Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης Δικηγόρος Αθηνών – Συνταγματολόγος – Συνήγορος Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα – νομικός συνεργάτης Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ελλάδα – ΔΣ Σισμανόγλειο νοσοκομείο – νομικός σύμβουλος Βορειοηπειρωτών Ελλάδος – νομικός συνεργάτης Ουκρανών Ελλάδος – Δ.Σ. Ιδρύματος Μπότσαρη Ελλάδος.

Οι συντάξεις δεν αποτελούν δώρο, αλλά χρήματα τα οποία κατέβαλαν διαχρονικά οι συνταξιούχοι καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής τους ζωής . Οι συνταξιούχοι είδαν πολλές φορές μέρος των χρημάτων τους, να κατευθύνονται σε άλλους σκοπούς, όπως ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, διαγραφή χρεών αθλητικών ομάδων με ταυτόχρονη κρατική χρηματοδότηση, χωρίς την συναίνεση τους . Ιδιαίτερα επώδυνες ήταν οι περικοπές στις συντάξεις κατά την πρώτη μνημονιακή περίοδο και συγκεκριμένα μέχρι και το έτος 2014, καθώς έφτασαν στο 52% για τις κύριες συντάξεις ενώ μέχρι και 77,2% ανήλθε το «κούρεμα» στις επικουρικές συντάξεις.

Με το τρίτο μνημόνιο, και στα έτη 2015 και 2016 ακολούθησε νέος, αλλά μικρότερος γύρος περικοπών, στις συντάξιμες αποδοχές, και ο κύκλος των περικοπών έκλεισε με το νόμο Κατρούγκαλου το 2016 . Οι συνταξιούχοι έχουν πληρώσει ακριβά το τίμημα των μνημονίων, καθώς έχουν υποστεί 23 περικοπές, με τις συνολικές απώλειες να ξεπερνούν τα 50 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι άδικες περικοπές στις συντάξεις , σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαπενταετίας, εξανάγκασε πολλούς συνταξιούχους να εργάζονται για τα προς το ζην και για την ενίσχυση των παιδιών και εγγονών τους. Γι’ αυτή την εργασία επιβίωσης, ήταν υποχρεωμένοι να υποστούν μία επιπλέον παρακράτηση από την σύνταξη τους, αλλά και το κράτος να απολέσει χρήματα λόγω της αδήλωτης εργασίας.

Τι ισχύει σήμερα για τους εργαζόμενους συνταξιούχους:

  • Περικοπή σύνταξης γήρατος, κύριας και επικουρικής, κατά 30% ανεξαρτήτως ημερών εργασίας ή είδους σύμβασης.
  • Αντικίνητρο για εργασία, μείωση εσόδων και χαμηλή ή/και αδήλωτη εργασία.

Τι αλλάζει στους εργαζόμενους συνταξιούχους:

  • Κατάργηση περικοπής σύνταξης (από 01.01.24).
  • Θέσπιση μη ανταποδοτικού πόρου υπέρ e-ΕΦΚΑ:

 

  • Μισθωτοί: 10% επί των ασφαλιστέων αποδοχών
  • Μη μισθωτοί: 50% επί της επιλεγείσας ασφαλιστικής κλάσης για κύρια σύνταξη
  • Μέγιστο ποσό παρακράτησης: 12πλάσιο μηνιαίας εθνικής σύνταξης

Σύμφωνα με το Υπουργείο Εργασίας, με το νέο νομοσχέδιο παρέχονται κίνητρα για την απασχόληση των συνταξιούχων και για την  αύξηση του εισοδήματός τους. Επιπλέον, ενθαρρύνεται η δηλωμένη εργασία και περιορίζονται οι συνέπειες του δημογραφικού στο ασφαλιστικό σύστημα και στην αγορά εργασίας.

Συνταξιοδότηση με οφειλές άνω των 20.000 €:

Τι ισχύει σήμερα:

  • Ανώτατο όριο οφειλών για συνταξιοδότηση: €20.000 (€6.000 για π. ΟΓΑ).
  • Παρακράτηση μέρους της σύνταξης για εξόφληση οφειλής (σε 60 μηνιαίες δόσεις max).

Τι αλλάζει στη συνταξιοδότηση με οφειλές στα ταμεία:

  • Αύξηση ορίου οφειλών στα €30.000 (€10.000 για π. ΟΓΑ), για οφειλέτες που έχουν συμπληρώσει το 67ο έτος ηλικίας τους και, επιπλέον, έχουν καταβάλει εισφορές για τουλάχιστον 20 έτη ασφάλισης.
  • Παρακράτηση 60% σύνταξης μέχρι η οφειλή να μειωθεί στις €20.000. Κατόπιν, ισχύουσες διατάξεις.
  • Προϋπόθεση για υπαγωγή στη ρύθμιση: Όριο καταθέσεων €12.000 (€6.000 για π. ΟΓΑ), με άρση τραπεζικού απορρήτου.
  • Ενοποίηση και επιτάχυνση της απονομής επικουρικών συντάξεων

Τι ισχύει σήμερα:

Προϋποθέσεις θεμελίωσης δικαιώματος επικουρικής σύνταξης:

  • Ασφαλισμένοι στο πρ. ΙΚΑ-ΕΤΕΑΜ: 15 έτη ασφάλισης στον φορέα επικούρησης.
  • Ασφαλισμένοι στα υπόλοιπα ταμεία: Ίδιος χρόνος ασφάλισης σε κύριο και επικουρικό φορέα, διαφορετικά με τη συμπλήρωση των 67 ετών, εφόσον έχουν τουλάχιστον 15ετία.

Τι αλλάζει:

  • Ενοποίηση των προϋποθέσεων θεμελίωσης επικουρικής σύνταξης για όλους τους ασφαλισμένους του e-ΕΦΚΑ: μοναδική προϋπόθεση η συμπλήρωση 15 ετών ασφάλισης στον επικουρικό φορέα

Η ενοποίηση επιτρέπει την ένταξη όλων των επικουρικών συντάξεων στη διαδικασία fast track.

Συγκεκριμένα, ο χρόνος έκδοσης απόφασης για επικουρική σύνταξη μειώνεται σε 3 έως 6 μήνες, ενώ δίνεται η δυνατότητα υποβολής νέας αίτησης από όσους έχουν λάβει απορριπτική απόφαση. Η επιδείνωση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας θέτει επώδυνα διλήμματα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων που επιφέρει στο ασφαλιστικό σύστημα, το οποίο χωρίς τη λήψη μέτρων θα οδηγηθεί σε κατάρρευση. Έκθεση του ΟΟΣΑ αναφέρει ότι η χώρα μας θα υποχρεωθεί σε αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης κατά σχεδόν 1,5 χρόνο έως το 2035 και κατά συνολικά 2,8 χρόνια έως το 2050 εξαιτίας της επιδείνωσης των στοιχείων του δημογραφικού προβλήματος. Η επιδείνωση αυτή συνίσταται αφενός στην αναμενόμενη αύξηση του προσδόκιμου ζωής και αφετέρου στη μείωση του πληθυσμού που είναι σε εργασιακή ηλικία (20-64 ετών), που στην Ελλάδα θα φθάσει έως και το 35%.

Η έκθεση επαναλαμβάνει ότι τα επόμενα χρόνια θα είναι δύσκολα. Έως το 2050 θα διπλασιαστεί ο αριθμός των συνταξιούχων που αντιστοιχεί σε κάθε 100 εργαζομένους. Δηλαδή, ενώ το 1990 η αναλογία ήταν 22,9 άτομα άνω των 65 ετών ανά 100 εργαζομένους, το 2020 η αναλογία βρέθηκε στο 37,8 και το 2050 θα φτάσει στο 75.

Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία σύμφωνα με τα οποία, εάν δεν επιλυθεί το οξύτατο εθνικό δημογραφικό πρόβλημα, κατά το έτος 2070 κάθε ένα άτομο ηλικίας άνω των 65 ετών θα αντιστοιχεί σε ένα – ίσως και λιγότερο – άτομο σε ηλικία εργασίας, δηλαδή οικονομικά ενεργό. Η πιο πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη δημογραφική αλλαγή, προβλέπει περαιτέρω μείωση στο μέγεθος του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας τις επόμενες δεκαετίες (ανάλογα με τις υποθέσεις που έγιναν σχετικά με τα ποσοστά γεννήσεων, τα ποσοστά θανάτου και τη μετανάστευση). Αυτό θα οδηγήσει σε επιδείνωση της «δημογραφικής εξάρτησης» (ο λόγος των ατόμων σε ηλικία εργασίας προς τους νεότερους και τους μεγαλύτερους) από 2,9 το 2019 σε 1,7 το 2070. Χωρίς κοινωνικό κράτος, κινδυνεύει η ίδια η δημοκρατία. Οι τέσσερις μεγάλες τάσεις που επηρεάζουν το κοινωνικό κράτος είναι : το δημογραφικό, η κλιματική κρίση, οι νέες μορφές εργασίας και ο ψηφιακός μετασχηματισμός. Η ψηφιοποίηση και η τεχνολογική αλλαγή συνεπάγονται κινδύνους και ευκαιρίες για τις αγορές εργασίας και την κοινωνική προστασία. Μπορούν να προκαλέσουν κάποιες απώλειες θέσεων εργασίας και πόλωση, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, ενώ μακροπρόθεσμα μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση της καθαρής απασχόλησης, συνολικά.