Του Γεωργίου Παπασίμου
Ο εκλογικός θρίαμβος του επανακάμψαντος Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, αλλά και η πλήρης υπερίσχυση του ρεπουμπλικανικού κόμματος στη Γερουσία και πιθανότατα στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ενώ ελέγχεται ήδη το ανώτατο δικαστήριο από ισχυρή συντηρητική πλειοψηφία, που είχε τοποθετηθεί στη προηγούμενη προεδρική περίοδο Τραμπ έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις προβλέψεις των δημοσκόπων, των διαφόρων ακαδημαϊκών και των κεντρικών ΜΜΕ που προέβλεπαν αν όχι νίκη των Δημοκρατικών, ένα εκλογικό θρίλερ. Τελικά το αποτέλεσμα αυτό αποτελέσε συντριπτικό χτύπημα σε όλους αυτούς και κυρίως στρατηγική ήττα του Δημοκρατικού κόμματος, αφού για πρώτη φορά ο Τραμπ κέρδισε όχι μόνο τους εκλέκτορες, αλλά και τη λεγόμενη λαϊκή ψήφο με 50,8% επί του συνόλου των ψηφοφόρων.
Επανέρχεται συνεπώς στην προεδρία των ΗΠΑ πανίσχυρος για όλη την προεδρική του θητεία και τουλάχιστον για τα επόμενα δύο χρόνια μέχρι τις ενδιάμεσες εκλογές, που θα κριθεί η τότε πλειοψηφία στη Γερουσία. Αποτελεί πραγματικά για κάποιον που δεν έχει πληροφόρηση για την πραγματική κατάσταση και τις διαμορφούμενες ισορροπίες στην αμερικανική κοινωνία λόγω της παγκοσμιοποίησης, που επέφερε αποβιομηχάνιση σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ, αλλά και της μεγάλης ακρίβειας που κατατρώει τα εισοδήματα των μεσαίων και κατωτέρων στρωμάτων, έκπληξη η συντριπτική αυτή νίκη ενός αμφιλεγόμενου προσώπου, που φαινόταν να έχει τελειώσει πολιτικά όταν στις προηγούμενες εκλογές του 2020 οι φανατικοί οπαδοί του είχαν εισβάλει στο Καπιτώλειο και κατέλυσαν έστω και λίγη ώρα τον σπουδαιότερο αντιπροσωπευτικό θεσμό του αμερικανικού πολιτικού συστήματος.
Η πανηγυρική επάνοδος όμως του Τραμπ πέραν της ισχυρής προσωπικής του ιδιοσυγκρασίας οφείλεται στην κατάρρευση της οικονομικής δύναμης των μεσαίων κυρίως στρωμάτων, που λόγω του μεγάλου πληθωρισμού και της ακρίβειας έχουν φτάσει σε οριακό σημείο επιβίωσης. Το βασικό συνεπώς κριτήριο της ψήφου αποτέλεσε η οικονομία. Και ενώ κατά την προηγούμενη τετραετία με τις πολιτικές Μπάιντεν που ήταν ο δανεισμός και η μεγάλη κρατική ενίσχυση των επιχειρήσεων με συνέπεια να υπάρχουν πολύ καλοί δείκτες για την ανεργία, αλλά και την ανάπτυξη έναντι του παγκόσμιου ανταγωνισμού, αυτό δεν ήταν απτό στην πλειοψηφία των πολιτών που με τη μεγάλη ακρίβεια και τις τεράστιες ανισότητες βιώνουν καθημερινά μια σκληρή πραγματικότητα.
Πέραν όμως της οικονομίας, τομείς που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ψήφο υπέρ Τραμπ αποτέλεσαν οι υπερβολές της woke ατζέντας , που υιοθετήθηκε με φανατισμό και ως πρώτιστη προτεραιότητα από μεγάλη μερίδα του Δημοκρατικού Κόμματος, καθώς και το μεταναστευτικό που έχει λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις στις ΗΠΑ με χαρακτηριστικότερο σημείο την υποστήριξη αυτού, παρά τις ρατσιστικές και ακραίες δηλώσεις του, από τους Ισπανόφωνους. Σημαντική τέλος δήλωση που φωτογραφίζει την ανατροπή των κοινωνικών ισορροπιών είναι αυτή του Γερουσιαστή Μπέρνι Σάντερς, ηγέτη της αριστερής πτέρυγας το Δημοκρατικού Κόμματος, που εξελέγη για τέταρτη φορά ότι «δεν αποτελεί μεγάλη έκπληξη που οι ψηφοφόροι της εργατικής τάξης εγκατέλειψαν το κόμμα, αφού η ηγεσία των Δημοκρατικών υπερασπίζεται το κατεστημένο και ο αμερικανικός λαός είναι θυμωμένος και ήθελε αλλαγή. Και σε αυτό έχουν δίκιο».
Όλα τα παραπάνω όμως αποτελούν επιμέρους πτυχώσεις και απόρροια της μεγάλης εικόνας του αμερικανικού δράματος, που έχει δύο κυρίαρχες συνιστώσες, αφενός την βαθιά εσωτερική κοινωνική διαίρεση μεταξύ των ελίτ πάσης φύσεως και της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας, που τελεί υπό οικονομική κατάρρευση και αισθάνεται περιθωριοποιημένη και απομονωμένη και αφετέρου την επιταχυνόμενη καθοδική πορεία της αμερικανικής ισχύος.
Η οξύτατη αυτή πολιτική και κοινωνική κρίση φωτογραφίζει την μεγάλη παρακμή των ΗΠΑ, που δεν μπορούν πλέον να διεκδικούν τον ρόλο της ηγέτιδας δύναμης στον πλανήτη. Η αμερικανική πλανητική ηγεμονία, που ξεκίνησε από το 1945 και κορυφώθηκε το 1989, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, μέσω της προσπάθειας επιβολής σε παγκόσμιο επίπεδο της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, και μέσα από την διατύπωση των θεωριών περί του «τέλους της Ιδεολογίας» και του «τέλους της Ιστορίας του ανθρώπου», έφτασε στο τέλος της. Η νεοφιλεύθερη παγκοσμιοποίηση, που επέβαλαν ως νικητές το 1989, αποτέλεσε τον «δούρειο ίππο» για την αυτοαναίρεση τους.
Συγκεκριμένα, ως οργανώτρια τότε δύναμη του πλανήτη, οι Η.Π.Α. και οι σύμμαχοί της, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα κυρίως του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, προχώρησαν στην πλήρη διάλυση του ελέγχου της κίνησης κεφαλαίων σε παγκόσμιο επίπεδο και στην κατάργηση των εθνικών συνόρων και ελέγχων, με συνέπεια να δοθεί μια ισχυρή ώθηση στη διεθνοποίηση του καπιταλισμού. Συνέπεια αυτού ήταν η πλήρης απελευθέρωση των αγορών, η μετατροπή της Κίνας σε πλανητικό καπιταλιστικό εργοστάσιο, η ισχυρή παραγωγική άνοδος άλλων χωρών όπως η Ινδία, πέραν δηλαδή της Δύσης που μέχρι την περίοδο εκείνη είχε την πρωτοπορία. Ήδη, σοβαροί μελετητές θεωρούν ότι η σημερινή φάση της παγκοσμιοποίησης είναι η τελευταία μιας μακράς περιόδου αδιαμφισβήτητης δυτικής ηγεμονίας, που συνδέθηκε με την εμφάνιση του καπιταλισμού.
Οι νέες συνθήκες έχουν επιφέρει μεγάλες «ρωγμές» στο ζήτημα της πλανητικής ηγεμονίας. Η ανάδυση ενός νέου πολύ-πολιτικού παγκοσμίου συστήματος που βρίσκεται ακόμα σε δυναμική διαμόρφωση, οφείλεται στην σταδιακή από το 2010 παρακμή και πτώση των ΗΠΑ. Σε αυτό το νέο ρευστό πλαίσιο παρατηρείται ήδη η άσκηση αυτόνομης πολιτικής όχι μόνο από τους μεγάλους παγκόσμιους πόλους (Κίνα, Ρωσία, Ινδία), αλλά και από ενδιάμεσους περιφερειακούς «παίκτες», όπως το Ιράν και η Τουρκία.
Για το μείζον αυτό ζήτημα της πλανητικής ηγεμονίας στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα οι μεγάλοι διανοητές Ιμάνουελ Βάλερσταϊν και Τζιοβάνι Αρίγκι ανέδειξαν τη θεωρία των κοσμοσυστημάτων (World System Theory) . Σύμφωνα με αυτή, το διεθνές σύστημα διευθύνεται κατά καιρούς από κάποια ηγεμονική δύναμη που επιβάλλει τους κανόνες στην οικονομία, τη διπλωματία, την πολιτική, την κουλτούρα και τον πόλεμο, λειτουργώντας ως οργανωτική αρχή του παγκόσμιου συστήματος στη βάση ενός συγκεκριμένου κοινωνικού και πολιτικού παραδείγματος και προσφέροντας ταυτόχρονα κυβερνησιμότητα στο όλο σύστημα. Η εξέλιξη του διακρατικού συστήματος έχει τον χαρακτήρα μιας κυκλικής διαδικασίας ανόδου και πτώσης ηγεμονικών κρατών, διαδικασία κατά την οποία μετατοπίζεται το κέντρο εντός του καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος. Σε κάθε μία από αυτές τις φάσεις ο κύκλος της κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου σηματοδοτεί τη λεγόμενη εποχή του «φθινοπώρου» της εκάστοτε ηγεμονίας, δηλαδή την περίοδο της αρχής του τέλους της. Το «φθινόπωρο» κάθε ηγεμονίας αποτελεί την έναρξη μιας μακράς περιόδου μεγάλης αστάθειας και όξυνσης των ανταγωνισμών. Στο στάδιο αυτό βρισκόμαστε σήμερα εν σχέσει με την αμερικανική ηγεμονία.
Η βασική αιτία της καθοδικής πορείας των ΗΠΑ οφείλεται στην πολιτική τους στόχευση της επικράτησης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης με την δημιουργία υπερεθνικών θεσμών, αλλά και την άμεση στρατιωτική και πολιτική επέμβαση τους σε όλα τα μέρη του κόσμου με το πρόσχημα της επέκτασης δήθεν της Δημοκρατίας σε όλο τον πλανήτη. Αυτή η αλαζονεία τους όμως ως νικητών του Ψυχρού Πολέμου μετατράπηκε σε μπούμερανγκ, αφού το αποτέλεσμα αυτών των επιλογών της αμερικανικής ελίτ, ήταν αφενός τα τεράστια οικονομικά προβλήματα (δυσθεώρητο δημόσιο χρέος και προβληματική παραγωγική βάση), και αφετέρου η δημιουργία νέας αταξίας πραγμάτων (Μέση Ανατολή, Αφγανιστάν κλπ) με αποτέλεσμα την σταδιακή, αλλά ορατή οπισθοχώρηση τους, που έλαβε χαρακτηριστικά πολιτικού προτάγματος επί Τραμπ με το σύνθημα First America, τόσο κατά την περίοδο του 2016-2020 όσο και στις πρόσφατες εκλογές που ήταν το κυρίαρχο πολιτικό αφήγημα του.
Αυτές οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές των αμερικανικών και ευρωπαϊκών ελίτ, επέφεραν υπόγειες, αλλά κρίσιμες κοινωνικές αλλαγές σε όλες τις κοινωνίες της Δύσης. Η εμφάνιση ισχυρών ακροδεξιών και λαϊκίστικων κινημάτων στις ΗΠΑ και σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες είναι αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και της σκληρής μονεταριστικής πολιτικής που εφάρμοσαν αυτές. Πρόκειται για τον λεγόμενο «ύστερο λαϊκισμό», που λιπαίνεται πέραν της παραδοσιακής αντίθεσης κατεστημένου-λαού και από τις έντονες κοινωνικές ανισότητες μεταξύ των κερδισμένων της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και των χαμένων αυτής κοινωνικών πλειοψηφιών, καθώς και τις συνέπειες των έντονων προσφυγικών-μεταναστευτικών ρευμάτων που δημιουργούν παράλληλα και ζητήματα ταυτότητας στα «νεοπληβειακά» στρώματα. Η εξέλιξη αυτή έχει διαφοροποιήσει και διευρύνει την παραδοσιακή αντίθεση μεταξύ αστικής και εργατικής τάξης, που κυριαρχεί στο μαρξιστικό αφήγημα, ακόμα και στις γνήσιες βιομηχανικές χώρες όπως ΗΠΑ, Γερμανία και Γαλλία. Οι διαχωριστικές κοινωνικές γραμμές σε όλο το εύρος των καταπιεζόμενων τάξεων πλέον είναι πολλαπλές και αλληλοεφαπτόμενες. Μεταξύ εργαζομένων και ανέργων, νέων και ηλικιωμένων, κατοίκων των πόλεων και της υπαίθρου, μορφωμένων και ανειδίκευτων κ.λπ. Τα χάσματα αυτά ενισχύουν τον κατακερματισμένο κοινωνικό ιστό με συνέπεια σε πολιτικό επίπεδο να ευδοκιμεί το επιφανειακό επικοινωνιακό σχήμα «λαός κατά ελίτ», που είναι το νέο πολιτικό όχημα όλων των λαϊκίστικων κινημάτων, η δημαγωγία των οποίων βρίσκει έδαφος πάνω σε πραγματικά προβλήματα των κοινωνιών και σε πραγματικές αγωνίες, όπως χαρακτηριστικά στην περίπτωση Τραμπ στην Αμερική.
Η κρίση της Αμερικής και η δρομολογούμενες πολιτικές ακραίου απομονωτισμού και ισχυρού εμπορικού πολέμου με υψηλούς δασμούς είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει το διεθνές σύστημα σε φάση περαιτέρω αστάθειας. Ο ανταγωνισμός για την πλανητική ηγεμονία, θα είναι περισσότερο οξύς και λυσσαλέος, όπως εύστοχα είχε προδιαγράψει ο Παναγιώτης Κονδύλης στο βιβλίο του «Από τον 20ό στον 21ό αιώνα: τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000». Αυτός ο ανταγωνισμός είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει στο προσεχές μέλλον και για μεγάλο διάστημα γενική αστάθεια στη διεθνή αρχιτεκτονική με απρόβλεπτες συνέπειες για την ανθρωπότητα και τον πλανήτη.