«Η τραγωδία των γηρατειών δεν είναι που είμαστε γέροι, μα που οι άλλοι είναι νέοι».

Όσκαρ Ουάιλντ, Το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι

 

 

Η  νέα πάλη των γενεών

Η πρόσφατη κοινωνική εξέγερση, που κλόνισε τον περασμένο Δεκέμβρη την Ελλάδα και που θα συνεχιστεί αναμφίβολα και μέσα στο κρίσιμο 2009, δεν οφειλόταν ασφαλώς και μόνο στη δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τις σφαίρες ενός ανεγκέφαλου αστυνομικού. Το γεγονός αυτό απετέλεσε την αφορμή και όχι την αιτία –ήταν απλώς ο πυροκροτητής, η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Τα αίτια είναι πολύ βαθύτερα και μπορούν να αναχθούν τόσο στην «κουλτούρα της επανάστασης», που μας χαρακτηρίζει διαχρονικά ως λαό, όσο και στις ασφυκτικές και δυσμενείς κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν τα τελευταία χρόνια και πλήττουν κυρίως την ελληνική νεολαία.

Είναι γεγονός πως ανέκαθεν η ελληνική νεολαία ήταν στριμωγμένη στη γωνία μιας κοινωνίας που παραδοσιακά γεροντοκρατείται. Σήμερα οι νέοι της Ελλάδας αισθάνονται ηττημένοι πριν καν βγουν στην αγορά εργασίας και πιστεύουν πως θα ζήσουν χειρότερα από τους γονείς τους, ενώ θα είναι αναγκασμένοι να πληρώνουν όλο και περισσότερους φόρους και ασφαλιστικές εισφορές για να συντηρούν το μεγάλο «γκρίζο λόμπι» των συνταξιούχων, που θα εκτιναχθεί στο 35% του πληθυσμού μέχρι το 2050. Υπάρχει ασφαλώς μια υποβόσκουσα σύγκρουση των γενεών στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, την κορυφή του παγόβουνου της οποίας μόλις είδαμε.  

Αναμφίβολα μια από τις κινητήριες δυνάμεις της ανθρώπινης ιστορίας είναι η σύγκρουση των γενεών. Κάθε γενιά έχει την τάση να βλέπει την αμέσως επόμενη ως ελαττωματική και να παραπονιέται για την αδιαφορία της. Σε μια Ελλάδα όμως, όπου οι παππούδες και οι γιαγιάδες κοντεύουν σήμερα να ξεπεράσουν αριθμητικά τα παιδιά τους, οι νέοι, ως μελλοντικοί πληρωτές φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, τείνουν να κατηγορούν –και όχι άδικα– τους γονείς τους για έλλειψη ενδιαφέροντος για το απώτερο μέλλον, επειδή, εξ’αιτίας του «ωχαδερφισμού» και της ατομικιστικής στάσης που έχουν υιοθετήσει, μετέθεσαν όλα τα προβλήματα που αφορούν τη γήρανση (και ειδικά το δυσβάσταχτο κόστος της) στις δημογραφικά αποψιλωμένες μελλοντικές γενιές, ενώ οι λύσεις θα έπρεπε ν’ αναζητηθούν εδώ και χρόνια. Το σίγουρο είναι ότι τα σημερινά και τα μελλοντικά ελληνόπουλα, θα μακαρίζουν από τη μια την τύχη της γενιάς του Baby-Boom των δεκαετιών του 1950 και 1960, από την άλλη όμως θα τους βρίζουν επειδή αποτελούν μια δημογραφική «ωρολογιακή βόμβα» στις πλάτες τους, μια απλήρωτη επιταγή που θα πρέπει οι ίδιοι να ξοφλήσουν!

Ειδικά οι σημερινοί τριαντάρηδες Έλληνες μετέφηβοι, γνωστοί και ως «ανύπαντρα παράσιτα», αν και υπερβολικά ατομικιστές δεν λένε να εγκαταλείψουν την πατρική τους εστία και να ζήσουν μόνοι τους, αναλαμβάνοντας την ευθύνη του εαυτού τους και να δημιουργήσουν δική τους οικογένεια. Τα τέκνα του Baby-Boom, που γεννήθηκαν σε μια πολιτικοποιημένη εποχή, έκαναν την αδράνεια δόγμα τους και την αδιαφορία τους αρετή. Οι πολιτικοποιημένοι γονείς τους, τα τέως «παιδιά των λουλουδιών» και η «γενιά του Πολυτεχνείου», θεωρούνται πως τελικά ξεπουλήθηκαν, αν και συχνά μαραζώνουν με τη νοσταλγία της εποχής των χίπις, όταν ήταν ακόμη αγνοί πριν ξεπουληθούν για το χρήμα…

«Μην εμπιστεύεσαι κανένα άνω των 30», ήταν ένα από τα αγαπημένα συνθήματα των χίπις πίσω στη δεκαετία του 1960, όπου τα νιάτα έδιναν τον παλμό στις δυτικές κοινωνίες. «Πεθαίνεις στα 30, κηδεύεσαι στα 70», έγραψε ο Ντάγκλας Κάουπλαντ ο συγγραφέας της Γενιάς Χ, της απολιτικής δεκαετίας του 1990. Και στις δύο περιπτώσεις η ηλικία των 30 θεωρείται όχι μόνο το όριο της αξιοπιστίας ενός ανθρώπου, αλλά και το ορόσημο, όπου τελειώνει η «πραγματική» ζωή κι αρχίζει η «αυτόματη». Από εκεί και πέρα ο άνθρωπος, χάνοντας τον ενθουσιασμό και τη νεανική του ορμή, ξεπουλά τα όνειρά του και μεταλλάσσεται σε κάτι που λέγεται «γέρος»: ένα αξιοθρήνητο, συντηρητικό πλάσμα, που θρηνεί συνεχώς για τα απραγματοποίητα όνειρα και τις χαμένες ευκαιρίες του, ενώ παραπονιέται ότι «άξιζε παραπάνω» ως το τέλος της ζωής του!

Για μια «θέση στον ήλιο»

Οι νέοι της Ελλάδας έχουν κάθε δίκιο σήμερα να επαναστατούν. Αν είναι κάτι το οποίο χρειάζεται επειγόντως η σημερινή Ελλάδα, αυτό είναι μια γερή δόση νεανιοκρατίας, δηλαδή ακριβώς το αντίθετο της γεροντοκρατίας. Δεν υπάρχει επαγγελματικός τομέας στη χώρα μας, που να μην υποφέρει από γεροντοκρατία. Από την πολιτική μέχρι την ιατρική και από τα πανεπιστήμια μέχρι τις επιχειρήσεις, η κυριαρχία ενός γερασμένου κατεστημένου έχει στριμώξει τους νέους της Ελλάδας στο περιθώριο και δεν τους αφήνει την ευκαιρία ν’ αναλάβουν πρωταγωνιστικό ρόλο, τη στιγμή που αυτό συμβαίνει στις άλλες Δυτικές χώρες, όπου οι νέοι δημιουργούν τεράστιες περιουσίες ως σχεδιαστές λογισμικού, επιχειρηματίες και αστέρες του μουσικού στερεώματος. Αν και ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής οικονομίας δημιούργησε κάποιες καινούργιες ευκαιρίες στους νέους της Ελλάδας για να ξεδιπλώσουν τα δημιουργικά τους ταλέντα, εν τούτοις οι περισσότεροι γονείς συνεχίζουν να περιμένουν από τα τέκνα τους ν’ ακολουθήσουν τα παραδοσιακά οικογενειακά τους επαγγέλματα ή μια «καριέρα» στο δημόσιο τομέα.

Η λατρεία των Ελλήνων για την «καρέκλα», για μια θέση στο δημόσιο ανάγεται στην εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν οι πιο έξυπνοι και μορφωμένοι Έλληνες (π.χ. οι Φαναριώτες) απολάμβαναν πολλά προνόμια υπηρετώντας την Αυτοκρατορία και το Σουλτάνο. Από τη στιγμή της ίδρυσής του το ελληνικό κράτος και οι πολιτικοί που το κυβερνούσαν, φρόντιζαν να εξαγοράζουν τις ψήφους των Ελλήνων πολιτών με την υπόσχεση μιας θέσης στο δημόσιο: μια καθαρά πελατειακή σχέση που διατηρήθηκε μέχρι πρόσφατα. Το αρρωστημένο αυτό φαινόμενο επιδεινωνόταν με την πάροδο του χρόνου. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο εργοδότη της χώρας. Η φιλοδοξία των περισσοτέρων νέων της εποχής ήταν να εισαχθούν στο πανεπιστήμιο και κατόπιν να διοριστούν στο δημόσιο τομέα. «Καριέρα» στο δημόσιο σήμαινε σιγουριά, μισθωτή εργασία και, προπαντός, τεμπελιά, δηλαδή «λούφα και παραλλαγή»!

Σήμερα ένας τυπικός νέος μιας μεσοαστικής οικογένειας δεν φιλοδοξεί πλέον να γίνει τραπεζικός υπάλληλος σε μια κρατική τράπεζα, αλλά προτιμά ν’ ακολουθήσει μια πιο «ενδιαφέρουσα καριέρα» στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, στη μόδα, στην πληροφορική και γενικώς στις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως τα πράγματα άλλαξαν. Το δημόσιο συνεχίζει να παραμένει όνειρο για την πλειονότητα των Ελλήνων. Απλώς ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα αναπτύχθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια, προσφέροντας όλο και πιο ικανοποιητικές αποδοχές και προοπτικές σε λίγους ωστόσο εργαζόμενους νέους –καμιά σύγκριση όμως με το αραλίκι και την ασφάλεια του Δημοσίου. Οι περισσότεροι νέοι συνωστίζονται στη λεγόμενη «Γενιά των 700 ευρώ», κάνοντας κακοπληρωμένες «δουλειές του ποδαριού», τελείως άσχετες με τις σπουδές τους.

Πολύ περισσότερο απ’ ότι ο δημόσιος, ο ιδιωτικός τομέας, χάρη στις συνεχόμενες επενδύσεις, έχει εξελιχθεί σε «ατμομηχανή» της ελληνικής οικονομίας. Και θα συνέβαλε ακόμη περισσότερο στην αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας αν δεν στραγγαλιζόταν από τη γεροντοκρατία, τη γραφειοκρατία, τη διαφθορά, τη διαπλοκή, τις περίπλοκες διαδικασίες, τα «γρηγορόσημα», τις μίζες και τα ρουσφέτια, που μαστίζουν το δημόσιο τομέα της χώρας. Ακόμη κι ένας χαμηλής νοημοσύνης Έλληνας θεωρεί το κράτος και γενικώς το δημόσιο τομέα όχι μόνον ως αντιπαραγωγικό αλλά και ως πηγή πολλών δεινών, που εμποδίζουν την ανάπτυξη της χώρας.

Οι χαμένες προσδοκίες μιας γενιάς

Το σύγχρονο ελληνικό κράτος, που γεννήθηκε μετά την επανάσταση του 1821, απαγόρευσε δια νόμου την αριστοκρατία, σε μια εποχή που στην υπόλοιπη Ευρώπη η αριστοκρατία μεσουρανούσε. Για τους Έλληνες η αριστοκρατία έσβησε το 1453, μαζί με την πτώση της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των Τούρκων. Από εκεί και στο εξής ο μόνος τρόπος για να ανέλθει κάποιος κοινωνικά ήταν η μόρφωση. Την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας οι πιο μορφωμένοι Έλληνες, οι Φαναριώτες, αποτελούσαν την πραγματική αριστοκρατία του γένους. Ακόμη και με την ίδρυση του ελληνικού κράτους η μόρφωση και η εκπαίδευση αναδείχθηκε σε εισιτήριο κοινωνικής ανόδου. Στην εποχή μας όμως η αποτελεσματικότητα αυτού του «εισιτηρίου» αμφισβητείται.

Σήμερα μια ολόκληρη γενιά νέων στην Ελλάδα αισθάνεται εξαπατημένη. Οι ακαδημαϊκοί τίτλοι που κατέκτησε με τόσο κόπο, με πολύχρονες ατομικές και οικογενειακές επενδύσεις, δεν μπορούν να μεταφραστούν σε κατάκτηση θέσεων εργασίας ανάλογων με τις σπουδές τους. Πλέον η κοινωνική προέλευση και οι σωστές «γνωριμίες» καθιστούν τα πτυχία αξιοποιήσιμα επαγγελματικά. Υπάρχει έτσι μια γενική δυσφορία στο σχολείο και στον εργασιακό χώρο, που αντανακλά την κυριαρχία της γεροντοκρατίας, η οποία προσφέρει προοπτικές εξέλιξης μόνον στα «δικά της παιδιά». Αποτελεί κοινό μυστικό άλλωστε πως η πλειοψηφία των σημερινών μεγαλοεπιχειρηματιών και ανώτερων στελεχών προέρχεται από τα ανώτερα γεροντοκρατούμενα κοινωνικά στρώματα, που υποσκάπτουν συστηματικά και υποβαθμίζουν την ποιότητα της δημόσιας εκπαίδευσης στη χώρα μας.

Είναι γενικά παραδεκτό πως για να διαδραματίσει η νέα γενιά σημαντικό και ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση ενός καλύτερου μέλλοντος για την Ελλάδα, το πρώτο πράγμα που θα πρέπει ν’ αλλάξει είναι το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας. Πιο πολύ κι από τη διαφθορά στο δημόσιο τομέα, εκείνο που ενοχλεί περισσότερο κάθε πολίτη αυτής της χώρας είναι η χαμηλή ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος. Ως γνωστόν κανείς Έλληνας δεν εμπιστεύεται τη δημόσια εκπαίδευση κι αυτό αποδεικνύεται με τα τεράστια ποσά που δαπανούν κάθε χρόνο οι γονείς για τα φροντιστήρια των παιδιών τους, για τη λεγόμενη «παραπαιδεία».

Το πρόβλημα βέβαια δεν αφορά άμεσα την ελίτ της χώρας, η οποία στέλνει από νωρίς τα τέκνα της σε δραστήρια ιδιωτικά σχολεία και γι’ αυτό δεν ενδιαφέρεται και ιδιαίτερα για να αλλάξει η ποιότητα της δημόσιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Η ίδια η ελίτ προτιμά επίσης να στέλνει τα παιδιά της σε φημισμένα πανεπιστήμια του εξωτερικού, παρά στα χαοτικά ελληνικά πανεπιστήμια, οι περισσότεροι καθηγητές των οποίων προωθήθηκαν στις ακαδημαϊκές τους θέσεις λόγω πολιτικών και όχι μόνο γνωριμιών παρά αξιοκρατικά.

Τη φοίτηση σε πανεπιστήμια του εξωτερικού προτιμούν και πολλοί νέοι προερχόμενοι από τη μεσαία ή μικρομεσαία τάξη, καθιστώντας έτσι την Ελλάδα τη χώρα με τους περισσότερους φοιτητές στο εξωτερικό: ένα πραγματικό «brain drain», που στερεί την Ελλάδα, εκτός από πολύτιμο συνάλλαγμα, και από τα καλύτερα μυαλά της. Άλλωστε ελάχιστοι Έλληνες φοιτητές από το Χάρβαρντ ή την Οξφόρδη επιστρέφουν μετά τα τριάντα τους στην πατρίδα για να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία στον Έβρο. Οι ανυπότακτοι του εξωτερικού ουσιαστικά θυμίζουν την αποτυχία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος…

Η βόμβα της γεροντοκρατίας

Με το μέγεθος της ελληνικής νεολαίας να συρρικνώνεται με το πέρασμα του χρόνου και τον αριθμό των ηλικιωμένων να αυξάνει με ταχείς ρυθμούς, η ελληνική κοινωνία μεταμορφώνεται όλο και πιο πολύ σε μια κοινωνία χωρίς δυναμική, χωρίς αδρεναλίνη, απαθής για τις εξελίξεις και αδιάφορη για το μέλλον της. Η γεροντοκρατία, ως γνωστόν, ευνοεί την ασφάλεια έναντι του κινδύνου και το συντηρητισμό από τη δημιουργικότητα, τον προστατευτισμό από το πνεύμα της εξερεύνησης και την απάθεια έναντι της δράσης. Η εσωστρεφής γεροντοκρατία στραγγαλίζει τη δημιουργικότητα της ελληνικής νεολαίας από το φόβο ότι θα χάσει τα προνόμια της.

Διακαής πόθος της εύπορης γεροντοκρατίας είναι το «κλείδωμα» των κοινωνικών ιεραρχιών (π.χ. με την κατάργηση του φόρου ακίνητης περιουσίας και κληρονομιάς) και η εξάλειψη της αξιοκρατίας, ώστε μόνον τα «δικά της παιδιά» να μπορούν να ανέρχονται κοινωνικά και να καταλαμβάνουν υψηλές θέσεις στην ελληνική κοινωνία. Η γεροντοκρατούμενη ελίτ της χώρας μεγαλώνει τα παιδιά της με τον «αέρα» της υπεροχής που δίνει το όνομα μιας «καλής οικογένειας» ή «τζακιού». Τα στέλνει να σπουδάσουν σε «μεγάλες» σχολές του εξωτερικού κι ‘όταν ενταχθούν στην αγορά εργασίας καταλαμβάνουν τη θέση του διευθυντή μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, αφήνοντας πίσω τους συνομηλίκους τους με παρόμοιες σπουδές αλλά με ταπεινή καταγωγή. Για να μην φανεί ότι κατέλαβαν μια τέτοια διοικητική θέση από κληρονομικό δικαίωμα, χρησιμοποιούν το διδακτορικό τους τίτλο ως νομιμοποιητικό στοιχείο παρά ως αξιοκρατικό. Στη χώρα μας οι πιθανότητες να προωθηθεί κάποιος σε μια διευθυντική θέση είναι δεκαπλάσιες για κάποιον που προέρχεται από «τζάκι», σε σχέση με κάποιον που προέρχεται από τα μικρομεσαία στρώματα και έχει τις ίδιες ικανότητες και τους ίδιους πανεπιστημιακούς τίτλους. Οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες…

Εκτός από τη γεροντοκρατία και η οικογενειοκρατία καλά κρατεί στην Ελλάδα των αρχών του 21ου αιώνα. Ενώ στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης οι νέοι χειραφετούνται από νωρίς από τις οικογένειές τους και παίρνουν στα χέρια τους τη ζωή τους, στην Ελλάδα συνεχίζουν να ζουν υπό την «προστασία» της οικογένειας. Ακόμη και οι πιο «προοδευτικοί» νέοι στην Ελλάδα παίρνουν πολύ σοβαρά το θέμα της οικογένειας και γι’ αυτό αργούν να υποκύψουν στα «δεσμά» του γάμου. Παντρεύονται όλο και σε μεγαλύτερες ηλικίες και κάνουν πάντα λιγότερα παιδιά απ’ όσα επιθυμούν, με αποτέλεσμα την επιδείνωση της υπογεννητικότητας και κατ’ επέκταση της γήρανσης του ελληνικού πληθυσμού. Σ’ αυτό συντελεί και ο μικρός αριθμός των εκτός γάμου γεννήσεων, κάτι που στην υπόλοιπη Ευρώπη θεωρείται αποδεκτό, ενώ στην Ελλάδα είναι κοινωνικά κατακριτέο. Ως αποτέλεσμα έχουμε στην Ελλάδα έναν από τους χαμηλότερους δείκτες γεννήσεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

Παρά την αντίθετη πεποίθηση η συντηρητικότητα δεν αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο της εγχώριας γεροντοκρατίας. Ορισμένοι νεαροί Έλληνες είναι αξιοσημείωτα συντηρητικοί, και οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ως πρόσφατα πως εμπιστεύονται περισσότερο την εκκλησία και το στρατό, παρά το σχολείο και την πολιτική. Στις συζητήσεις τους οι ίδιοι νέοι αναφέρονται συχνά στην «ένδοξη ιστορία», στο έθνος, στην παράδοση και τα λόγια τους θυμίζουν περισσότερο τα λόγια ενός μεσήλικα παρά ενός εικοσάρη. Περισσότερο κι από τους γονείς τους αρκετοί νεαροί Έλληνες στράφηκαν στη θρησκεία και στη μεταφυσική, αδιαφορώντας για την πολιτική. Ή έτσι τουλάχιστον ήταν μέχρι το 2007, όταν οι φοιτητές και η νεολαία, αντί για τις διαδηλώσεις προτιμούσαν πριν να «διαδηλώνουν» με τα τηλεκοντρόλ τους, τα SMS και το Internet. Από τότε άρχισαν όμως να βγαίνουν μαζικά και πάλι στους δρόμους αντιδρώντας, αρχικά κατά του νομοσχεδίου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και κατόπιν για άλλα αιτήματα. Αντί να μετατραπούν σε «πολίτες του καναπέ», όπως τους κατηγορούσαν, οι νέοι της Ελλάδας άρχισαν να παλεύουν και πάλι για να απαλλαγούν από τη γεροντοκρατία που τους καταδυναστεύει και να πουν ένα μεγάλο ΟΧΙ σ’ ένα Σύστημα που καταβροχθίζει το μέλλον τους. Η εξέγερσή τους είναι απολύτως αναμενόμενη…

Πηγή: Γιώργος Στάμκος, Γκρίζα Ελλάδα: Η Ανατομία του Ελληνικού Συνδρόμου, εκδόσεις Άγνωστο

Ο Γιώργος Στάμκος (Stamkos@post.com) είναι συγγραφέας και εκδότης-διευθυντής του περιοδικού ΖΕΝΙΘ