-Ρε συ, κάνε και κανένα φωτορεπορτάζ για τη «Ζούγκλα» από ‘κεί που είσαι… μου είπε ο Μάκης μια μέρα που τηλεφωνηθήκαμε.

-Ό,τι θέλω;

-Ε, μα τι ρωτάς τώρα;

Είμαι φανατικός οπαδός του club «βαράτε με κι ας κλαίω». Πήρα, λοιπόν, τη φωτογραφική μου και βγήκα βόλτα στη Χαλκιδική.

Ήπια έναν φρέντο, δύο φρέντο, τρεις φρέντο… οι αποδείξεις ήταν (2 στις 3) μεταχρονολογημένες… δηλαδή έπινα καφέ στη μία το μεσημέρι και η ταμειακή έδειχνε 10 το πρωί… έπινα καφέ στις 5 το απόγευμα και η απόδειξη είχε εκδοθεί στις 12.00.

Η φωτογραφική παρέμενε κλειστή στο πλάι.

Μου ’ρθε έντονα να φωτογραφίσω τις πλαστές (πλαστές δεν είναι;) αποδείξεις, να απαθανατίσω το μισοκακόμοιρο ύφος των (λέμε τώρα) υπευθύνων, που εξεδήλωναν (Θεέ μου, πόσα ψεύτικα) έκπληξη.

Για έναν περίεργο λόγο αρνιόμουν να σηκώσω τη μηχανή.

Από τον προβλήτα ένας πιτσιρικάς άρπαξε το πολύχρωμο σωσίβιό του και… μπλουμ έπεσε στο νερό.
Αυτόματα η φωτογραφική μου έκανε κλικ-κλικ-κλικ στο στιγμιότυπο.

Ένα βράδυ βρέθηκα στον κεντρικό (υπέροχο) πεζόδρομο του Πολυγύρου. Είχαν μουσική βραδιά. Εξέδρα, τέλεια μηχανήματα, video wall… από όλα.

Πολλά τοπικά μουσικά συγκροτήματα και τραγουδιστάδες άρπαξαν το μικρόφωνο. Έμεινα με ανοικτό το στόμα και, δυστυχώς, με επίσης ανοικτά αυτιά. Όλοι οι Κακοφωνίξ της περιοχής είχαν μαζευτεί εκεί… μετά δυσκολίας καταλάβαινα (με λίγη τύχη: από το ρεφρέν) ποιο τραγούδι έλεγαν. Είχαν πολλή διάθεση και πάρα πολύ ταλέντο στην παραφωνία. Εγκληματική παραφωνία… πλην μιας πιτσιρίκας, της Ευτυχίας Κωστίκα, της οποίας η φωνή έμοιαζε με καλοκουρδισμένη άρπα ανάμεσα σε γκαρίδια.

Η videocamera δίπλα μου παρέμενε ανενεργή.

Έκανα να την πιάσω, αλλά το χέρι μου πήγε στο πιρούνι, που με τη σειρά του πήγε σε έναν υπέροχο καλο-τηγανισμένο κεφτέ.

Μια μανούλα ψώνιζε μαλλί της γριάς για τον γιόκα της.

Τα φώτα και το πλάνο υπέροχα.

Κλικ-κλικ-κλικ!

Σηκώνω τα μάτια. Ο τοπικός πολιτικός (κομματικός ντε) Μαυρογιαλουριδοπουλίδης καθόταν παραδίπλα… περιτριγυρισμένος από την αυλή. Παρακολουθούσε, όπως ο Ξέρξης στους «300», τη μάχη-καταστροφή. Ένα μικρό τικ στο δεξί μάγουλο σήμαινε «γεμίστε μου το ποτήρι», ένα αμυδρό κούνημα του παράμεσου σήμαινε «τσιγάρο»…

Ξαφνικά, ο κεφτές μού φάνηκε ανάλατος.

Ο φακός της μηχανής μου με κοίταξε ειρωνικά. Του ΄βγαλα τη γλώσσα και τον άφησα δίπλα στη χωριάτικη.

Το φεγγάρι από ψηλά φώτιζε πιο δυνατά από τους προβολείς.

Κλικ-κλικ-κλικ!

Έκλεισα την camera και χάιδεψα το κλείστρο της.

«Μπράβο σου!» της μουρμούρισα.

Από δίπλα, η γυναίκα μου με ρώτησε.

-Μόνος σου μιλάς, παιδί μου;

-Όχι δα!

Tην επόμενη μέρα πήγα στις παραλίες της υπέροχης αυτής ελληνικής γης.

Η camera έπαθε λόξυγκα:

Κλικ-κλικ-κλικ-κλικ-κλικ-κλικ-κλικ… (οι φωτό ποστάρονται στο Street View της zougla.gr)

Εντάξει, Μάκη;

Αυτό εννοούσες… έτσι δεν είναι;