Αντιγράφει, υπογράφει και γράφει ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης.

«Αυτοί παιδί μου δεν

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Δεν σου χαρίζουν ούτε τη νύστα τους

Όλο δεν και δεν και δέντρο δεν φύτεψαν τα χέρια τους.

Δεν χάιδεψαν σκυλί, μηδέ πουλάκι πληγωμένο,

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Γυναίκα άσχημη και στερημένη.

Αυτοί παιδί μου δεν

Δεν δίνουν τ’αγγέλου τους νερό…»

Μιχάλης Γκανάς, «Άψινθος»

 «ΟΙ ΜΙΚΡΟΑΣΤΟΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ»

Της Μαλβίνας Κάραλη

«Αυτοί οι τύποι, οι μικροαστοί, δε σκέφτονται ποτέ τους να αυτοκτονήσουν γιατί η ζωή τους ανήκει στο Θεό, αλλά στην ουσία, επειδή δεν αποφασίζουν ούτε για τη ζωή τους, ούτε για το θάνατο τους. Είναι αμνήμονες εκεί που τους συμφέρει, αλλά οραματιζόμενοι το μέλλον δε ζουν ποτέ ένα παρόν της προκοπής. Κάνουν μακροπρόθεσμα όνειρα που, κατά κανόνα, τα προφταίνει ο θάνατος. Χτίζουν ντουβάρια. Αγοράζουν οικοπεδάκια. Δεν ψάχνουν τσάντες, γιατί σπάνια ερωτεύονται και, όπως όλοι οι βλάκες, ποτέ δε νιώθουν ανίσχυροι. Τρέμουν τις υποχρεώσεις, αλλά τελικά παντρεύονται μια υπομονετικιά, αφού την πρήξαν επί χρόνια τόσο, που δε θέλει πια ούτε να τους χέσει. Κάνουν δύο μόγγολα, γιατί “ένα ίσον κανένα”. Ή τρία, αν τα δύο πρώτα είναι κορίτσια. Και βέβαια, τους αρέσουνε πολύ οι βιζιτούδες, τις οποίες πάντα ρωτάνε μετά το πήδημα: “Πώς ξέπεσες έτσι;” Όχι, δεν έχουν αρκουδάκι οι μικροαστοί. Μόνο σκουπίδια. Σε τρόφιμα, σε ιδέες, σε τρόπο ζωής, σε πράξεις. Την ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά την Αδελφότητα (…). Τρέμει μην πιαστεί κορόιδο και πάντα πιάνεται. Υπεκφεύγει. Στρεψοδικεί. Αναβάλλει. Υποκρίνεται. Ζητάει τα πάντα και δε δίνει τίποτα. Παριστάνει τη δίκαιη. Αρνείται τα τεστ πατρότητας για να γλιτώσει τη διατροφή και πάντα είναι από κοντά ένας μειλίχιος και τίμιος επαρχιακός δικηγοράκος, πρόθυμος να σπιλώσει την άπορη κακομοίρα. Ο Μικροαστός δε θέλει μπλεξίματα. Γι’ αυτό δε μπορεί να είναι ποτέ επαναστάτης, άρα παλικάρι. Δεν είναι αντιπαθής σαν υπέρμετρος, είναι σιχαμένος σαν πλαγιοδρόμος. Νομίζει πως είναι διπλωμάτης και πως λύνει γόρδιους δεσμούς, στην ουσία όμως ξεμπερδεύει μόνο τον εαυτό του  και τρελαίνει όλο τον κόσμο γύρω του. Κανείς δεν είναι πιο επικίνδυνος από αυτά τα ήσυχα, μειλίχια ανθρωπάκια, τους μικροαστούς (…)»

«ΛΙΒΕΛΛΟΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΜΕΣΟΑΣΤΩΝ»

Του Μάριο Βάργκας Λιόσα

«Αντιλαμβάνομαι ότι κανετε σερφ το καλοκαίρι  στα αφρισμένα κυμματα της Μεσογείου ,τους χειμώνες γλιστράτε  με τα σκι στις χιονισμένες βουνοπλαγιές  του Παρνασσου και των Γαλλικών Άλπεων, μέσα σε εφαρμοστές Prada στολές που δεν κρύβουν δυστυχώς για εσάς τα κιλά της ευμάρειας και της Χασιάς, όπου τσακίζετε αρνιά και προβατίνες  τις Κυριακές, με την λογική πως η πρωτεΐνη αδυνατίζει ακόμα και σε ποσότητες Γαργαντούα .

Ιδρώνετε μέσα σε αεροβικές φόρμες, τρέχοντας σε στίβους, πλατείες και σε δρόμους, εμποδίζοντας τους αγανακτισμένους οδηγούς που θα σας πατούσαν με μεγάλη ευκολία αν δε φοβόντουσαν τα μπλεξίματα και την φυλακή. Τις Κυριακές δε χάνετε ούτε έναν αγώνα της αγαπημένης σας ομάδας, ουρλιάζοντας  σαν ουρακοτάγκος με υβρεολόγιο που έχει πάντα σχέση με το σεξουαλικό απωθημένο (να σκίσετε αδελφές και μανάδες των αντιπάλων), στα λόγια βέβαια, γιατί στα κρεβάτια της πραγματικής ηδονής, οδύνη και πανωλεθρία είναι η επωδός που συνοδεύει τις ήττες, που δεν ομολογίιτε βεβαίως.

