«Ξενοφοβία, πατριωτική νοσταλγία, αρχαιολατρεία ή το άλλο πρόσωπο του κλειστοφοβικού πατριωτισμού». Όταν πέθανε ο βιομήχανος Krupp, που εφοδίασε με όπλα τον πρώτο και δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο σκοτώνοντας εκατομμύρια, οι εφημερίδες της εποχής του έγραφαν εγκωμιαστικά για την προσφορά του στην επιστήμη και στη βιομηχανία που έκτισε με αίμα.

Ένας συγγραφέας τότε έγραψε ένα άρθρο που κατέληγε «πως αν ο άνθρωπος που σκότωσε με τα όπλα του εκατομμύρια πολίτες, χειροκροτείται και θαυμάζεται, αντί να καταδικάζεται σαν δολοφόνος, τότε αυτοί που τον χειροκροτούν είναι είτε ηλίθιοι είτε δολοφόνοι. Ίσως πιο πιθανό να είναι και τα δύο».

Στη χώρα που ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα, έχουμε σχεδόν κοινούς απατεώνες στο κοινοβούλιο, τραμπούκους που δεν κρύβονται, δολοφόνους εν δυνάμει, αφού ούτε τσίπα δεν έχουν να ομιλούν σήμερα και να υπερασπίζονται σφαγεία όπως το Άουσβιτς και το Νταχάου.

Αν αυτοί οι τύποι και δεν υπονοώ μόνο τους Χρυσαυγίτες, που μοιάζουν σαν μπράβοι σκυλάδικων και δηλώνουν λάτρεις των φονιάδων τύπου Χίτλερ και κάθε είδους χούντας, μπήκαν στο κοινοβούλιο με απόφαση του ελληνικού λαού, τότε και αυτοί που τους ψήφισαν είναι και ηλίθιοι και δολοφόνοι χωρίς κανένα ελαφρυντικό.

Αν η γλώσσα μου, η πατρίδα μου, ο πολιτισμός μου με κατεβάζουν στο επίπεδο του πρωτόγονου ενστίκτου της ζούγκλας, να σκοτώνω ό,τι δε μου μοιάζει, να γίνομαι δηλαδή αγέλη που χαϊδεύει τα πιο άγρια φονικά ένστικτα της ζωικής μου καταγωγής, τότε αυτή η πατρίδα δεν αξίζει να λέγεται έτσι, ούτε να παίρνει αίγλη από παλιούς προγόνους που έκαναν κάποτε το θαύμα.

Οι σημερινοί, οι αμόρφωτοι οπαδοί μιας γλώσσας που δεν μίλησαν ποτέ και ούτε θα μάθουν, αφού μόνο κάποιοι συνταγματάρχες προσπάθησαν να την μιλήσουν και γελοιοποιηθήκαν στα ματιά της ιστορίας.

Η γλώσσα πηγή ζωής, γνώσης και επικοινωνίας δεν μπορούσε ποτέ να μείνει σε συρτάρια σκουριασμένων μυαλών, αντίθετα έπρεπε να μεταλλαχθεί όπως γίνεται με όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Κάποιος που έμαθε ελληνικά και αγάπησε τη γλώσσα και το τόπο του έλεγε, πως αν η Ελλάδα με μαθαίνει να αγαπώ το ξένο και το διαφορετικό, να εκτιμώ το θαύμα σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, ναι, τότε θα δηλώνω Έλληνας.

Αν όμως με κάνει να φέρομαι εγωιστικά, να μισώ το άλλο και να κλείνομαι σε πύργους σκουριασμένους από υγρά φαντάσματα του παρελθόντος και μιας παράδοσης που γελοιοποίει τη μνήμη του λαού μου με το φολκλορικό, δηλαδή το παραμορφωμένο ιστορικό βλέμμα πάνω στην ευαισθησία, μιας άλλης εποχής που δεν έχω το κουράγιο να ανιχνεύσω και να σεβαστώ, τότε δεν δηλώνω Έλληνας.

Σε όλους τους πολέμους και τις συγκρούσεις των εθνών επαναλαμβάνονται με κουραστική ακρίβεια συνθήματα που απευθύνονται σε ακραία λατρευτικά συνήθως αισθήματα, για ένα εθνικό παρελθόν που συνήθως δεν αντιστοιχεί στις ικανότητες του έθνους, αντίθετα όσο πιο αποτυχημένη είναι η πορεία του συλλογικού εθνικού πολιτισμού στο παρόν, τόσο πιο σκοτεινά και αναπόδεικτα επιχειρήματα θα αντλήσουν οι πατριδοκάπηλοι από το κλέος του παρελθόντος.

Δεν είναι τυχαίο που σήμερα σε μια τραγική οικονομικά πορεία της οικονομίας και της υπόληψης της χώρας μας, οι φωνές που ακούγονται πιο δυνατά είναι αυτές που φωνάζουν για την δόξα της Ελλάδας και του πολιτισμού της, λες και αυτοί ανέλαβαν εργολαβικά το έργο της μουμιοποίησης του μοναδικού ελληνικού διαφωτισμού, που υπήρξε κάποιες όμως χιλιάδες χρονιά πριν.

Αυτοί που φωνάζουν για τους Αλβανούς και θεωρητικά είναι ενήμεροι για την ιστορία της πατρίδας τους, ας περιδιαβούν στα Μαρκόπουλα, Παιανίες, Λειβαδιές, να μάθουν ποια καταγωγή είχαν και ποια γλώσσα μιλούσαν οι αποκαλούμενοι Αρβανίτες, οι Μακεδονομάχοι, οι Τουρκομάχοι, οι Βουλγαροκτόνοι συμπατριώτες μας που μοιάζουν σε αντίστοιχα τέρατα που κατοικούν και μουγκρίζουν στις γειτονικές χώρες, οι ελληνοφάγοι, οι γκρίζοι λύκοι της γείτονος και οι κλέφτες ονομάτων, που λέγονται και Μακεδόνες, ελέω ανοχής και τυφλότητας των πολιτικών μας.

Δεν διαφέρουν σε φανατισμό και ηλιθιότητα από τους δικούς μας γαλαζοαίματους με συνθήματα «ψωμί και ελιά και Κώτσο βασιλιά». Το προνόμιο της κοντόφθαλμης σκέψης, της λατρείας του κενού, του μίσους του διαφορετικού, δυστυχώς αλλά και ευτυχώς δεν είναι αποκλειστικότητα κανενός λαού, γιατί κάποιοι θα έκαναν και ευγονικές μελέτες για να το εξοντώσουν.

Όλοι οι άνθρωποι σε όλους τους πολιτισμούς και ανεξάρτητα από ιστορικό στάδιο φαίνεται πως όταν η φτώχεια, ο πανικός και η ζούγκλα μεταδοθεί σαν επιδημία, μολύνει τα μυαλά των ανθρώπων, θολώνει το βλέμμα και το πάθος για τον ισχυρό ηγέτη, που σαν θεός πια θα πρέπει να βρει λύση σε ανόητους οπαδούς.

Οι άνθρωποι που σκότωσαν τον δικό τους μοναδικό θεό, που ήταν το μυαλό τους, έκτισαν εκκλησίες και μπαλκόνια για να ακούν εμβληματικούς αρχηγίσκους, που θα τους σώσουν από την μιζέρια της κοινωνικής αλλά και ερωτικής τους ζωής.

Δεν είναι καθόλου παράδοξο πως οι ηγέτες που οι πιστοί λατρεύουν να υπακούουν, έχουν ένα ανέραστο πρόσωπο και μια αθώα οικογένεια. Το «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» (Kirche Küche Kinder) σε όλες τις χώρες με κρίση, προσπαθεί να γίνει αντίδοτο στη διαλυμένη εν τέλει οικογενειακή δέσμευση, αφού όλα γύρω της την έκαναν δυσλειτουργική και δυστυχισμένη. Η ανέραστη σύζυγος και ο νταβραντισμένος πλην ευνουχισμένος αρχηγός της φαμίλιας, όταν δεν διοχετεύει στα γήπεδα την τεστοστερόνη του θα την χαρίσει στα μπουρδέλα της γειτονιάς, αλλά και σε κόμματα που θα του χαρίζουν παράνομα οικόπεδα στη Λούτσα και στο Γραμματικό.

Η εξουσία μη έχοντας πλέον πια δύναμη να δώσει μέλλον σε όνειρα των οπαδών της θα καταλήξει ως μαραμένη γεροντοκόρη που φορά ψεύτικα στολίδια για να ξεγελάσει την ασχήμια της.

«Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, μου τα ’πες με το πρώτο σου το γάλα».

Αυτά λοιπόν για τους εραστές μιας πατρίδας που βιασμένη, φτωχή, με ανάπηρη λογική θα τροφοδοτεί τα φοβικά σύνδρομα και αντί των λογικών επιχειρημάτων που έχουν υποχρέωση τα έλλογα να παραθέτουν, θα βγάζουν κοντάρια που θα τα κρατούν μούσκουλα φτιαγμένα με πλαστά όνειρα και νοθευμένη τεστοστερόνη, γιατί και η ουσία αύτη, όταν είναι καλή, έχει και την τιμή της.