Ελευθέριος Ανευλαβής

«Τα μελλούμενα πριν να συμβούν
προπομπό στέλνουν τη σκιά τους. Ενώ,
«εις την οδόν/ έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί»
(Κ. Καβάφης).

Ανάμεσα στο δάχτυλο και τη σκανδάλη, μαγκωμένη η ανθρωπιά! Δολοφονημένη! Μέσα στη γενική σφαγή και τις εκατόμβες των νεκρών και θυμάτων των πολέμων, με στρατιώτες τρομοκράτες, φανατικούς θρησκόληπτους, που προσηλυτίζουν παιδιά στον θάνατο και την σφαγή των αλλοθρήσκων, με όπλα που τους παρέχουν οι ΗΠΑνθρωποι πλανητάρχες και οι ασυνείδητοι κερδοσκόποι του στρατιωτικο-βιομηχανικού ολέθρου. Δολοφονημένη η ανθρωπιά, μέσα στις στρατιές των πεινασμένων απόκληρων της ζωής, που ψάχνουν στα σκουπίδια των χορτάτων.

Δακρυσμένη η ανθρωπιά, στα απλανή μάτια των πρόωρα γερασμένων παιδιών, που ατενίζουν το κενό της ύπαρξής των και την κενότητα των ανθρώπων, μ’ απορημένο, παραπονεμένο βλέμμα. Μαγκωμένη η ανθρωπιά, μέσα στις ορδές των αδιάφορων, αλλοτριωμένων ανθρώπων, που «πάντα βιαστικοί μέσα στους άσκοπους δρόμους προφασιζόμενοι κάποιο μεγάλο σκοπό» (Μανόλης Αναγνωστάκης), δεν έχουν καιρό να κοιτάξουν γύρω τους∙ μέσα τους∙ τον διπλανό τους.

Μαγκωμένη η ανθρωπιά! Σε ένα σχολείο που αποδιώχνει τα παιδιά του, αποπαίδια μιας παραπαιδείας, παρά παιδιά παιδείας. Με δασκάλους πενόμενους, αδιάφορους, απαίδευτους, που παιδεύονται και παιδεύουν τα παιδιά μας.

Μαγκωμένη η ανθρωπια! Στα πανεπιστήμια, όπου ο έρωτας για τη γνώση και την έρευνα εκφυλλίσθηκε σε πάθος για την Έδρα και παροχή άχρηστων πτυχίων, που η κορνίζα τους αξίζει περισσότερο από το περιεχόμενό της.

Μαγκωμένη η ανθρωπιά, μέσα μια «πολιτεία», που δεν θέλει πολίτες, αλλά ευνούχους, γιατί φοβάται τους πολίτες

Και οι άνθρωποι, απονευρωμένοι. Μουνουχισμένοι οι άνθρωποι. Αποξενωμένοι, αλλοτριωμένοι. Στερημένοι το όραμα και την ελπίδα. Βουβοί, μοναξιασμένοι, μέσα στην εκκωφαντική σιωπή του πλήθους. Ψοφοδεείς του αύριο. Ακυρωμένοι. Βρικολακιασμένοι Κάιν, της σύγχρονης εποχής.

«Συντρίβουμε τους τρόπους του σκέπτεσθαι. Συντρίψαμε πια τους δεσμούς της πατρικής, μητρικής, υιικής στοργής, της φιλίας και του έρωτα. Αν θέλετε μια εικόνα της ζωής, φανταστείτε ένα πέλμα που θα συντρίβει τη μορφή του ανθρώπου.». (Όργουελ. 1984)

Πολτός το ανθρώπινο πρόσωπο. Η ψυχή άδεια από αγάπη. Το μυαλό φουσκωμένο με τεχνολογία και οίηση. Και ο άνθρωπος να παραδέρνει μοναχικός, κενός, άδειος, στα σταυροδρόμια του κόσμου.
Μηχανοποιήθηκε κι αυτός από το τέχνημά του. Δουλειά καθημερινή με ωρολογιακή ακρίβεια, ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της ύπαρξής του. Δεν τον γεμίζει. Αγγαρεία, για να επιβιώσει και όχι για να ζήσει, είναι. Μια μηχανή παραγωγικότητας ο άνθρωπος, απασχολήσιμος, αναλώσιμος, αντικαταστατός. Ελαστική εργασία και ανελαστική βαρβαρότητα των κατεχόντων και εχόντων, έναντι των ανυπεράσπιστων αλλοτριωμένων μαζανθρώπων.

Κι ένα κράτος βιαστής και μια πολιτεία, όπου η πολιτική έχει εκφυλισθεί σε διαπλοκή με την οικονομική ολιγαρχία και τα άνομα, ακόρεστα, συμφέροντα. Όπου ο πολιτικός κατήντησε εντολοδόχος της ασύδοτης νεοφιλελευθερης αγοράς, η οποία εντέλλεται δια των παγκοσμίων επητηρητών της, (των κακοφήμων οίκων αξιολόγησης) και οι πολιτικοί του κόσμου εκτελούν τα προστάγματά τους. Μια πολτεία και κοινωνία, όπου ο Λόγος αδρανεί ή έχει εκλείψει ή έχει, σκοπίμως, στρεβλωθεί.
Η τεχνοποιημένη επιστήμη, χωρίς όνειρο και όριο, θέλει να μας πείσει, πως δεν είμαστε παρά ύλη πρωτονίων, ηλεκτρονίων, χημικών ενώσεων και DNA. Ανέλυσε, ο άνθρωπος, τις εσχατιές της ύλης και ανεκάλυψε την αδειανή ψυχή του. Την απουσία του Λογου-Θεού. Και θεοποίησε το κέρδος και το χρήμα και την κατανάλωση. Τον πλούτο. «Ας μη σας λείψει ο πλούτος, Εφέσιοι, για να βεβαιώνεται η κακότητά σας: Μη επιλίποι υμάς πλούτος, Εφέσιοι, ίν’ εξελέγχοισθε πονηρευόμενοι.»! (Ηράκλειτος)

Και τώρα όλα έχουν γίνει επίπεδα, μονοσήμαντα, χωρίς χρωματικές αποχρώσεις. Ένα μουντό γκρίζο απελπισίας. Και αλαλάζει, ο άφρων, για τους καινούργιους ψεύτικους θεούς του. «Και στα αγάλματα αυτά προσεύχονται, σαν κάποιος να φλυαρεί με τα ντουβάρια, μη γνωρίζοντας τι είναι θεοί και ήρωες: Και τοις αγάλμασι δε τουτέοισιν εύχονται οκοίον ει τις δόμοισι λεσχηνεύοιτο, ούτι γιγνώσκων θεούς ουδ’ ήρωας οίτινές εισί»! (Ηράκλειτος)

Τι συμβαίνει λοιπόν; Ο δημιουργός, αφού δημιούργησε τα πλάσματά του «κατ’ εικόναν και ομοίωσιν Αυτού», τα πέταξε στου δρόμου την άκρη; Αδιάφορος;

Μήπως πρέπει, αντί να τα βάζουμε ο ένας με τον άλλον, να τα βάλουμε με τον Δημιουργό μας; Μια παγκόσμια, πανανθρώπινη διαδήλωση διαμαρτυρίας εναντίον του Δημιουργού! Να εκφράσει το ανθρώπινο παράπονο της εγκατάλειψης από τον πατέρα. «Γιατί πάντα κάπου πέρα / αόρατος / Τεράστιος και υπαρκτός / Πορεύεται ανώνυμος / Ο πόνος των ανθρώπων». (Άρης Αλεξάνδρου)
Μα δεν τα μάθατε; «Ο Θεός πέθανε!». (Τάδε Εφη Ζαρατούστρας). Τον σκοτώσανε οι δημιουργοί του και δημιουργήματά του. Και ξεθεμελίωσαν τα θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης. «Το ήθος είναι στον άνθρωπο θεός: Ήθος ανθρώπω δαίμων»! (Ηράκλειτος)

Κι ανάμεσα στα χαλάσματα αντικρίζει, ο άνθρωπος, το κενό της αλαζονείας του. Παθαίνει την αρρώστια της οίησης. Γίνεται υβριστής. Αλαζών. Η ανθρώπινη συνείδηση πάνω στον σταυρό της αμφιβολίας, με φρίκη ατενίζει το αβυσσαλέο κενό της απουσίας του Θεού. Της απουσίας της. «Τα γουρούνια ευχαριστιούνται περισσότερο στον βούρκο παρά στο καθαρό νερό: Ύες βορβόρω ήδονται μάλλον ή καθαρώ ύδατι»! (Ηράκλειτος)