Αγαπητέ κύριε, θεωρώ την πρακτική των αθλημάτων και τον άκρατο θαυμασμό γι’ αυτά, ακραίες μορφές ηλιθιότητας που φέρνουν τον άνθρωπο κοντά στα πρόβατα, τις χήνες και τα μυρμήγκια, τρεις βαριές περιπτώσεις αγελαίας συμπεριφοράς μεταξύ των ζώων.

Στην εποχή μας τίποτα δεν έχει συμβάλει τόσο πολύ, περισσότερο και από τις ιδεολογίες και τις θρησκείες, στην ανάδειξη του ανθρώπου μάζας, του ρομπότ με τα εξαρτημένα αντανακλαστικά, όσο η θεοποίηση των σωματικών ασκήσεων και της προσπάθειας τους να δείχνουν το περίσσευμα τεστοστερόνης που φουσκώνει μυϊκά και ατροφεί πνευματικά…

Αντιλαμβάνομαι τον θυμό σας και πως θα θέλατε να  μου σπάσετε τα μούτρα που θίγω την βαθιά πίστη σας για το αρχαιοελληνικό πνεύμα (νοῦς ὑγιής ἐν σώματι ὑγιεῖ) και που ξεμπροστιάζω τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, που θαυμάζετε χωρίς να διαβάσετε βέβαια, γιατί πρώτον δε θα κατανοούσατε με τα ελληνικά τσάτρα πάτρα που μάθατε στα σχολεία της εθνικής μας τύφλωσης, που έσβησαν χίλια χρόνια ιστορίας της Ρωμιοσύνης (κατά Αρβελερ) από τότε που χάθηκε η Πόλις και άφησε αυτό το συλλογικό τραύμα ανοικτό. «Πήραν την Πόλιν,  πήραν την Οθωμανοί και Τούρκοι».

Αυτός ο μικροαστός κάποτε θα μεγαλώσει και θα ξιπαστεί σα μεσοαστός ˙ στυλοβάτης της οικογένειας, της πατρίδας και του έθνους. Είναι ο τύπος που θα είναι και με τον χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξ, είναι αυτός που θα γλείφει την εξουσία στις εκκλησίες και θα την βρίζει στις πλατείες. Είναι αυτός που οι εξουσίες αντιστοίχως γλείφουν ξεδιάντροπα, γιατί τον θεωρούν μέσο όρο, ήσυχο και βολεμένο, ο μέσος ανθρωπάκος που δεν έχει όνομα, αλλά έχει κάρτα, που ψωνίζει συνήθως σκουπίδια που δεν ξέρει που να τα βάλει όταν ξεχειλίζουν οι ντουλάπες,  που σήμερα είναι ολόκληρα δωμάτια ένδυσης (ντρέσιγκ ρουμς ελληνιστί).

Είναι αυτός που θα γίνει η «μεσαία τάξη», στην οποία όλοι υποκλίνονται και που ποτέ δεν κατανοούν ˙ γιατί όπως έλεγε και ο μέγας Κεϋνς, αυτοί που ψάχνουν το μέσο όρο, είναι ήδη μέσος όρος, άρα ποτέ δεν θα τον δουν, όπως δεν βλέπει κανείς στον καθρέφτη του το τέρας που κρύβει εντός του, γιατί συνήθως καθρεφτίζεται ως πριγκηπόπουλο. Η μεσαία τάξη νιώθει μεσαία όταν θυμάται τη μιζέρια των άλλων και όταν φθονεί τον πλούτο των ολίγων και των ισχυρών, αλλά δε θα πει ποτέ ότι είναι μεσαία η ίδια γιατί θα αλλάζει χρώματα σαν χαμαιλέων και θα αντανακλά πάντα μια ιδέα που νομίζει ότι την εκπροσωπεί επαρκώς, ακόμα και αν δεν την κατανοεί. Είναι μια τάξη σαν την πλαστελίνη που δίνουν στα μόμολά τους οι γονείς σε απελπισία για να μην τους ενοχλούν ˙ είναι μια κυρία που δε θέλει πολλά πάρε-δώσε με ότι της μοιάζει έγχρωμο, διαφορετικό και όμορφο.

Δίνει πάντα το μέτρο της νίκης στις εκλογές, είναι το μυστικό όπλο κάθε κυβερνήτη και γι’ αυτό στην ποδιά της σφάζονται παλικάρια και κορασίδες πλέον, γλείφοντας ξεδιάντροπα το πόπολο που την συγκροτεί ως τάξη. Είναι δε ιδεολογικά και αισθητικά παράδοξο πως ο άνθρωπος που κουβαλά κτηνώδεις δυναμεις επιβίωσης, απείρως πολλαπλάσιες του πρωτεύοντος συγγενούς μας (τα ζώα όταν μάχονται για την τροφή αλλά και το σεξ, συνεργάζονται και σταματούν τη μάχη πριν τον φόνο), αυτός λοιπόν ο Δαρβινικός υπεράνθρωπος που ο Νίτσε τον αποθέωσε, όταν βρεθεί με ομοίους του γίνεται μια μάζα, ένα ιξώδες υλικό, αδιαφανές, πλην με ισχυρούς δεσμούς συγκόλλησης και ταύτισης.

Ο Rene Girard στο «Η βια και το Ιερό» εξηγεί τους τρεις μηχανισμούς που οδηγούν τον άνθρωπο στη βία και στον φόνο. Η μίμηση είναι ένας από τους πρωταρχικούς μηχανισμούς ˙ ίσως αυτό ακουμπά και στον δικό μας φιλόσοφο, που λέει πως «μίμησις εστί Δευτέρα φύσις ανθρώπου». Στον «Άνθρωπο χωρίς Ιδιότητες» του Robert Musil, περιγράφεται σαφώς πως ένας φιλήσυχος κομμουνιστής που ψάχνει για τσιγάρα, παρασύρεται από την διαδήλωση των φαιοχιτώνων την εποχή της δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Όταν πάει να διασχίσει τον δρόμο που αυτοί παρελαύνουν, νιώθει την ανάγκη να ζητωκραυγάσει «χάιλ Χίτλερ»  ενάντια στα πιστεύω του. Έτσι και η τάξη αυτή πότε αποκτά το μεγαλείο του αριστοκράτη όταν κάθεται στα σαλόνια της μεγαλοαστης Βερντυρέν (Προυστ, «Από τη μεριά του Σουάν), είτε καταποντίζεται στις άθλιες συνοικίες που συχνάζει ο αμαρτωλός Λεπρέ που σιχαίνεται την τάξη καταγωγής του.

Η μεσαία τάξη, ίσως πιο πολύ από τις άλλες (εργατική, μικροαστική και μεγαλοαστική) δεν έχει αφομοιώσει συμβολικά τον ρόλο της, δεν τον έχει χωνέψει, αφού πολύ εύκολα μπορεί να ξεπέσει πιο κάτω (όπερ να φτωχύνει) αλλά και να φαντάζεται επίσης ότι ανεβαίνει μια τάξη παραπάνω, και να αποκτήσει τον τίτλο της μεγαλοαστικής, συμβιβαζόμενη βέβαια, αφού στην Ελλάδα για αριστοκρατική τάξη ούτε λόγος να γίνεται μετά τον διωγμό της μοναρχίας.

Είναι περίεργο που μια τάξη ολόκληρη, με ισχύ και εξουσία πολιτική, οικονομική και κοινωνική, θέλει να ορίζεται ως μεσαία, δηλαδή ως μέσος όρος, ως μια μετριότητα δηλαδή, και να επαίρεται γι’ αυτό. Η μεσαία τάξη και οι «νοικοκυραίοι» όπως τους αρέσει να αυτοπροσδιορίζονται, φαντασιώνουν ότι είναι ο κορμός του έθνους, της πατρίδας, της επιστήμης και του σεμνού πλούτου, δηλαδή του πλούτου που τάχα μου σεμνύνεται, ξεχνώντας πως το χρήμα, ο βήχας και ο έρωτας δεν κρύβονται…

Είναι σίγουροι για τον εαυτό τους, έχουν απέραντη βεβαιότητα για τις ικανότητές τους και προπάντων δεν θέλουν να αλλάξει καμμία πραγματικότητα όταν είναι βολεμένοι  ˙ φωνάζουν στα καφενεία για την ανικανότητα των κυβερνώντων, ενώ την ίδια στιγμή τους γλείφουν για κάποιο ρουσφέτι, για έναν διορισμό, θα είναι οσφυοκάμπτες  μπροστά στους ισχυρούς και άτεγκτοι στους αδύναμους.

Ηθικολόγοι για τις αμαρτίες των γειτόνων και αθώοι, άτεγκτοι, για τις δικές τους πομπές. Είναι αυτό το κοινό που τρέφεται με σκουπίδια τηλεοπτικά, που υποκριτικά αναρωτιέται «μα ποιοι τα βλέπουν;» καθισμένο στον καναπέ του, να τα βλέπουν οι ίδιοι. Ο νοικοκυραίος έχει αρχές στον οίκο του, αρχές βαριές σαν ταφόπλακες, όμως για υποτακτικούς του (γυναίκα, παιδιά). Ο ίδιος θα ξεπορτίζει σε οίκους ανοχής για να χορταίνει το άλλο τέρας, που το έκλεισε στην φυλακή των κανόνων και της ανηδονίας.

Είναι αυτός που φωνάζει την αφόρητη κοινοτοπία πως όλες οι γυναίκες είναι πόρνες, πλην της μητρός του (και είναι απολύτως βέβαιο πως «Το Αμάρτημα της Μητρός μου» του Βιζυηνού δεν το διάβασε ποτέ)…

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης