λόγους που στη Δήλωση εξαίερσής του έχει εξαιρέσει για το ίδιο από τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ. Έτσι, ένα κράτος «Α» που ενάγεται από άλλο κράτος «Β» μπορεί να επικαλεστεί το πλαίσιο εξαιρέσεων που έχει δηλώσει το κράτος «Β», προκειμένου να εξαιρέσει την υπόθεση από το πεδίο δικαιοδοσίας του ΔΔΧ κι έτσι να αποφύγει την εκδίκαση της υπόθεσης.

Σε αυτά θα πρέπει προφανώς να προστεθεί και η καταλυτική επίδραση του αδιαμφισβήτητου (στους περισσότερους) κριτηρίου της διεθνούς νομιμότητας που προσδίδει το κύρος του δικαιοδοτικού θεσμού της Χάγης στην τελική διευθέτηση, ένα στοιχείο που τα επιτελεία πολιτικής επικοινωνίας τόσο στην Αθήνα, όσο και στην Άγκυρα θα επιδιώξουν (και ορθώς) να αξιοποιήσουν κατά το δυνατόν περισσότερο, στην προσπάθειά τους να «περάσουν» την όποια Απόφαση του ΔΔΧ στην εσωτερική κοινή γνώμη (με όρους εσωτερικής «νομιμοποίησης»), εξασφαλίζοντας την τυπική ή ουσιαστική συναίνεση εκ μέρους των αντίστοιχων αρμόδιων πολιτικών και άλλων θεσμών κάθε χώρας (βλέπε Κοινοβούλιο, Academia, MME κλπ.), αλλά και της εσωτερικής κοινής γνώμης, εν γένει.

Η  Ελλάδα λοιπόν θα πρέπει, πρώτα απ’ όλα, να καθορίσει τι επιθυμεί να πετύχει και ποιοι μπορεί να είναι οι ρεαλιστικοί στόχοι μιας προσφυγής στη Χάγη.

Είναι αρκετά σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι το Δικαστήριο δεν είναι δεδομένο πως θα εφαρμόσει τα ίδια κριτήρια ακόμα και σε παρόμοιες υποθέσεις, αλλά πρέπει να κατανοήσουμε ότι η προσφυγή στη Χάγη μπορεί να σημαίνει και  εκπλήξεις.

Θα μπορούσε να είναι μια μορφή λύσης για την παρούσα στιγμή η Ελλάδα να ζητήσει έστω τη γνωμοδότηση του διεθνούς δικαστηρίου της Χάγης, ακόμα και αν δεν είναι νομικά δεσμευτική.

Η γνωμοδότηση αυτή θα μπορούσε, πιθανόν, να αποδειχθεί πολιτικά χρήσιμη.

Η διπλωματία των σεισμών, που βρήκε εφαρμογή το 1999, εφαρμόστηκε  στα ελληνοτουρκικά και με τους σεισμούς του 2023 και μας απέδειξε για μία ακόμη φορά ότι η καλή γειτονία θα πρέπει να αποτελεί τον πρωταρχικό στόχο , ιδιαίτερα για μία ευρωπαϊκή και δημοκρατική χώρα, όπως η Ελλάδα.

Η καλή γειτονία , δημιουργεί περιβάλλον σταθερότητας και μεγαλύτερη προσέλκυση τουριστών.

Η Τουρκία διαχρονικά θέτει τα εξής ζητήματα:

• Καθεστώς αποστρατικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου (1964-1974).

• Οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου (1974).

• Ορια του FIR Αθηνών (1974).

• Μη επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων πέραν του σημερινού ορίου των 6 ναυτικων μιλίων (1974), που συνδέεται με την απειλή χρήσης βίας – casus belli (1974) σε περίπτωση που η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα αλλά και με τον ορισμό συγκεκριμένων θαλάσσιων περασμάτων στο Αιγαίο, από τα πολλά που υπάρχουν, ως «διεθνών στενών» ναυσιπλοΐας (1982). Η  επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδος στα 12 ναυτικά μίλια, αποτελεί  ένα αναφαίρετο δικαίωμα το οποίο έχει η Ελλάδα εκ του Διεθνούς Δικαίου.

• Εύρος εναέριου χώρου 10 ναυτικων μιλίων σε σχέση προς χωρικά ύδατα 6 ναυτικων μιλίων (1975).

• Ορια της Ζώνης Ερευνας και Διάσωσης – SAR στο Αιγαίο (1980).

• Τις λεγόμενες «γκρίζες ζώνες» κυριαρχίας απροσδιόριστου αριθμού ελληνικών νησιών στο Αιγαίο και πέριξ της Κρήτης (1996).

• Μη αναγνώριση υφαλοκρηπίδας στα νησιά του συμπλέγματος του Καστελόριζου (2012).

• Μη αναγνώριση υφαλοκρηπίδας σε Ρόδο, Κάρπαθο, Κάσο και Κρήτη (2019). Δεν αποσύρει τα στρατεύματα της, από την Κύπρο. Περιφρονουνται τα αλλεπάλληλα ψηφίσματα του ΟΗΕ που ζητούν την άμεση αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο.