Στο πανηγύρι του χωριού περνούν λογής πλανόδιοι,

μάγοι, ταχυδακτυλουργοί, παλιάτσοι, ακροβάτες,

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

κι΄ άλλοι που τρώνε τη φωτιά, τα σίδερα λυγίζουν

και στων παιδιών τα πρόσωπα χαμόγελα χαρίζουν.

 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μα ΄κείνος που γοήτευε και μάζευε τον κόσμο,

ήταν ο γύφτος που ΄σερνε την τρομερή αρκούδα,

που σα κοπέλα υπάκουη κι ατίθαση συγχρόνως,

μιμούνταν τα καμώματα του αφέντη της του ανθρώπου.

 

Με μαστοριά και μέθοδο στο τσίρκο αυτού του κόσμου

ξεπούλαγε τη λευτεριά του σκλαβωμένου ζώου,

σε ΄κείνους που “ελεύθεροι” χαίρονταν τη σκλαβιά του

και καταχειροκρόταγαν νοιώθοντας να τους μοιάζει.

 

Η αρκούδα  αργά λικνίζονταν  στων θεατών το κέφι, 

έμοιαζε ν΄ αντιστέκεται στους ήχους απ΄ το ντέφι,

που μακρινό κι αόριστο στ΄ αυτιά της αντηχούσε

σαν τύμπανο αδυσώπητο, φέρνοντας  αναμνήσεις…

Αντανακλαστικά βαθιά στη μνήμη χαραγμένες

σε ηλικία τρυφερή σκληρά αποκτημένες

μ’ εγχάρακτη την αίσθηση, της πρώτης εμπειρίας

του δέρματος να φλέγεται στον πυρωμένο τσίγκο 

με του λουριού το σφύριγμα να ορίζουνε για πάντα, 

ν΄ ακολουθάει το ρυθμό, για πάντα μυημένη,

σε μια ανοχύρωτη ζωή, σ΄ αυτά παραδομένη.

 

Κάποτε  παραπάταγε, -ίσως ορμηνεμένη-

κι αμέσως γέλια ακούγονταν που σέρνοντας κρατούσε,

την περηφάνια της σκυφτά, βιασμένη, πληγωμένη,

απ΄ το χαλκά στη μύτη της από τα σκουλαρίκια

μα κι απ’  τη κόκκινη ποδιά στη μέση της σφιγμένη. 

 

Μα πιο πολύ απ΄ το άχθος της, ένα με το λαιμό της,

που ΄μοιαζε να ΄χει αποδεχθεί σαν να ΄τανε μοιραία,

η αλυσίδα που φριχτά τη γούνα της μαδούσε

καθώς την έγλυφε κι αυτή, μαζί με τις πληγές της.

 

Κάποτε ορθώνονταν αργά, κουνώντας το κεφάλι,

κι υψώνοντας τα χέρια της μέσα σε παραζάλη,

φιγούρα εφιαλτική κάποιας τελετουργίας,

ενός εχθρού αιχμάλωτου σε μια  χαμένη μάχη,

που αρνείται να παραδοθεί,

κι ας σέρνεται, δεμένος,

σ΄ ένα αρχέγονο χορό 

σαν να ΄ταν ο στερνός του.

 

Δίχως πια να τρομάζει, δίχως και να προσμένει,

άλλοτε χόρευε σεμνά κι έμοιαζε μεθυσμένη,

από το βλέμμα των παιδιών κι απ΄ το παλιό τραγούδι,

του γύφτου που ικέτευε τον οίκτο της πλατείας…

κι άλλοτε με αργό  ρυθμό πανάρχαιας εξουσίας, 

ζωντάνευε τα όνειρα από τα παραμύθια,

κι αστραπιαία ανάστρεφε το δέος και το φόβο,

σε μια ευθυμία επίπλαστη,  

που ταύτιζε το ζώο,

με πλάσμα ανθρώπινης μορφής ακίνδυνο κι αθώο.

 

Κι έτσι από αγρίμι φοβερό και σύμβολο του τρόμου,

χάριζε ο γύφτος τελικά στους θεατές του δρόμου,

ένα παλιάτσο κωμικό και φουκαρά ζητιάνο

που χόρευε περίφημα με μύχιες υποκλίσεις.

 

Ξάφνου ένας ξένος που ΄βλεπε, λύγισ΄ απ΄ τη σκληράδα 

που η μοίρα επεφύλαξε στου ζώου το πεπρωμένο!

Είπε να δώσει ένα χρυσό του γύφτου για να φύγει

και μεσ΄ τους δρόμους του χωριού να μη ξαναπατήσει.

 

Ο γύφτος αλληθώρισε  κι άρπαξε τη μονέδα.

«Θα φύγουμε» μουρμούρισε, “δεν θα μας δεις ποτέ σου”.

Την αλυσίδα του χαλκά την τράβηξε να φύγουν,

μα στην πιο κάτω γειτονιά ξανάρχισε το ντέφι.

 

Τ΄ άκουσ΄ ο νέος κι έτρεξε•  με δρασκελιές τους φθάνει…

Και με το μάτι του θολό, αρπάει τον αρκουδιάρη.

Τόνε κρατάει απ΄ τα μαλλιά και τον ταρακουνάει,

σαν να ΄θελε να εκδικηθεί τη συμφορά του ζώου.

 

Τότε η αρκούδα μονομιάς, ξυπνά απ΄ τον λήθαργό της,

ορθώνεται τρομακτικά, απόκοσμα βρυχάται

κι ορμώντας μέσα στον καυγά, τον τύραννο της σώζει.

Με δυο σπρωξιές τους χώρισε και γλίτωσε τον γύφτο,

απ΄ το σφιχτό αγκάλιασμα  κι απ ΄την οργή του ξένου…

Που κίτρινος σαν το φλουρί και τρέμοντας ακόμα,

σαν στρατιώτης χάρτινος κυλίστηκε στο χώμα.

 

Σηκώθηκε  τινάζοντας τα ρούχα του απ΄ τη σκόνη,

νοιώθοντας την ταπείνωση βαθιά να τον πληγώνει,

να τον κλονίζει  η άσκοπη, τρελή του αυτοθυσία 

σαν να τον εκμηδένισε του ζώου η αχαριστία.

 

Γύφτος και ζώο μάκραιναν, χάνονταν μες τον χρόνο

δυο φιγούρες μαγικές στη μοναξιά δεμένες

και μια συνήθεια αόρατη που ΄μοιαζε με φροντίδα 

τους ένωνε πιο τραγικά κι από μιαν αλυσίδα.

 

Πίσω αφήναν θεατές μεσ΄ την αμφιθυμία,

δίχως χαλκά στη μύτη τους, δίχως σκληρούς αφέντες,

μ΄ ελευθερία απέραντη, να κρίνουν, να επικρίνουν…

Κι  έτοιμοι να ορίσουνε  τη μοίρα άλλων πλασμάτων.

 

Τα σύννεφα του δειλινού βουτήχτηκαν στο αίμα,

χάιδεψε ο γύφτος τρυφερά το σβέρκο της αρκούδας

κι εκείνη ανταποκρίθηκε, κουνώντας το κεφάλι

ζωηρεύοντας απότομα το οκνηρό της βήμα.

 

Ο γύφτος κοντοστάθηκε ψάχνοντας στον τορβά του.

Έβγαλε θριαμβευτικά μια φλούδα από σαλάμι,

το ‘φερε με τη φούχτα μπρος το υγρό της στόμα 

κι εκείνη το  ΄χαψε με μιας, σαν νάταν μέλι άγριο.

 

Πέρασε ο ήλιος τα βουνά 

κλείνοντας μια άλλη μέρα,

΄ξαγνίζοντας στη Δύση του 

της γης το πεπρωμένο…

 

* Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα “Η ΣΥΝ(+)είδηση” τον Απρίλιο του 2001, ( φύλλο 46).

 Γράφεται  από τον Ιωάννη Αγγέλογλου από το 1989 μέχρι …  ποιος ξέρει άραγε, πότε.

 

Ο Ιωάννης Αγγέλογλου είναι υποψήφιος βουλευτής της Συμμαχίας “Πράσινο και Μωβ”

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης